(2)Σημαντική πηγή από την οποία προέρχονται πολλά από τα στοιχεία που δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά, είναι τα Αρχείο του Ελληνογαλλικού Κολλεγίου ΔΕΛΑΣΑΛ και ιδιαίτερα το εκτενές και λεπτομερές κείμενο του Frere Rodriguez, που υπηρέτησε το ΔΕΛΑΣΑΛ για μισό αιώνα. Τιμήθηκε το 1938 με το Αριστείο της Legion d’honneur και λίγο αργότερα με το παράσημο των Palmes Academiques. Καταγράφονται επίσης για πρώτη φορά οι προσωπικές εμπειρίες, αναμνήσεις και πληροφορίες από το 1951 και μετά, του πρώτου συγγραφέα Π. Πρίντεζη.
Το κτήμα ΔΕΛΑΣΑΛ βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο της Κοινότητας Πεύκων, το γνωστό Ρεντζίκι, και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της φύσης στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, αφού πρόκειται για έναν ιστορικό Βοτανικό Κήπο. Ως ιστορικός κήπος ορίζεται μια σύνθεση αρχιτεκτονικής και βλάστησης, η οποία έχει κοινό ενδιαφέρον τόσο από καλλιτεχνική όσο και από ιστορική σκοπιά. Από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί μνημείο. Το βασικό στοιχείο είναι η βλάστηση, και κατά συνέπεια είναι μνημείο ζωντανό, φθαρτό και ανανεώσιμο. Αντιπροσωπεύει τη συνεχή ισορροπία στην κυκλική κίνηση των εποχών, τη γέννηση και το θάνατο στη φύση, και την εφαρμογή της τέχνης και της δεξιοτεχνίας στη διαιώνιση της ύπαρξής του.
Η προέλευση της ονομασίας του τοπωνυμίου Ρεντζίκι προέρχεται από τη λέξη Urendjick που σημαίνει «Μικρός Παράδεισος». Στην πραγματικότητα το Urendjick ήταν μετά τα μέσα του 18ου αιώνα η θερινή διαμονή των ευρωπαίων εμπόρων της Θεσσαλονίκης, όπως επίσης η εξοχική κατοικία των Προξένων πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Όπως σημειώνει και ο Βακαλόπουλος (1972) βρίσκεται κατά μήκος μίας πανέμορφης κοιλάδας στο δρόμο που οδηγεί προς το Ασβεστοχώρι.
Το Urendjick ήταν τόπος ξακουστός την εποχή εκείνη. Η πρώτη αναφορά ότι ήταν τόπος κατοικίας των ευρωπαίων εμπόρων γίνεται από τον Άγγλο περιηγητή Robert Walpole (1801). Ο επίσης Άγγλος ταξιδιώτης Henry Holland πέρασε από τη Θεσσαλονίκη το 1812-13, όταν πρόξενος της Αγγλίας στη Θεσσαλονίκη ήταν ο De Charnaud (ένας απόγονος του το 1870 θα αγοράσει αργότερα το κτήμα ΔΕΛΑΣΑΛ). Το Ρεντζίκι αναφέρεται και στο βιβλίο του περίφημου γεωγράφου Ανδριανού Valvi μεταφρασμένο στη Βιέννη το 1839 από τον Λαρισαίο Κωνσταντίνο Κούμα. Τον 19ο αιώνα ο Γερμανός γεωγράφος Leonard-Shultze Iena σημειώνει ότι στην περιοχή του Urendjick κατείχαν θερινή κατοικία οι Πρόξενοι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Βενετίας, της Νάπολης, της Ολλανδίας, της Δανίας και της Σουηδίας. Ο διάσημος συγγραφέας του “Moby Dick” Herman Melville επισκέφθηκε το Ρεντζίκι το 1856 και έγραψε ένα ποίημα το Clarel που αποτελεί ύμνο για την περιοχή. Κατά τον Μιχαήλ Χατζή Ιωάννου, στην ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1880), η περιοχή αναφέρεται ως Ρουντζούκι, «κείμενην μία σχεδόν ώρα βορειανατολικώς της Θεσσαλονίκης».
Η οικογένεια που στιγμάτισε με την παρουσία της το Ρεντζίκι ήταν οι Abott. Γύρω στα1771, ο νεαρός τότε Άγγλος έμπορος Barthelemy Edouard Abott έφθασε από τη Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα έγινε Πρόξενος της Βενετίας και είχε στην κατοχή του ένα μεγάλο κτήμα στο Urendjick. Γιος του Barthelemy ήταν ο Frederic Abott παντρεμένος με Αγγλίδα και μιλούσε τα Αγγλικά καλύτερα από όλα τα μέλη της οικογένειας. Γιος του Frederic ήταν ο Robert Abott (Μπάμπης), γνωστός και ως Djeck Abott. Τα μέλη της οικογένειας τηρούσαν τα ήθη και τα έθιμα της Ανατολής, καθώς και τις νηστείες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γεγονός που είχε εντυπωσιάσει τον περιηγητή της εποχής Henry Holland.
