Η μια πλευρά του μικρού κώνου της κορυφής, εκείνη που βλέπει προς τον αντικρινό Όλυμπο, κάνει μια εξαίρεση. Προσπαθεί να μιμηθεί τον μακρινό γίγαντα, και να παραστήσει το απότομο και άγριο βουνό... Δεν το πετυχαίνει όμως. Καλοκάγαθος ο γέρο Μύτικας αγναντεύει απ το δυσκολοπάτητο ύψος των 2918μ. του τα 1201μ. του Χορτιάτη, με συμπάθεια και συγκατάβαση, και πάνω απ’ τα γαλανά νερά του Θερμαϊκού του στέλνει, κάθε φορά που ο καιρός το επιτρέπει, τους πατρικούς του χαιρετισμούς.
Λένε πως η Θεσσαλονίκη είναι η νύφη του Θερμαϊκού. Χωρίς να θέλουμε να κάνουμε φιλολογία, συμπληρώνουμε την εικόνα και προσθέτουμε πως, αν η Θεσσαλονίκη είναι η Νύφη, ο Χορτιάτης είναι το στεφάνι αυτής της Νύφης.
Ο Χορτιάτης, με την ευκολία που παρουσιάζει στην ανάβασή του, έδωσε σε πολύ κόσμο τη χαρά της γνωριμίας του βουνού. Το κτίσιμο του καταφυγίου στην μαγευτική Θέση Κερασιές (1008μ.), το 1938, 200 μέτρα κάτω απ’ την κορυφή και μιάμιση ώρα περίπου απ’ το τέρμα του αυτοκινήτου (600μ.), έκανε την γνωριμία αυτή, ακόμη πιο προσιτή.
Έτσι, ο αμύητος που ανέβηκε μια φορά από απλή περιέργεια, για να δει μόνος του τι είναι εκείνο που τραβά τόσο κόσμο ορειβατών στο βουνό και που δεν κατόρθωσε κανείς να του το εξηγήσει με λόγια, θαύμασε απ’ το διάσελο της τοποθεσίας του Καταφυγίου το σπάνιο όραμα ης δύσης στον Θερμαϊκό, πήρε το μάτι του, μέσα στο όργιο των χρωμάτων της στιγμής εκείνης, τις τελευταίες ακτίνες, τις ολόχρυσες, να φωτίζουν την άκρη του Μύτικα, έζησε ώρες αξέχαστες το βράδυ πλάι στο τζάκι του Καταφυγίου με την ορειβατική συντροφιά, ανέβηκε την άλλη μέρα τα ξημερώματα στην κορυφή για την ανατολή, έκανε τον περίπατό του κάτω απ’ τις πλατύσκιες καστανιές, δροσίστηκε στο νερό της κρυσταλλένιας βρύσης και γύρισε με αλλαγμένες τις ιδέες που είχε για τους ορειβάτες. Γύρισε με τον πόθο να ζήσει κι άλλα τέτοια Σαββατοκύριακα και αργότερα να γνωρίσει και άλλες κορφές, πιο ψηλές, πιο αγέρωχες, για τις οποίες άκουσε να λένε οι παλιοί ορειβάτες το βράδυ, πλάι στο τζάκι του Καταφυγίου.
Αυτόν τον ρόλο έπαιξε στην ανάπτυξη της αγάπης για το βουνό ο Χορτιάτης. Ήταν ο άριστος προπαγανδιστής της ορειβασίας.
Έφερε ομαλά τον καινούργιο, τον ξένο, σε επαφή με το βουνό, χωρίς να τον τρομάξει απ’ την αρχή με κουραστικές πορείες ή με επικίνδυνες αναβάσεις.
