Ο σκοπός της παραπάνω μελέτης δεν ήταν η καταγραφή - για ακόμη μία φορά - της παρουσίασης του χρονικού των γεγονότων της 2ας Σεπτεμβρίου 1944, αλλά η συνολική αποτύπωση της ζωής στο Χορτιάτη λίγα χρόνια πριν και λίγα χρόνια μετά την καταστροφή του από τους Γερμανούς κατακτητές το 1944 επιδιώκοντας αφενός την απόκτηση μιας συνολικής εικόνας του χωριού κατά τη δεκαετία 1941-1951 κι αφετέρου την παρουσίαση των γεγονότων της 2ας Σεπτεμβρίου μέσω μιας κριτικής αποτίμησης της υπάρχουσας βιβλιογραφίας.
Πρωτεύουσας σημασίας πηγή αναδείχθηκε το πολύτιμο αρχείο της κοινότητας του Χορτιάτη, το οποίο για πρώτη φορά μελετήθηκε και καταγράφηκε συστηματικά παρέχοντας πολύτιμες, άγνωστες έως σήμερα, πληροφορίες για τα τεκταινόμενα στο χωριό. Πρακτικά και αποφάσεις κοινοτικών συνεδριάσεων, αλληλογραφία της κοινότητας με φορείς εξουσίας αλλά και με γειτονικές κοινότητες, δημοτολόγια, προϋπολογισμοί και κάθε έγγραφο που αφορούσε τη δεκαετία 1941-1951 ανασύρθηκε κατόπιν εξονυχιστικής και κοπιώδους αναζήτησης από το ογκώδες και αδιερεύνητο αρχειακό υλικό της κοινότητας κι αποτέλεσε το βασικό κορμό για τη μελέτη της ιστορίας του Χορτιάτη κατά τα κατοχικά και τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια. Γνωρίζοντας πλέον εμπράκτως τον ιστορικό θησαυρό που υπάρχει στο κτίριο της κοινότητας Χορτιάτη αισθάνομαι την ανάγκη να τονίσω ότι πρωταρχική μέριμνα της τοπικής αρχής οφείλει να είναι η προστασία του αρχείου από τη φθορά του χρόνου, καθώς και η καταλογογράφησή του, διότι οι παρούσες συνθήκες φύλαξής του δεν συνηγορούν υπέρ της ανεκτίμητης ιστορικής του αξίας.
Μέσω, λοιπόν, της μελέτης του κοινοτικού αρχείου προέκυψε ότι ο Χορτιάτης αποτελούσε ένα πολυπληθές γεωργικό και κτηνοτροφικό χωριό, εκτάσεως 81.235 στρεμμάτων, με πληθυσμό που έφτανε τα 2.200 άτομα στα τέλη του 1943 και το οποίο είχε αναγνωριστεί ως αυτόνομη κοινότητα ήδη από το 1918. Οι κάτοικοι, σε σύνολο 8.385 καλλιεργήσιμων στρεμμάτων γης, καλλιεργούσαν κυρίως σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, βρώμη, σησάμι, αραβόσιτο, πατάτες, αμπέλια και λαχανικά και από την ασχολία τους με τη γη προσπορίζονταν τα απαραίτητα προς το ζην. Επίσης, η κοινότητα διέθετε σημαντικό αριθμό ζώων τα οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως βοηθητικά στις γεωργικές ασχολίες των κατοίκων, αλλά επιπλέον τους παρείχαν και τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους.
Κέντρο κάθε δραστηριότητας στο χωριό υπήρξε το κοινοτικό γραφείο, στο οποίο από τις 28 Απριλίου 1941 μέχρι και την ημέρα του Ολοκαυτώματος διετέλεσε πρόεδρος ο Χρήστος Μπατάτσιος. Στο χωριό λειτουργούσε ως το Νοέμβριο του 1943 αστυνομικός σταθμός, πολιτοφυλακή και δημοτικό σχολείο. Οικονομικά η κοινότητα υπήρξε εύρωστη, όπως μαρτυρείται από τους προϋπολογισμούς των ετών 1941-44, γεγονός που της επέτρεπε να αναπτύσσει φιλανθρωπική δράση τόσο προς τους κατοίκους όσο και προς κοινωφελή ιδρύματα της ευρύτερης περιοχής.