Την επίδραση της ελληνικής κοινωνίας είχαν υποστεί όχι μόνο η οικογένεια Abott αλλά και όλοι οι ξένοι της Θεσσαλονίκης. Για τον πρόξενο της Γαλλίας Cousineri οι βίλες των Ευρωπαίων στην κοιλάδα του Urendjick ήταν πανέμορφες. Περιβαλλόταν από κήπους με πολύ πράσινο, κυρίως από βελανιδιές και πλατάνια της Ιταλίας.
Η ζωή στον οικισμό αυτό ήταν φανταστική. Κάθε πρωί έμποροι και πρόξενοι αναχωρούσαν κατά ομάδες για τις εργασίες τους στη Θεσσαλονίκη, για να επιστρέψουν το βράδυ στις επαύλεις τους, όπου συγκεντρωνόταν για να διασκεδάσουν και να χορέψουν. Άλλες φορές οργάνωναν εκδρομές-εξορμήσεις στις γύρω περιοχές. Οι εκδηλώσεις αυτές ένωναν τους ανθρώπους, παρά τις εθνικές έχθρες ή τα οικονομικά συμφέροντα που τους χώριζαν.
Μετά το 1814 (ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ), το ειδυλλιακό αυτό τοπίο άλλαξε. Οι ωραίες κατοικίες ερήμωσαν. Οι επαύλεις του Urendjick κατοικούνταν πλέον από κουκουβάγιες, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Πρόξενος Cousineri. Και αυτό γιατί οι παλιοί ιδιοκτήτες τις είχαν εγκαταλείψει.
Γύρω στο 1825 ο Djeck Abott, εγγονός του Barthelemy επέστρεψε στο Ρεντζίκι. Ο Djeck ήταν χριστιανός ορθόδοξος και Άγγλος υπήκοος. Ήταν φτωχός αλλά πολύ έξυπνος. Σκέφτηκε λοιπόν να οργανώσει το εμπόριο των βδελλών, μικρά υδρόβια σκουλίκια που τα χρησιμοποιούσαν στην Ιατρική για την αφαίμαξη. Οι βδέλλες του Χορτιάτη ήταν ξακουστές σε όλη την Ανατολή. Με τη σχετική διαφήμιση ο Άμποτ τις έκανε γνωστές και στη Δύση. Μετά από λίγους μήνες οι παραγγελίες άρχισαν να φθάνουν άφθονες. Καθημερινά ο Άμποτ έστελνε πολλές χιλιάδες βδέλλες στην Ευρώπη και η τιμή τους αυξήθηκε γρήγορα. Με «φακελάκι» μερικές τούρκικες λίρες, ο Άμποτ απέκτησε το μονοπώλιο αυτού του τόσο προσοδοφόρου εμπορίου. Η συλλογή τους γινόταν ως εξής: έβαζαν άλογα στις πηγές και τις μικρές λίμνες που υπήρχαν πολλές στο Ρεντζίκι και όπου και αφθονούσαν οι βδέλλες. Αυτές κολλούσαν στα πόδια των αλόγων από τα οποία τις μάζευαν, τις συσκεύαζαν και τις έστελναν στην Ευρώπη. Σε μερικά χρόνια ο παμπόνηρος έμπορος είχε αποκτήσει μια κολοσσιαία περιουσία.
Πώς όμως ο Άμποτ διάλεξε την περιοχή αυτή για να κτίσει τη βίλα του; Πήγαινε συχνά στην κορυφή του λόφου ανάμεσα στο Ασβεστοχώρι και τη θέση «Πλατανάκια» και θαύμαζε την όμορφη κοιλάδα. Ο δισεκατομμυριούχος Άμποτ διάλεξε το κεντρικό μέρος αυτής της άγονης κοιλάδας, γραφικής μεν, βρώμικης δε. Ο τόπος αυτός ονομαζόταν Eurumedjeck, από τις πολλές και τεράστιες αράχνες που υπήρχαν. Ο Άμποτ αγόρασε αυτή τη φωλιά εντόμων για ένα «κομμάτι ψωμί», για λίγες τούρκικες λίρες. Αγόρασε 20 εκτάρια, δηλαδή 200 στρέμματα, με πολλά και απότομα βράχια.
Με εργασία 600 αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων και κηπουρών διαμόρφωσε το κτήμα. Με δυναμίτη έσπασαν τα βράχια. Οι πέτρες χρησιμοποιήθηκαν στο χτίσιμο των κατοικιών, της περίφραξης και των τοιχείων υποστήριξης για τις αναβαθμίδες που κατασκευάστηκαν. Άλλοι εργάτες με μουλάρια μετέφεραν χώμα από την πεδιάδα. Οι καλύτεροι κηπουροί οργάνωσαν τα παρτέρια και τους κήπους. Οι εργασίες διήρκησαν 5 χρόνια και δαπανήθηκαν 1.000.000 τούρκικες λίρες. Η μεταμόρφωση του τοπίου ήταν ολική. Το κτήμα του Ντζεκ Άμποτ ήταν μαγευτικό, μια ζούγκλα από τεράστια δέντρα.