Γεωγραφική θέση και όρια
Ο Χορτιάτης ή Κισσός (1201μ.) είναι το βουνό της Ν. Μακεδονίας και γεωγραφικά ανήκει στο συγκρότημα των βουνών της Χαλκιδικής. Τα άλλα σπουδαιότερα βουνά της Χαλκιδικής είναι το Άγιο Όρος ή Άθως (2033μ.) και ο Χολομών ή Υψίζωνον (1164μ.). 0 Χορτιάτης υψώνεται Α. της Θεσσαλονίκης, στα όρια της Χαλκιδικής και της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης. Έχει κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ και περιβάλλεται από τα υψώματα Κουρί (750μ.) και την κοιλάδα του Ασβεστοχωρίου, τις λίμνες Κορώνεια (Αγ. Βασιλείου ή Λαγκαδά) και Βόλβη, τον Θερμαϊκό Κόλπο και τον Χολομώντα. Αντίθετα με το γειτονικό του Χολομώντα, που είναι εκτεταμένος και πολύκορφος, και καλύπτει με τις πολλές πτυχώσεις και διακλαδώσεις του το κέντρο της Χαλκιδικής και φτάνει ως τη Θάλασσα, ο Χορτιάτης είναι φτωχός σε διακλαδώσεις και κορυφές. Είναι βουνό μονοκόμματο, μοναχικό και σχεδόν ανεξάρτητο, αν εξαιρέσουμε την επαφή που δημιουργεί με τον Χολομώντα η κορυφή Ομβρενός (1008μ.).
Γενικό χαρακτηριστικό Ύψος κ.λ.π.
Η ψηλή κορυφή του (1201μ.) έχει σχήμα κώνου και τελειώνει σ’ ένα μικρό οροπέδιο 50μ. περίπου. Οι πλευρές του κώνου, που στα Ν. και Ν.Δ. καταλήγουν σε μερικούς χαρακτηριστικούς βράχους, είναι αρκετά απότομες και γενικά γυμνές από μεγάλα δέντρα. Σε αρκετά μέρη φυτρώνουν πουρνάρια, όπως και σ’ όλες τις πλαγιές προς τον Θερμαϊκό και την Θεσσαλονίκη, που είναι και αυτές γυμνές από δέντρα. Αντίθετα η Β. και ΒΑ. έχουν θαυμάσια δόση κυρίως από καστανιές.
Στην αρχαιότητα ήταν όλος σκεπασμένος από πυκνά δάση και γεμάτος άγρια θηρία.
Β.Δ. της μεγάλης κορυφής και χωρισμένη απ’ τον αυχένα Κερασιές (1000μ.) υψώνεται η δεύτερη κορυφή του Χορτιάτη, ο Κολοσούρτης, που παρουσιάζει μια χτυπητή διαφορά από την πρώτη. Έχει μια διαμόρφωση μάλλον σφαιρική και οι πλαγιές της είναι λιγότερο απότομες, και δασωμένες κατά τα τρία τέταρτα.
Στα Ν.Δ. ξεχωριστό απ’ τον κύριο όγκο του βουνού, υψώνεται γυμνή και σε σχήμα πυραμίδας, η κορυφή Λάγαρι (727μ.)
Ιστορία- Ονομασία
Σύμφωνα με τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα (VII, 330, 21) ο μυθικός βασιλιάς της Θράκης Κισσεύς, πατέρας της Εκάβης και παππούς του Ιφιδάμαντος, έκτισε σε απόσταση 3 ωρών ΒΑ. της Θεσσαλονίκη, στους πρόποδες του Χορτιάτη (αρχ. Ανθεμούς), την πρωτεύουσα του, που ονομάστηκε Κισσός.
Από την πόλη αυτή πήρε το ίδιο όνομα και όλο το βουνό.
Αργότερα, στους μακεδονικούς χρόνους, το 315 ο Κάσσανδρος την κατέστρεψε για να κτίσει προς τιμή της συζύγου του και αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου τη Θεσσαλονίκη (αρχ. Θέρμη - Θερμαϊκός Κόλπος).
Το νέο όνομα Χορτιάτης έμεινε απ’ την εποχή των Βυζαντινών.
Τότε υπήρχε στους πρόποδες του βουνού ένα μοναστήρι που ελέγετο του Χορταίτη ή Χορταΐτη και όπως και στους αρχαίους ελληνικούς χρόνους, πήρε το ίδιο όνομα και όλο το βουνό.
Το Χορταίτης ή Χορταΐτης, στην νεώτερη εποχή έγινε Χορτιάτης. Το παλιό όνομα Κισσός έμεινε τώρα ως επίσημη ονομασία μόνο της κορυφής.