Είναι γνωστό ότι λίγο πριν τη λήξη της γερμανικής κατοχής, η κοινότητα υπέστη την καταστροφή έχοντας απολέσει εκατόν σαράντα έξι κατοίκους, στην πλειοψηφία γυναικόπαιδα, που κάηκαν κι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και τους έλληνες συνεργάτες τους ως αντίποινα για το θάνατο ενός γερμανού επιβαίνοντα σε αυτοκινητοπομπή που κατευθύνονταν προς το Χορτιάτη από πυρά ανταρτών που είχαν στήσει ενέδρα στην είσοδο του χωριού.
Η κριτική αποτίμηση της βιβλιογραφίας για το Χορτιάτη κατέστησε εμφανές πως οι Γερμανοί είχαν προαποφασίσει ότι η περιοχή γύρω από το χωριό έπρεπε να εκκαθαριστεί από τους αντάρτες – η παρουσία των οποίων ήταν εμφανέστατη μέσα από μία σειρά επιθέσεων εναντίον γερμανικών και βουλγαρικών στόχων, με τελευταία (πριν το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη) αυτή της 31ης Αυγούστου στην περιοχή Βασιλούδι – προκειμένου η αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων να γίνει απρόσκοπτα. Αδιαμφισβήτητη είναι και η εμφανής παρουσία των ανταρτών όχι μόνο γύρω από το Χορτιάτη, αλλά και μέσα στο χωριό, γεγονός επιβαρυντικό, καθώς οι Γερμανοί είχαν εμπράκτως καταστήσει σαφές πως οι συνεργοί τους τιμωρούνταν απηνώς.
Στα πλαίσια της Αντίστασης εναντίον του εχθρού, το χτύπημα των ανταρτών εναντίον των Γερμανών στο Χορτιάτη ήταν προαποφασισμένο. Η έρευνα διαφωνεί ως προς την αιτία που επέφερε το χτύπημα εκ μέρους των ανταρτών, ωστόσο αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως η σχετική απόφαση ήταν ειλημμένη. Είτε η επίθεση έγινε για να προστατευτούν τα ζώα του χωριού από πιθανή επίταξή τους από τους Γερμανούς, είτε για να διαφυλαχθεί η συνάντηση των Καπετάνιων του ΕΛΑΣ, είτε απλά στοχοποιήθηκε η γερμανική φρουρά που ήταν γνωστό πως συνόδευε το αυτοκίνητο της Υπηρεσίας Ύδρευσης κάθε Σάββατο στο χωριό, είτε ο ΕΛΑΣ αξιοποίησε πληροφορίες συνδέσμου για επικείμενη διάβαση γερμανικής φάλαγγας μαζί με ταγματασφαλίτες από την περιοχή, η ουσία του γεγονότος παραμένει η ίδια: οι αντάρτες είχαν αποφασίσει πως θα επέφεραν πλήγμα εναντίον του εχθρού στην περιοχή του Χορτιάτη. Επρόκειτο για μια ενέδρα η οποία χωρίς να είναι ύψιστης στρατιωτικής σημασίας, προκάλεσε τα χειρότερα δεινά που θα μπορούσε να υποστεί η τοπική κοινωνία του Χορτιάτη.
Εκείνο που, όπως φάνηκε, δεν είχε προαποφασιστεί από τους υπεύθυνους του ΕΛΑΣ ήταν το τι θα συνέβαινε μετά την επίθεση και γι’ αυτό οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν απροετοίμαστοι μπροστά στον κίνδυνο. Καμία μαρτυρία δεν υπάρχει για εντολή εκ μέρους του ΕΛΑΣ για την εκκένωση του χωριού υπό το φόβο των αντιποίνων, ενώ τα όσα εκ των υστέρων ειπώθηκαν για μάχη που σημειώθηκε ανάμεσα σε αντάρτες και Γερμανούς προκειμένου να εξοικονομηθεί χρόνος ώστε οι κάτοικοι να γλιτώσουν, δεν επιβεβαιώνονται από καμία σχετική πηγή. Οι αντάρτες, μετά την επίθεση, κατέφυγαν στο βουνό, μαζί με κατοίκους, και ο Χορτιάτης βρέθηκε ανοχύρωτος μπροστά στον εχθρό, ο οποίος είχε πλέον την αφορμή να εκκαθαρίσει την περιοχή. Παράλληλα, ούτε οι τοπικές αρχές προέτρεψαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν το χωριό και πλήρωσαν με τη ζωή τους την ευπιστία τους πως οι γερμανικές αρχές θα συμπεριφέρονταν φιλικά σ’ αυτούς, ελέω της πρότερης καλής συνεργασίας τους.
Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 από τους Γερμανούς και τους έλληνες συνεργάτες τους, οι οποίοι επέδειξαν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, μεγαλύτερη βαναυσότητα από τους Γερμανούς, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο ειδεχθή τα συμβάντα της ημέρας εκείνης. Η επόμενη μέρα βρήκε το χωριό ισοπεδωμένο και ερειπωμένο. Ο φόβος της επανόδου των κατακτητών, ο οποίος επιβεβαιώθηκε με τη δεύτερη πυρπόληση του χωριού δύο βδομάδες μετά την πρώτη, και η πλήρης καταστροφή του οδήγησε τους κατοίκους στα γύρω βουνά και δάση και μόνο η Απελευθέρωση σήμανε τη δειλή επιστροφή των κατοίκων στον τόπο τους.
Τα κοινοτικά πρακτικά φανερώνουν την προσπάθεια των τοπικών αρχών και των κατοίκων να οργανώσουν σιγά σιγά τη ζωή τους από την αρχή, προσπαθώντας να επαναφέρουν στον τόπο την καθημερινότητα που είχαν συνηθίσει οι κάτοικοι πριν την καταστροφή του χωριού. Ωστόσο, σε κάθε απόπειρά τους συναντούσαν τις επιπτώσεις της καταστροφής είτε αυτές αφορούσαν την έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης είτε σχετίζονταν με ζημίες που είχαν υποστεί κτίρια, οικίες, δρόμοι, υποδομές, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται καθημερινά η ποιότητα ζωής των κατοίκων και συγχρόνως να γίνεται ολοένα και πιο επιτακτικό το αίτημα της ανοικοδόμησής του. Με ανάληψη προσωπικής εργασίας εκ μέρους των κατοίκων, με ιδιωτική πρωτοβουλία κατοίκων και αρχών και με διεκδίκηση κρατικής βοήθειας ο στόχος ήταν να προκύψει μέσα από την απόλυτη καταστροφή μία όσο το δυνατόν καλύτερη προοπτική για το μέλλον του Χορτιάτη και των κατοίκων του.
Κατόπιν συνεχών οχλήσεων προς τις αρμόδιες κρατικές αρχές, η ανοικοδόμηση του νέου συνοικισμού άρχισε τον Ιούνιο του 1947, όταν εγκρίθηκε από το κράτος χρηματική βοήθεια ύψους 23.000 δρχ., η οποία ήταν και η μοναδική που δόθηκε για το σκοπό αυτό. Συγχρόνως υλοποιήθηκαν έργα ανάπλασης του υπάρχοντος χωριού, ενώ μέχρι και το 1951 τα έργα ανάπλασης τόσο του νέου όσο και του παλιού οικισμού συνεχίζονταν με αμείωτους ρυθμούς.
«Όποιος δε θυμάται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει» και η κοινότητα του Χορτιάτη τιμώντας κάθε χρόνο ανελλιπώς τη μνήμη των θυμάτων της 2ας Σεπτεμβρίου 1944 συνηγορεί έμπρακτα στην αποτροπή της επανάληψης ανάλογων ειδεχθών γεγονότων. Αρχής γενομένης από το Σεπτέμβριο του 1945, η κοινότητα επιτελεί ετήσιο μνημόσυνο υπέρ της μνήμης των 146 θυμάτων της. Κατά το χρονικό διάστημα 1945-1953 και κατά τα έτη 1956,1958,1961,1964,1967,1968,1969,1981,1989 διαπιστώθηκε πως το τελετουργικό ήταν σχεδόν πανομοιότυπο σε κάθε μνημόσυνο και πως αναφορά του στον Τύπο της εποχής δεν υπήρχε, όταν τα γεγονότα της επικαιρότητας το ξεπερνούσαν σε σπουδαιότητα. Σημαντική είναι η διαπίστωση πως κατά τα έτη 1951, 1953 μέσω της ομιλίας που εκφωνήθηκε στο μνημόσυνο επιρρίφθησαν εμφανέστατα ευθύνες στους «κομμουνιστοσυμμορίτες» για την καταστροφή.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1960 εγκαινιάστηκε το μνημείο υπέρ των θυμάτων. Κατασκευάστηκε κατόπιν πρωτοβουλίας της ίδιας της κοινότητας, η οποία εξασφάλισε τα χρήματα είτε μέσω εράνου είτε από κοινοτικούς πόρους. Βέβαια, για την ολοκλήρωση του μνημείου, που συνολικά κόστισε περίπου 70.000 δρχ., καθοριστική υπήρξε η κρατική βοήθεια ύψους 40.000 δρχ. από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1960. Σήμερα, 52 χρόνια μετά τα εγκαίνια του μνημείου υπέρ των θυμάτων, η αναβάθμισή του θα έπρεπε να είναι ήδη πραγματικότητα κι όχι ζητούμενο.