Άξιοι δενδροκόμοι παρήγγειλαν σπάνια δέντρα από χώρες μακρινές. Οι Freres είχαν ακούσει και είχαν υπολογίσει ότι υπήρχαν περί τα 300 είδη δένδρων και φυτών στο κτήμα: διόσποροι από την Αμερική, κέδροι και πεύκα από το Λίβανο, συκιές και αμπέλια από τη Σμύρνη, βελανιδιές και πλάτανοι από την Ιταλία, φλαμουριές, καραγάτσια, σφένδαμνοι, μουριές, φυστικιές, μηλιές, αχλαδιές, δαμασκηνιές, αμυγδαλιές, καστανιές, φτελιές, κυπαρίσσια, λωτοί, κουμαριές, κρανιές, και άλλα. Μάλιστα υπάρχει και μια μεγάλη φουντουκιά, ύψους περίπου 7 μέτρων, κοντά στην είσοδο του νέου κλειστού γυμναστηρίου του ΔΕΛΑΣΑΛ, που, όπως λένε, είναι η μοναδική στη Βόρεια Ελλάδα. Το φυσικό κάλλος συμπληρωνόταν με καλλωπιστικά φυτά, όπως δάφνες, κυκλάμινα, ζουμπούλια, πιβουάν και κρίνα. Το πότισμα γινόταν με το νερό από τις πηγές του Ρετζικιού που μεταφέρονταν με πηλοσωλήνες.
Στο μέσο του κτήματος δέσποζε ένας τριώροφος πύργος, ενώ σε όλη την έκταση υπήρχαν σιντριβάνια, λιμνούλες με γέφυρες, αγάλματα και χώροι αναψυχής. Εδώ ο Άμποτ καλούσε τους προξένους να περάσουν τις διακοπές τους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Πρόξενος της Γαλλίας Cousineri, επιστήθιος φίλος του Άμποτ, ο οποίος περιέγραψε, σε δύο τόμους, τη χαρούμενη ζωή όλων αυτών των κυρίων. Ήταν ένας μύθος! Κάθε Κυριακή τελούσαν τις θρησκευτικές τελετές στο παρεκκλήσι (τώρα υπάρχουν μόνο τα ερείπια του). Όπως γράφει ο Frere Rodriguez «οι ψαλμωδίες ενωνόταν με τους θορύβους των μικρών καταρρακτών και με το κελάιδισμα των πουλιών». Μετά τις τελετές προσφερόταν ποτά στη μικρή πλατεία κάτω από τους κέδρους και τις καστανιές. Στη μέση υπήρχε ένα συντριβάνι διαμέτρου 20 μέτρων διακοσμημένο περιφερειακά με ωραία αγάλματα.
Μετά τις αλλαγές που επέφερε ο Άμποτ, η περιοχή ονομάστηκε Urendjick, Μικρός Παράδεισος. Αμέσως μετά τον Άμποτ, όλοι οι προύχοντες της Θεσσαλονίκης έκτισαν τις δικές τους βίλες, κοντά στο κτήμα του Άμποτ.
Η πιο σημαντική μέρα για τον Djeck Abott στο Urendjick ήταν η επίσκεψη του Σουλτάνου Abdoul-Medzid. Ο Σουλτάνος περνούσε από τη Θεσσαλονίκη και συνοδευόταν από το γιο του, Abdoul-Hamid, ο οποίος ήταν 12 ετών. Ο Abott κάλεσε το Σουλτάνο να επισκεφθεί το Urendjick Εκείνος δέχθηκε με χαρά. Ο Abott προσέλαβε 1000 εργάτες οι οποίοι εργάστηκαν μία βδομάδα. Το μονοπάτι που οδηγούσε στο κτήμα διαπλατύνθηκε. Κατασκευάστηκαν μικρές γέφυρες. Ο Abott αγόρασε όλα τα τούρκικα χαλιά της Θεσσαλονίκης και κάλυψε τον καινούργιο δρόμο σε μια απόσταση 7 χιλιομέτρων. Κατασκευάστηκε ένα χαμάμ (οθωμανικό λουτρό) για τους υψηλούς επισκέπτες, με κόστος κατασκευής 25.000 φράγκα. Το χαμάμ αυτό μετατράπηκε (μετά το 1902) σε παρεκκλήσι και βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του κτήματος του ΔΕΛΑΣΑΛ.