Χωριά
Στην πεδιάδα που εκτείνεται κάτω απ’ την κορυφή Λάγαρι υπάρχουν τα χωριά:
Σέδες (Θέρμη), Τράδι, Μαντζάρηδες και Βασιλικά. (Στην ίδια περιοχή είναι και τα Λουτρά Σέδες, καθώς και το αεροδρόμιο).
Στην Α. πλευρά, απάνω σ’ ένα λόφο χωρισμένο απ το κύριο σώμα του βουνού από την χαράδρα Πλατανάκια (Μύλοι), είναι κτισμένο το χωριό Πανόραμα (Αρσακλή). Το χωριό αυτό είναι προσφυγικός συνοικισμός και ένα απ’ τα καλύτερα κέντρα παραθερισμού της Θεσσαλονίκης (χιλ. 11).
Στη Β.Δ. πλευρά, στους πρόποδες της κορυφής Κολοσούρτης, είναι το χωριό Χορτιάτης (υψ. 550 μ.). Είναι και αυτό κέντρο παραθερισμού και η συνηθισμένη αφετηρία για την ανάβαση στην κορυφή (χιλ. 20 απ τη Θεσσαλονίκη).
Στην Α. πλευρά το Αρδαμέρι (2.30’ ώρες πορ. απ’ το χωριό Χορτιάτης) και στην Ν.Δ. ή Περιστερά.
Εκτός αυτών υπάρχουν και άλλα μικρότερα, όπως η Μερσινούδα και το Πουρναροχώρι.
Δρομολόγια
Χορτιάτης.
Στην ειδυλλιακή εποχή με την “ορειβατική καλύβα” πριν κτισθεί ακόμη το καταφύγιο. Στο πρώτο πλάνο ο τότε πρόεδρος Ρήγας Ρεπανάς. Φωτ. Καραμπέτ Αρζουμανιάν
Ο Χορτιάτης είναι βατός απ’ όλες του τις πλευρές και η ανάβαση γενικά δεν παρουσιάζει πολλές δυσκολίες στον προσανατολισμό κλπ., γιατί δεν έχει πολλές πτυχώσεις, βαθιές χαράδρες κλπ., που να εμποδίζουν τη θέα.
Τα κυριότερα δρομολόγια για την ανάβαση στην κορυφή είναι:
1. Θεσσαλονίκη - Ασβεστοχώρι - Σανατόριο - χωρ. Χορτιάτης (χλμ. 20) ή Θεσσαλονίκη - Πανόραμα - Σανατόριο - χωρ. Χορτιάτης (χλμ. 20)
Απ’ το χωριό Χορτιάτης ξεκινούν δύο κύρια μονοπάτια με διάφορες διακλαδώσεις;
Το πρώτο μονοπάτι που είναι και το συντομότερο, ακολουθεί την διαδρομή: Χορτιάτης - Κατασκήνωση (όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις για Προσκοπική θερινή κατασκήνωση, σε υψ. 750μ.) και όπου φθάνει ύστερα από ένα μικρό απότομο ανήφορο, περνώντας μέσα από χαμηλό δάσος από φουντουκιές κλπ.
Μετά απ’ την Κατασκήνωση μπαίνει στο δάσος, περνά την Πηγή Τρία Αδέλφια (υψ. 790μ.) και με ομαλό ανήφορο φτάνει στο καταφύγιο (υψ. 1008μ.) σε 1- 1,30’ ώρα.
Η διαδρομή αυτή είναι ένας ευχάριστος ορειβατικός περίπατος μέσα απ’ το πυκνό δάσος (καρυδιές, καστανιές κλπ.), που καλύπτει όλη την Β.Α. και Α. πλευρά του βουνού και ανεβαίνει ως απάνω απ την περιοχή του Καταφυγίου, και με την ξεκουραστική για το μάτι θέα προς τη Λίμνη του Λαγκαδά και τις χαμηλότερες δασωμένες πλαγιές, συνοδεύει τον ορειβάτη σ’ όλη του την διαδρομή.
