«Παντοπωλείον Γρ. Κουρέντας»: πιο λιτή ταμπέλα δε γίνεται! Ψιλά-ψιλά, με χρώματα που μόλις ξεχωρίζουν μεταξύ τους, είναι ίσως το μόνο «σκέρτσο» του κατά τ’ άλλα αυστηρού, απόρθητου μαγαζιού «μπακάλικου» όπως ο ίδιος το αποκαλεί.
Όταν είναι κλειστά τα κιουπέγκια το μεσημέρι μετά τις τρεις, δεν αντιλαμβάνεται κανείς ότι βρίσκεται μπροστά στο πιο παλιό σούπερ-μάρκετ του δήμου μας. Τα πάντα γύρω απ’ τον Κουρέντα άλλαξαν: ανακαινίζονται μαγαζιά, κτίζονται οικοδομές, τριώροφα σπίτια, μόνο ο Κουρέντας δεν άλλαξε τίποτα-καρφιτσωμένο το μαγαζί και στο χρόνο…
Εκατό χρόνια συμπληρώνουν πατέρας και γιος: «Δεκαέξι χρονών ήμουν, βοηθός του πατέρα μου Κώστα Κουρέντα», όπως ο ίδιος λέει, «όταν χάζευα το χωμάτινο δρόμο από την πόρτα του παλιού μαγαζιού, δίπλα στον Αμίκο τον κρεοπώλη κι ονειρευόμουν να γίνω οδηγός!». Και συνεχίζει «εγώ ήμουν γι’ αυτοκίνητα, οδηγός λεωφορείου έπρεπε να ‘μαι κι έγινα μπακάλης!...
…το ’59 έφυγα στρατιώτης για περίπου τρία χρόνια» και μονολογεί: «Γρηγόρη δε σπούδασες, δεν έμαθες τίποτα, πρέπει ν’ αρχίσεις να το παίρνεις στα σοβαρά το θέμα!...» χάνεται στο χρόνο γλυκά και πάλι μονολογεί: « δυο χρόνια ήμουν στο τραλαλά, μετά όμως προχώρησα πολύ! Λαϊκό προσκύνημα γινόταν στο μαγαζί. Εγώ τότε ήμουν 25 χρονών. Παρ’ όλο που το χωριό δε βοηθάει τους ντόπιους, εγώ επέμεινα, δούλεψα, δούλευα από τις δέκα το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ, για μένα δεν υπήρχε «Τετάρτη και Σάββατο απόγευμα κλειστά». Κράτησα τον κόσμο με τον τρόπο μου και τις τιμές μου…».
Μπαίνεις μέσα κι αν δε σκοντάψεις στα κρεμμύδια και τις πατάτες, κάνεις ένα ζιγκ-ζαγκ και βρίσκεσαι μπροστά στο γλυκύτατο αυτόν άνθρωπο που δε μιλά πολύ, που έχει δει όλα τα καλούπια των ανθρώπων, να στέκεται πίσω απ’ τον παμπάλαιο πάγκο του, περιτριγυρισμένος απ’ όλα τα καλούδια. Ειδικά δεξιά του δύο καταπληκτικά στρογγυλά τενεκεδένια κουτιά με αλίπαστα που μοσχοβολούν στην κυριολεξία, ανακατεύουν τη μυρωδιά τους με τις «μιράντες», τα μυρωδιά των φρέσκων τυριών από το ψυγείο πίσω σου και τ’ απορρυπαντικά, πάντα σε «οικονομική συσκευασία» βυθίζοντας όλο σου το είναι σ’ αυτή την ανεπανάληπτη αίσθηση, που δε μπορεί να αλλοιώσει τίποτε άσχημο. Σε λίγο ο Γρηγόρης παίρνει το μολύβι και πάνω σε ακανόνιστο κομμάτι λαδόκολλας αριθμεί τα είδη, βγάζει τη σούμα κι είσαι έτοιμος!
ΠΛΗΡΩΝΕΙΣ ΠΟΛΥ ΛΙΓΑ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΠΑΡΕΧΕΙ ΟΣΟ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΤΟ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ ΤΟΥ. Είσαι έτοιμος να φύγεις όμως ένα ράπισμα «πολιτισμού» σου λέει : «τέρμα τα’ όνειρο τώρα!» κι όταν βγαίνεις : «τα κεφάλια κάτω!». Νιώθεις ότι μπήκες σ’ έναν κήπο, στον κήπο του Γρηγόρη Κουρέντα, που κράτησε ακόμη και τη μυρωδιά από παλιά, σου επιτρέπει να μπεις και να δεις πώς ήταν ένα παλιό καλό μπακάλικο. «Αυτή η δουλειά με αναζωογονεί», ομολογεί, «δε μπορώ να το κλείσω, παρ’ όλο που ήρθαν να το αγοράσουν πολλοί…» και συνεχίζει «…λέω, “Γρηγόρη κάτι έκανες κι εσύ και για τους άλλους κα για τα παιδιά σου”. Πάντα με βοηθό τη Δέσποινα, τη γυναίκα μου, που την παντρεύτηκα στα 34 και το γαμπρό μου-βοήθησε πολύ κι αυτός, καλό κι εργατικό παιδί…».
Να ‘σαι γερός Γρηγόρη μου, μας, να ΄σαι γερός για το πιο ισχυρό μήνυμα που μας πέρασες, για αυτή την πεμπτουσία του «χωροχρόνου» που μας χαρίζεις χωρίς να το καταλαβαίνεις, να ‘σαι γερός για τη γνησιότητά σου, γι’ αυτό ακριβώς που είσαι.