Όλη η Θεσσαλονίκη προσκλήθηκε στο Urendjick. 300 τραπέζια ετοιμάστηκαν σε υπαίθριους χώρους στη σκιά των πλατάνων. Κατά μήκος της πομπής διασκορπίστηκαν χορωδίες, ορχήστρες, φανφάρες, παίζοντας τα καλύτερα κομμάτια του ρεπερτορίου τους. Έτσι, οι άμαξες προχωρούσαν προς τη βίλα. Ο Fr. Rodriguez περιγράφει: «Ο Σουλτάνος φθάνει στην είσοδο (στο σημείο που είναι σήμερα η είσοδος του Δημοτικού ΔΕΛΑΣΑΛ). Ακουμπά το δεξί πόδι στο σκαλοπάτι της άμαξας ..... Ο ουρανός όμως ήταν συννεφιασμένος, μια εκτυφλωτική αστραπή συνοδευόμενη από μία φοβερή βροντή ..... (σιωπή!...). Τα φαινόμενα αυτά θεωρήθηκαν κακοί οιωνοί για το Σουλτάνο, ο οποίος αμέσως τοποθέτησε και πάλι το δεξί του πόδι κοντά στο αριστερό και αρνήθηκε να κατέβει!!!». Φανταστείτε την απογοήτευση του Djeck Abott. Βρισκόταν στο απόγειο του πλούτου του, της δόξας του και της σπατάλης..... Ο Abott παρακάλεσε το Σουλτάνο να δεχθεί τουλάχιστον έναν καφέ. Το χρυσό μαγκάλι μεταφέρθηκε τάχιστα στην είσοδο και το χαρμάνι ζεστάθηκε με χαρτονομίσματα. Ο καφές του Σουλτάνου κόστισε στον Abott 60.000 γαλλικά φράγκα (2,5 φορές το κόστος του χαμάμ). Ο Σουλτάνος ζητησε από τον Αρχιστράτηγο που τον συνόδευε να του πει «αν ο καφές είναι καλύτερος όταν ζεσταίνεται με χαρτονομίσματα ή με κάρβουνα!!!».
Κατόπιν ο Abott παρουσίασε στον επισκέπτη του, πάνω σε ασημένιο δίσκο, τα σχέδια της βίλας του. Ο Abdoul-Medzid τα κοίτάξε προσεκτικά και τα επέστρεψε στον ιδιοκτήτη της λέγοντας: «αυτή η πανέμορφη βίλα θα απαλλάσσεται από φόρους για όσα χρόνια θα είσαι ιδιοκτήτης!» και αποχώρησε....
Τα παιδιά του Abott βλέποντας την περιουσία τους να σκορπίζεται στον άνεμο και να σπαταλιέται ασύστολα, απομάκρυναν τον πατέρα τους και πήραν τη διεύθυνση της επιχείρησης. Ταπεινωμένος κλείστηκε στο σπίτι του και πέθανε από ασιτία, φοβούμενος δηλητηρίαση από τα παιδιά του! Δεν μπόρεσαν, κατά τον Frere Rodriguez, να χαράξουν στον τάφο του την επιγραφή: «εδώ κείται ένας άνθρωπος που πέθανε από την πείνα για να μπορεί να διατηρήσει τα αναγκαία προς το ζειν».
Τα δύο του παιδιά διεκδίκησαν το πατρικό σπίτι και το κτήμα στο Ρεντζίκι. Μήνυσε ο ένας τον άλλο. Ο πρωτότοκος έφερε ως δικηγόρο του τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου του Παρισιού και ο δεύτερος τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου του Λονδίνου. Το Δικαστήριο διήρκεσε χρόνια. Οι Θεσσαλονικείς, μετά το θάνατο του πατέρα τους, δεν έβλεπαν με καλό μάτι τα παιδιά του. Έτσι, τα δύο αδέλφια πούλησαν την περιουσία τους και εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Σημειώνει ο Frere Rodriguez: «Αυτά διάβασα και άκουσα από αυτόπτες μάρτυρες για το Urendjick, εξοχικό των Freres από το 1902. Αλλά η αρχική πολυτέλεια και η αρχική μεγαλοπρέπεια έχουν εξαφανιστεί».
Έτσι, γύρω στο 1870 το κτήμα Abott αποκτήθηκε από τον βαρόνο Frederic De Charnaud, ο οποίος αφαίρεσε τα μάρμαρα, τα αγάλματα και τα σπάνια δέντρα για να στολίσει τα σπίτια του στη γαλλική παροικία (σημερινή οδό Φράγκων) και το μεγάλο κήπο του στο κτήμα Καλαμάρι, και το εγκατέλειψε στην τύχη του. Το 1895 ο Edouard De Charnaud (γιος του Frederic) αναγκάστηκε να πουλήσει τα ερείπια στον Pascal Ruggiero σε τιμή 200 Ναπολεόνια φράγκα. Ο Ruggiero έκανε τις επείγουσες επισκευές και συντηρήσεις. Μη δυνάμενος όμως να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης του, πούλησε με τη σειρά του το κτήμα στους Freres, το 1902, για 10.000 γαλλικά φράγκα περίπου. Οι Freres, οι παπάδες όπως τους ονόμαζαν οι παλιοί κάτοικοι, είναι μέλη του Μοναχικού Τάγματος ΔΕΛΑΣΑΛ που ιδρύθηκε από τον Γάλλο ιερωμένο Jean-Baptiste de La Salle, το 1681, με σκοπό την προσφορά εκπαίδευσης στη Νεολαία.