Από το Καταφύγιο η ανάβαση στην κορυφή απαιτεί 20-30’, απάνω σε μονοπάτι αρκετά όρθιο. Το δεύτερο μονοπάτι είναι μακρύτερο γιατί κάνει ένα κύκλο απ’ την Β.Α. και Α. πλευρά και πιο πλατύ.
Ξεκινά και αυτό απ’ το χωριό Χορτιάτης. Στην πραγματικότητα είναι ένας παλιός τούρκικος δρόμος, που σε αρκετά μέρη του διατηρεί ακόμη το πέτρινο στρώσιμο (καλντερίμι). Και αυτή η διαδρομή γίνεται μέσα απ’ το δάσος και με λιγότερο ανήφορο απ’ την προηγούμενη.
2. Θεσσαλονίκη - Πανόραμα (χλμ. 11). Απ’ το Πανόραμα το μονοπάτι κατεβαίνει στην χαράδρα Πλατανάκια (Μύλοι), απ’ όπου ξεκινούν δύο διακλαδώσέις του για το Καταφύγιο και την Κορυφή.
Το ένα ακολουθεί συνεχή ανήφορο σε έδαφος τελείως γυμνό από δέντρα, στην δεξιά κορυφογραμμή, κατεβαίνει απ’ την κορυφή ως τη χαράδρα, περνά κάτω απ’ τον κώνο της ψηλής κορυφής στη θέση Βρύση Προσκόπων και φθάνει στο Καταφύγιο σε 2.30’- 3.00 ώρες.
Το δεύτερο ξεκινά όπως και το πρώτο απ’ την ίδια τοποθεσία, περνά το Υδραγωγείο και φθάνει στην Κατασκήνωση, όπου συναντάται με το μονοπάτι, που έρχεται απ’ το χωριό Χορτιάτης. Η διαδρομή αυτή είναι πιο άνετη απ’ την προηγούμενη και γίνεται σε λιγότερο χρόνο. (2-2.30’ ώρες)
Από την Κατασκήνωση υπάρχει και ένα άλλο μονοπάτι που διασχίζει την Δ. πλαγιά του Κολοσούρτη και βγαίνει στη Θέση του Καταφυγίου. Και αυτή η διαδρομή γίνεται σε έδαφος γυμνό.
Ανάβαση μπορεί να γίνει και από το χωριό Σέδες, όπου φτάνει αυτοκίνητο από την Θεσσαλονίκη (χλμ. 15).
Η διαδρομή είναι: Σέδες - Τριάδι - Μεταλλείο Ισινλή (ερειπωμένο χωριό) - Κορυφή και κρατά 3.00 3.30 ώρες.
Επίσης απ’ το ίδιο χωριό υπάρχει μονοπάτι πιο σύντομο, το οποίο ακολουθεί την διαδρομή: Σέδες - Τριάδι - Τσαϊρη - Κορυφή σε 2.30 - 3.30 ώρες.
Οι αναβάσεις αυτές γίνονται σε έδαφος συνεχώς ανηφορικό και γυμνό και δεν παρουσιάζουν το ενδιαφέρον των διαδρομών απ’ το χωριό Χορτιάτης και γι’ αυτό σπάνια εκτελούνται απ’ τους ορειβάτες.
Η ανάβαση στη μικρή κορυφή Λάγαρι (728μ.) γίνεται από το χ. Σέδες σε 2-2.30.
Γεωλογία
Το βουνό περιλαμβάνεται σε μια αυτοτελή πετρογραφική ζώνη, την ζώνη του Αξιού, που αρχίζει από τη Ν. Γιουγκοσλαβία, κατεβαίνει προς Ν. και χωρίζεται σε τρεις κλάδους. Ο κυριότερος κλάδος είναι ο ανατολικός, που περιλαμβάνει τον Χορτιάτη, έχει κατεύθυνση ΒΒΔ - ΝΝΑ, φθάνει ως τον γρανιτικό όγκο της Σιθωνίας και συνεχίζεται κάτω από τη Θάλασσα μέσα στην Αιγηϊδα.
Τα πετρώματα της ζώνης του Αξιού αποτελούνται από μεσοζωικά και παλαιοζωικά ιζήματα και κρυσταλλοπαγές υπόβαθρο.