Συγχρόνως, εξέτασα και τις πολιτικές επιλογές των κατοίκων του Χορτιάτη κατά την περίοδο 1946-1964, οι οποίες παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι φανερώνουν αν η κοινή γνώμη επηρεάστηκε από τα γεγονότα της 2ας Σεπτεμβρίου 1944, καθώς σ’ αυτά είχε εμπλακεί η Αριστερά μέσω των αντάρτικων ομάδων που έστησαν την ενέδρα στους Γερμανούς τη συγκεκριμένη μέρα. Από τις πρώτες, λοιπόν, μετακατοχικές εκλογές του 1946 μέχρι την εκλογική αναμέτρηση του 1964, που ήταν η τελευταία πριν την επιβολή της Δικτατορίας, διενεργήθηκαν εννιά εκλογικές αναμετρήσεις. Στο Χορτιάτη, τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις κέρδισε η Δεξιά (1946, 1952, 1961, 1963), τέσσερις οι κεντρώες δυνάμεις (1950, 1951, 1956, 1964) και μία η Αριστερά (1958). Αξιοπρόσεκτη είναι η ισχυρή πολιτική παρουσία της Αριστεράς. Με εξαίρεση την πρώτη εκλογική αναμέτρηση μετά το τέλος της κατοχής, η Αριστερά συγκέντρωνε υψηλά ποσοστά ψήφων, με αποτέλεσμα την ανάδειξή της το 1950 σε δεύτερη πολιτική δύναμη στο χωριό. Έπειτα, το 1951 συγκέντρωσε, όπως και ο «Ελληνικός Συναγερμός», το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, παρά την αθροιστική κυριαρχία των κομμάτων του κέντρου, το 1952 αναδείχθηκε και πάλι δεύτερη εκλογική δύναμη, το 1956 κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή του χωριού, καθώς συνασπίστηκε με τις δυνάμεις του Κέντρου, το 1958 αυτόνομα υπήρξε ο νικητής των εκλογών, το 1961 βρέθηκε και πάλι στη δεύτερη θέση ανάμεσα στους πολιτικούς σχηματισμούς της χρονιάς αυτής, ενώ το 1963 και το 1964 αναδείχθηκε τρίτη εκλογική δύναμη στο Χορτιάτη, συγκεντρώνοντας, ωστόσο, μεγάλο αριθμό ψήφων και έχοντας μικρή διαφορά από τις ψήφους που συγκέντρωσε η δεύτερη παράταξη. Συνεπώς, η Αριστερά, παρά την εμπλοκή της στα γεγονότα της 2ας Σεπτεμβρίου 1944, κατάφερε να έχει ισχυρή παρουσία στο Χορτιάτη, γεγονός που φανερώνει πως οι Χορτιατινοί δεν αποδοκίμασαν μέσω της ψήφου τους εκείνους που ενεπλάκησαν στα γεγονότα. Πιθανή εξήγηση μπορεί να αποτελέσει η σκέψη πως η μνήμη του γεγονότος δεν συνδέθηκε - εκ μέρους των κατοίκων – με τους αντάρτες.
Είναι δύσκολο να εξηγηθεί ο άδικος θάνατος εκατόν σαράντα έξι ατόμων. Ωστόσο, είναι κοινώς αποδεκτό πως κάθε προσπάθεια προσέγγισης των ιστορικών γεγονότων συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση της διδακτικής αξίας της ιστορίας, η οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει τις ανθρώπινες πράξεις, να διερευνήσει τα αίτια και τα αποτελέσματά τους κι έτσι να προσφέρει την ελπίδα σ’ όλους τους ανθρώπους, παγκοσμίως, πως ανάλογα ειδεχθή γεγονότα θα αποσοβηθούν, καθώς τα λάθη του παρελθόντος δεν θα επαναληφθούν μελλοντικά. Στο πλαίσιο αυτών των σκέψεων, η μεταπτυχιακή μου μελέτη είναι ο δικός μου φόρος τιμής στα θύματα της 2ας Σεπτεμβρίου 1944.
«ΧΟΡΤΙΑΤΗΣ 570»: Ευχαριστούμε την, καλή μας φίλη πια Όλγα Διαμάντη, κόρη της Χορτιατινής Φωτεινής Ιωαννίδου, για την σημαντική μεταπτυχιακή μελέτη της που συμβάλει με τον καλλίτερο τρόπο στην τοπική ιστορία του Χορτιάτη.