Ποιος όμως ήταν ο Pascal Ruggiero, ιδιοκτήτης του κτήματος ΔΕΛΑΣΑΛ πριν από τους Freres; Δεν είχε γνωρίσει γονείς. Σε ηλικία 4 ετών φθάνει στη Θεσσαλονίκη πάνω σε ένα ιταλικό ψαράδικο (πιθανόν να ήταν γιος ενός από τους ψαράδες). Οι Ιταλοί πούλησαν ψάρια στην κυρία De Charnaud (σύζυγο του Frederic). Οι De Charnaud υιοθέτησαν τον Pascalino, πράγμα που χαροποίησε και τους Ιταλούς ψαράδες. Ο πιτσιρικάς είχε πολλά ταλέντα και πολλές ικανότητες. Γνώριζε ξένες γλώσσες, ήταν πρώτος στη διασκέδαση, ήταν καλός γελωτοποιός και έκανε απίστευτες πονηριές.
Ο Pascal πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια διασκεδάζοντας τις οικογένειες De Charnaud και Αλλατίνι. Ήταν αμίμητος στη διήγηση ιστοριών (ψεύτικων εννοείται). Τα παιδιά και οι κυρίες δεν χόρταιναν να τον ακούν μέρες και νύκτες ολόκληρες. Ο Πασκάλ συνόδευε πάντα τους De Charnaud και Αλλατίνι στα ταξίδια τους στην Ευρώπη. Μετά 25-30 χρόνια είχε κάνει πολλές οικονομίες, ένα γερό κομπόδεμα. Ο De Charnaud όμως καταστράφηκε οικονομικά, έχοντας χάσει, μόνο σε μια νύκτα, 500.000 γαλλικά φράγκα στο χρηματιστήριο, και το 1894 πέθανε από μελαγχολία.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1895, ο Edouard De Charnaud, γιος του Frederic, έχοντας απόλυτη ανάγκη από χρήματα, πούλησε το κτήμα του στο Urendjick στον Ruggiero για 200 Ναπολεόνια. Όπως είπαμε, ο Ruggiero έκανε τις απαραίτητες επισκευές και ξανάφτιαξε τον πύργο. Αγόρασε ένα κοπάδι αγελάδες και πουλούσε το γάλα στη Θεσσαλονίκη. Αλλά η ανάλυση του γάλατος έδειξε ότι ήταν αραιωμένο με ίση ποσότητα νερού. Ο Ruggiero προσπάθησε να επιτηρεί σωστά τον αγελαδάρη του αλλά αυτό φάνηκε ανώφελο. Τελικά ο δράστης πιάστηκε στα πράσα. Είχε ένα πλατύ μπετονάκι μέσα στη μεγάλη του μπλούζα, όταν άρμεγε, και με ένα μικρό σωληνάκι, νέρωνε ικανοποιητικά το γάλα. Δυστυχώς και για τον Ruggiero το κακό δεν άργησε να έλθει. Ένα από τα παιδιά του πούλησε κρυφά τις αγελάδες κι έτσι από την επόμενη κιόλας μέρα ο Ruggiero σκέφτηκε να πουλήσει το κτήμα.
Παρουσιάστηκαν 3 αγοραστές: οι παπάδες από το Ζειτενλίκ, η Γερμανική σχολή (που λειτουργούσε στην Θεσσαλονίκη από το 1888) και ένας συνεταιρισμός κρεοπωλών. Όλοι έδιναν από 320 μέχρι 350 τούρκικες λίρες. Οι κρεοπώλες σκόπευαν να κόψουν όλα τα δέντρα (αξίας 400 λιρών) και να μετατρέψουν το κτήμα σε βοσκότοπο! Ο Ruggiero όμως γνώριζε τους Freres. Ήταν φίλοι του. Τους καλούσε στο κτήμα του και τους προσέφερε την ησυχία και τη γαλήνη του κτήματός του. Ευκαιρία για τον παλιό γελωτοποιό του De Charnaud να τους προσφέρει ευχάριστες στιγμές με τις διηγήσεις του. Πως είχε γίνει παπάς, πως βάφτισε ένα μωρό με καυτό νερό, πως όταν ήταν να παντρευτεί, αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι της νύφης σχεδόν σε αδαμιαία περιβολή και άλλες πολλές απίστευτες ιστορίες.