Από τα ιζήματα επικρατούν περισσότερο σκοτεινότεφροι ως κυανίζοντες φυλλίτες, με υποκείμενα στη βάση τους στρώματα μαρμάρου και σιπολίνου. Αναπτυγμένη είναι και η σειρά πρασινολιθικών σχιστολίθων. Οι πρασινόλιθοι αυτοί, που εναλλάσσονται με στρώματα φυλλιτών, απαντώνται ως την κορυφή του βουνού. Ο επικρατέστερος τύπος τους είναι αλβιτικός σκληριτικός επιδοτικός γνεύσιος
Το σύνολο των στρωμάτων έχει παράταξη ΒΔ-ΝΑ και κλίση προς ΒΑ. Η σχετική θέση των στρωμάτων δεν αντιπροσωπεύει τη σειρά αποθέσεως, αλλά είναι αποτέλεσμα έντονων τεκτονικών φαινομένων, που έκαναν στρώματα ποικίλης ηλικίας να εισχωρήσουν το ένα μέσα στο άλλο, με τρόπο πολύπλοκο, σε μορφή “λεπών”. Αυτός ο αναλεπισμός οφείλεται σε έντονες μετακινήσεις, που εκδηλώθηκαν με την μεγαλύτερη ένταση στις αρχές της ηωκαίνου, όταν τα δύο κρυσταλλοπαγή τεμάχια ης Ροδόπης και το πελαγωνικόν μετακινήθηκαν και συνέθλιψαν μεταξύ τους τα ιζήματα του γεωσυγκλίνου της ζώνης του Αξιού. Έτσι η αρχική, σύμφωνα με την σειρά των αποθέσεων, ομαλή θέση των στρωμάτων, σε επάλληλα λέπη και από τις εφαπτομενικές πιέσεις έπαθαν έντονο καταθρυμματισμό και έλαση, που σε πολλά μέρη περιόρισε το πάχος τους από εκατοντάδες μέτρα σε λίγα μέτρα.
Υδρογραφία
Ο Χορτιάτης δεν τροφοδοτεί ποταμούς και μόνο χείμαρροι αυλακώνουν τις πλαγιές του και χύνονται στον Θερμαϊκό και τις λίμνες Λαγκαδά και Βόλβη.
Στο ψηλότερο τμήμα του έχει αρκετές πηγές. Οι πιο ενδιαφέρουσες για τον ορειβάτη είναι: 1) Η πηγή της Μέριμνας, αμέσως μετά το χωριό Χορτιάτης ανεβαίνοντας προς Το Καταφύγιο, 2) Η πηγή της Κατασκήνωσης, λίγο πιο ψηλά από την προηγούμενη, 3) Η πηγή τα Τρία Αδέλφια, στα μισά περίπου του δρόμου χ. Χορτιάτη - Καταφύγιο, 4) Η Μεγάλη Βρύση, στη θέση Κερασιές, λίγα μέτρα κάτω από το Καταφύγιο, 5) Η Βρύση Προσκόπων, στη βάση του κώνου της κορυφής.
Χλωρίδα*
Οι πλαγιές του Χορτιάτη διαφέρουν μεταξύ τους σε βλάστηση, ανάλογα με τον προσανατολισμό, το ύψος και τη σύσταση του εδάφους. Οι Β.Α. πλαγιές έχουν πλούσιά βλάστηση, που σχηματίζει πυκνά φυλλοβόλα δάση, ενώ σι Ν.Δ. πλαγιές έχουν πολλές φαλακρές εκτάσεις.
Στις ΒΑ. πλαγιές διακρίνονται τέσσαρες ζώνες. Η πρώτη, στα χαμηλότερα καλύπτεται από αειθαλή, σκληρόφυλλη βλάστηση, η δεύτερη περιλαμβάνει φυλλοβόλους θάμνους, η τρίτη που είναι και η μεγαλύτερη σε έκταση, είναι ένα ψηλό δάσος από καστανιές. Τέλος η ψηλότερη ζώνη κυριαρχείται από την οξιά. Τα όρια του βουνού δεν ξεχωρίζουν βέβαια με ακρίβεια και σ’ αυτό παίζει ρόλο η ποικιλία του εδάφους.