Βρίσκει λοιπόν τους Freres και τους λέει: «Δώστε 400 λίρες και το κτήμα του Urendjick είναι δικό σας». Η αγοραπωλησία ήταν καλή. Το κτήμα αγοράστηκε με τον εξοπλισμό του για οινοποιείο, ένα γαϊδούρι, δύο γουρούνες, δώδεκα χοιρίδια, ένα κοτέτσι, κουνέλια, και άλλα. Ο Ruggiero κράτησε για τον εαυτό του ένα δωμάτιο στον πύργο. Το κράτησε για ένα χρόνο. Μετά αποσύρθηκε στο Κάϊρο, όπου ζούσε ο γιος του Oscar. Εκεί έζησε για μερικά ακόμη χρόνια μιλώντας συχνά για το Ρεντζίκι και τους φίλους του τους Freres. Αισθανόμενος το τέλος του να έρχεται, κάλεσε το γιο του και του ζήτησε να του υποσχεθεί ότι θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη, να επισκεφθεί τους Freres και να τους πει ότι μέχρι το τέλος τους σκεφτόταν και ότι είχε ένα καλό θάνατο. Και ο Oscar, αμέσως μετά τον θάνατο του, εκτέλεσε την επιθυμία του πατέρα του.
Το 1907 επίσης, ο Frere Octave, Καθηγητής μουσικής, συνέθεσε τον ύμνο του Urendjick (στίχοι και μουσική). Αποτελείται από 10 στίχους. Υμνεί την εξοχή, τις ομορφιές της, την ευχάριστη διαμονή, τον άγονο λόφο, την τοποθεσία που βρίσκεται μακριά από την «φονική πόλη», τις περιοχές με τα δέντρα, γεμάτες δροσιά και χαρά, τις πηγές, τα ρυάκια που σιγοτραγουδούν, το καθαρό ποταμάκι, τα γεράκια, τα τζιτζίκια, τα κοπάδια που βόσκουν, τους γυμνούς λόφους,...
Οι Freres είχαν το κτήμα στο Ρεντζίκι για καλοκαιρινή διαμονή και για να πηγαίνουν κάθε Πέμπτη απόγευμα για ξεκούραση. Επίσης έφερναν τους μαθητές από τη Θεσσαλονίκη ημερήσιες εκδρομές. Φρόντιζαν τον κήπο και τα ζωντανά. Το χαμάμ του Abott το μετέτρεψαν σε εκκλησία της Αγίας Θηρεσίας. Κάτω από το εκκλησάκι αυτό έχτισαν ένα οίκημα από φτηνά υλικά όπου διέμεναν το καλοκαίρι. Γρήγορα όμως πάλιωσε και τέλος κατεδαφίστηκε μετά το 1974. Στη θέση του υπάρχει σήμερα ένα γήπεδο μπάσκετ.
Στο κτήμα υπάρχουν και δύο πηγάδια. Ένα στο δάσος (στον χώρο που ανήκει σήμερα στην Κοινότητα Πεύκων). Από εκεί παλαιότερα ο πρώην Δήμαρχος Συκεών θέλησε να υδροδοτήσει ένα μέρος του Δήμου. Δεν υπήρχε ακόμη δίκτυο. Δυστυχώς το νερό δεν ήταν αρκετό για τόση κατανάλωση. Από εκείνο το πηγάδι όμως έπαιρναν νερό, με τη βοήθεια του πρώην Γυμνασιάρχη, Frere Alexandre, περίπου 30 οικογένειες της περιοχής και ο οίκος ευγηρίας (τώρα μεζονέτες Αλεξόπουλου). Το δεύτερο πηγάδι βρίσκεται μέσα στο κτίριο του Δημοτικού ΔΕΛΑΣΑΛ. Υπάρχουν και δύο γεωτρήσεις. Η μία στο δάσος, από την οποία ο Frere Polycarpe και ο Γιώργος Τζιτζιμήκας πότιζαν το δάσος σε περιόδους μεγάλης ξηρασίας. Η δεύτερη βρίσκεται στο χώρο του Δημοτικού ΔΕΛΑΣΑΛ.
Το δάσος καθαριζόταν κάθε άνοιξη από εργάτες που έκοβαν τα ξερά δένδρα και κλαδιά. Επίσης είχαν ξαναχτιστεί τα μικρά τοιχία των διαδρόμων. Στις δεκαετίες ΄40 και ΄50 στο κτήμα έβοσκαν πρόβατα. Πριν και μετά τον πόλεμο οι Freres καλλιεργούσαν στο κτήμα σιτάρι, καρποφόρα δέντρα και αμπέλια, μέχρι το 1968. Είχαν και μια πτηνοτροφική μονάδα. Επίσης για μια δεκαετία περίπου, γύρω στα 1960, λειτούργησε και μια τυροκομική μονάδα, πάνω από τα νέα Γυμναστήρια. Τα κτίσματα αυτά όπως και η πτηνοτροφική μονάδα έχουν τώρα κατεδαφιστεί.
Στη δεκαετία ΄60 ο Μορφόπουλος και τα παιδιά του καλλιεργούσαν λουλούδια, στο χώρο που σήμερα είναι το γήπεδο ποδοσφαίρου. Καλλιεργούσαν κυρίως το πρωτομαγιάτικο «δάκρυ της Παναγιάς», το οποίο μοσχομύριζε και μοσχοπουλιόταν. Βέβαια καλλιεργούσαν και πολλά άλλα είδη λουλουδιών.
Το 1968 κτίστηκαν τα κτίρια Γυμνασίου-Λυκείου ΔΕΛΑΣΑΛ και τη δεκαετία του ΄70 κατασκευάστηκαν από το σχολείο τα γήπεδα μπάσκετ, βόλλευ, τέννις και ποδοσφαίρου, με τη βοήθεια των αδελφών Στέργιου, Γιάννη και Γιώργου Τζιτζιμήκα. Το 2000 άρχισε να λειτουργεί το Δημοτικό του ΔΕΛΑΣΑΛ.
Πρέπει να ξέρουμε ότι από τα 200 στρέμματα του Ruggiero οι Freres κατείχαν μόνο τα 56, περίπου, και μετά την «Πράξη Εφαρμογής» της περιοχής, τα 30 πέρασαν στην Κοινότητα Πεύκων και τα 25 έμειναν στην ιδιοκτησία του ΔΕΛΑΣΑΛ.
Ακόμη και σήμερα η περιήγηση μέσα στον Βοτανικό Κήπο είναι μία εμπειρία. Ακολουθώντας τα μονοπάτια μπορεί κάποιος να θαυμάσει τα πανύψηλα υπεραιωνόβια δέντρα με τους κισσούς να αναρριχούνται στους κορμούς, τα καταπράσινα φυτά και τα πανέμορφα λουλούδια όλων των χρωμάτων και αποχρώσεων. «Μία πυκνή ζούγκλα που στην καθηλωτική σιωπή ακούγεται πότε πότε η οξεία φωνή ενός πουλιού», όπως περιγράφει με ζωντάνια ο Μαρίνος Χαραλάμπους στο βιβλίο του «Η Μυστική Ιστορία της Θεσσαλονίκης». Στο βόρειο τμήμα, στη θέση των παλιών χαμάμ υπάρχει η καθολική εκκλησία της Αγίας Θηρεσίας, με μία αρχαία βάση κίονα από λευκό μάρμαρο, εντοιχισμένη στον αυλόγυρο -που πιθανώς δηλώνει την παρουσία αρχαίου οικισμού στην περιοχή- καθώς και ένα αφιέρωμα στην Παναγία, «το Σπήλαιο της Λούρδης» (1955) που είναι κατασκευασμένο από πορόλιθο-τραβερτίνη και ασβεστόλιθο, μεταφερμένα από τις πηγές. Στο κέντρο του Κήπου υπάρχει μία πηγή και μία υπόγεια κινστέρνα που χρησίμευε για υδρομάστευση, ενώ δίπλα στο μονοπάτι που οδηγεί στην εκκλησία βρίσκονται 14 σταυροί που αναπαριστούν την πορεία του Χριστού προς το Γολγοθά, τον ονομαζόμενο «Δρόμο του Σταυρού». Ο εγκαταλειμμένος Πύργος και η λίμνη με τη νησίδα στη μέση με δυσκολία θυμίζουν τις ένδοξες στιγμές του παρελθόντος.
Δυστυχώς, σήμερα η κατάσταση αυτού του μνημείου της φύσης, του Βοτανικού Κήπου στο Ρεντζίκι, που ανήκει πια στο Δημόσιο και στην Κοινότητα Πεύκων, είναι μάλλον απογοητευτική. Η εγκατάλειψη και αδιαφορία είναι πλέον εμφανείς. Καταρχήν δεν υπάρχει καμία προστασία και έλεγχος ώστε να προφυλαχθεί από οποιαδήποτε καταστροφή. Ο Πύργος έχει σχεδόν καταστραφεί. Η στέγη έχει πέσει και το βορειοδυτικό τμήμα του έχει ένα ρήγμα που πιθανώς να δημιουργεί πρόβλημα ευστάθειας. Γύρω στο 1980, με την πρωτοβουλία της Διεύθυνσης ΔΕΛΑΣΑΛ και του αείμνηστου καθηγητή Σταύρου Ξύδη, προτάθηκε να γίνει δανειοδότηση και μετατροπή του σε Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Η προσπάθεια όμως ναυάγησε… Κομμένοι κορμοί πελώριων δέντρων είναι παρατημένοι στη μέση των μονοπατιών και σκουπίδια ασυνείδητων επισκεπτών καθώς και σπασμένα τζάμια και πεταμένα μπάζα υπάρχουν διασκορπισμένα σε όλη την έκταση. Το αφιέρωμα στην Παναγία είναι κατεστραμμένο και η πηγή-κινστέρνα σχεδόν μπαζωμένη. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πριν από ένα περίπου χρόνο χτίστηκε προς τη δυτική πλευρά, στα όρια με το ΔΕΛΑΣΑΛ, ένας πελώριος μαντρότοιχος με τόνους από μπετόν και σίδερα, μία κατασκευή ξένη προς το περιβάλλον και την ιστορία αυτού του τόπου. Και η φωτιά που εκδηλώθηκε τον Ιούνιο 2005 σβήστηκε την τελευταία στιγμή χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της Πυροσβεστικής. Τελευταία, λόγω των εκσκαφικών εργασιών που γίνονται για τον αγωγό ομβρίων υδάτων έξω από τον Κήπο, ένα μεγάλο τμήμα του εξωτερικού προστατευτικού τείχους κατέρρευσε χωρίς κανένας από την Κοινότητα Πεύκων να ενδιαφερθεί για την αποκατάστασή του.