Στην πρώτη ζώνη κυριαρχεί ο πρίνος. Αρχίζει απάνω από το χωριό Χορτιάτης, σε ύψος 580 περίπου μέτρων. Σε έδαφος περισσότερο αμμώδες υπάρχουν κέδροι, αλλού ανακατωμένοι με ρουπάκια, πρίνους κλπ. Η ζώνη αυτή φθάνει ως τα 750μ. περίπου και περιλαμβάνει πλούσια εαρινή, κυρίως ποώδη, βλάστηση, όπου διακρίνονται ο μενεξές, η ανεμώνη, το κυκλάμινο κ.α. Η δεύτερη ζώνη είναι μικτή και αποτελείται από γαύρους, δέντρα, φράξους, καστανιές. Τα είδη αυτά είναι σε ίση αναλογία και άφθονα αναρριχητικά σχηματίζουν αδιαπέραστη λόχμη. Η επίδραση του ανθρώπου έχει περιορίσει την έκταση της ζώνης αυτής. Σε διάφορα σημεία σώζονται και σήμερα υπολείμματα από παλαιά ψηλά δάση, αραιά μεγάλα δέντρα καστανιάς και ρουπάκια. Η ποώδης βλάστηση είναι πλούσια σε εαρινά κυρίως είδη. Συναντάμε ορχεοειδή, καμπανούλες, γεράνια κ.α.
Η τρίτη ζώνη, της καστανιάς, αρχίζει από τα 700 μ. περίπου και πιάνει την μεγαλύτερη έκταση στις Β. πλαγιές. Φθάνει ως τα 850-880 μ. αλλά δεν αποτελεί συνεχή διάπλαση γιατί διακόπτεται από χαράδρες, πετρώδεις λωρίδες, νησίδες με θάμνους, αγρούς κλπ. Πλούσιες φτέρες και υπέροχη βλάστηση. Στη Β. κυρίως πλευρά τα βρυόφυτα σχηματίζουν ωραίους τάπητες. Η ποώδης βλάστηση πλουσιότατη σε ωραίο λουλούδια.
Η τελευταία ζώνη κυριαρχείται από την οξιά, που εμφανίζεται στα 700μ. και πυκνώνει ανεβαίνοντας ως τα 900μ. όπου δεσπόζει. Εκεί το πλούσιο φύλλωμα μόνο μερικά συκόφυλλα αφήνει ν’ αναπτυχθούν. Ανάλογα με τη σύσταση του εδάφους παρουσιάζει φωτεινά ανοίγματα. Ανάλογη με την πυκνότητα του δάσους και τη σύσταση του εδάφους είναι και η ποώδης βλάστηση, με κρίνους, αρκετά ορχεοειδή, γερά νια, νεραγκούλες, πανσέδες και πολλά άλλα. Οι Ν.Δ. πλαγιές παρουσιάζουν πολλές φαλακρές εκτάσεις, με ξηροφυτική ποώδη βλάστηση, οι δε υπόλοιπες περιλαμβάνουν αείφυλλα σκληρόφυλλα. Ανάλογα το έδαφος, αλλού κυριαρχεί ο πρίνος, αλλού επιβάλλεται το ρείκι και μάλιστα σε πολλά μέρη σχηματίζει αμιγή διάπλαση. Η ποώδης βλάστηση στη θαμνώδη έκταση περιέχει άφθονο λουλούδια: μενεξέδες, κρόκους, ανεμώνες, μυοσωτίδες, ίριδες, κυκλάμινα και άλλα.
Τέλος στους βράχους των κορυφών ζουν δύο βιολογικές ομάδες, η μια με τυπική ξηροφυτική λειτουργική και η άλλη με σαρκώδη είδη, που προσαρμόζονται στο περιβάλλον διαφορετικά από τα κύρια ξηρόφυτα.
* Βλ. εκτεταμένη μελέτη του κ. Κων. Γκανιάτσα: «Έρευναι επί της χλωρίδας του όρους Χορτιάτου. Επιστημονική Επετηρίς της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών, Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1938.»