Ο Βοτανικός Κήπος στο Ρεντζίκι είναι ένα ιστορικός κήπος που τοποθετείται ανάμεσα στην κτιριακή αρχιτεκτονική και τα φυσικά τοπία και αποτελεί τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως ακριβώς τα αρχιτεκτονικά μνημεία. Αυτό συνεπάγεται την αναγνώριση της ανάγκης διατήρησης και προστασίας τους και την αναγκαιότητα να αντιμετωπιστούν οι κήποι ως "ζώντα μνημεία" με ειδικές απαιτήσεις για τη συντήρηση και την αποκατάστασή τους.
Την ευθύνη τώρα την έχει η Κοινότητα Πεύκων. Ο ιστορικός Βοτανικός Κήπος πρέπει να συντηρηθεί, με σεβασμό στο παρελθόν και στο φυσικό περιβάλλον, ώστε να αποφευχθούν οι ευτελείς και αταίριαστες με το περιβάλλον λύσεις, όπως η κατασκευή του μαντρότοιχου, και να αποδοθεί στους πολίτες. Από τον Οκτώβριο 2004 στο Κολλέγιο ΔΕΛΑΣΑΛ λειτουργεί Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το μοναδικό στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με σημαντικά εκθέματα από ορυκτά και πετρώματα, απολιθώματα, όστρακα και άλλους θαλάσσιους οργανισμούς, βοτανολόγια, βαλσαμωμένα ζώα (θηλαστικά, ερπετά και πτηνά), έντομα με μία πλούσια συλλογή από πεταλούδες. Μήπως θα είναι μία καλή ευκαιρία να γίνουν οι κατάλληλες εργασίες ώστε οι επισκέπτες να έχουν τη δυνατότητα να περιηγούνται και στο «Μικρό Παράδεισο» του Κήπου στο Ρεντζίκι;
Βιβλιογραφικές Πηγές
Αναστασιάδου Μ. (1994). Οι δυτικοί της περιοχής. Στο βιβλίο Θεσσαλονίκη 1850-1918. Εκάτη. 159-161.
Cousinery E. M. (1831). Voyage dans la Macedoine. Paris. v 1.
Georgoudaki E. (1985). Djekis Abbot of Thessaloniki and the Greek Merchant in Herman Melville’s CLAREL. Melville Society Extractx, 64, 1-6.
Holland H. (1815). Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, etc. during the years 1812-1813. London. 312 p.
Jena L-S (1927). Macedonien. Landschafts und Kulturbilder. 221 p.
Μέγας Γ. & Ανδριωτάκης Μ. (2004). Θεσσαλονίκη 1896. Η χρονιά των Ολυμπιακών αγώνων. Εκδόσεις Ζήτρος. Δήμος Θεσσαλονίκης/Αντιδημαρχία Πολιτισμού, Φίλοι του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης. 209 σ.
Μεταλλινού (π. Τσιώμου) Α. (). Παλαιά Θεσσαλονίκη-Εικονογραφημένη Θεσσαλονίκη.
Πρίντεζης Π. (2003). Τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. ΔΕΛΑΣΑΛ – Ιστορικό. 8 σελ.
Ρούσσος-Μηλιδώνης Μ. (2002). Ιωάννης-Βαπτιστής Δελασάλ-Πρόταση Αγωγής Νέων. Επιμέλεια Fr. Μ. Καπέλλας. Έκδοση «Οι Αδελφοί των Χριστιανικών Σχολών ΔΕΛΑΣΑΛ». Πειραιάς. 207 σελ.
Souvenir (1988). ΔΕΛΑΣΑΛ. 100 χρόνια στην εκπαίδευση της Θεσσαλονίκης. Περιοδική Έκδοση του Ελληνογαλλικού Κολλεγίου ΔΕΛΑΣΑΛ. 80 σελ.
Vacalopoulos C.A. (1972). Contribution a l’historie de la colonie Europeenne de Thessalonique vers la fin du XVIIIe siecle. ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, ΙΒ΄, 183-200.
Valvi A. (1839). Γεωγραφία. Μτφρ Κ. Κούμα, Βιέννη.
Χαραλάμπους Μ. (2001). Η Μυστική Ιστορία της Θεσσαλονίκης. Εκδόσεις Αρχέτυπο. Θεσσαλονίκη.
Χατζή Ιωάννου Μ. (1880). Αστυγραφία Θεσσαλονίκης ήτοι Τοπογραφική περιγραφή της Θεσσαλονίκης. Β΄ Έκδοση φωτοτυπημένη (1976). Εκδόσεις Νέας Πορείας. Θεσσαλονίκη 116.
Walpole R. (1818). Memoirs relating to European and asiatic Turkey and other countries of the East. 2nd edition. London. 273 p.