ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΧΟΡΤΙΑΤΗ ΣΤΙΣ 2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944.
Του Θανάση Σ. Φωτίου, καθηγητή πανεπιστημίου Carleton, Οτάβα, Καναδάς
Ο Γιώργος Φαρσακίδης είναι ο μοναδικός επιζών από την ομάδα που συμμετείχε στην ενέδρα κατά την οποία στις 2 Σεπτεμβρίου χτυπήθηκαν δυο αυτοκίνητα, ένα ελληνικό και ένα γερμανικό, στη θέση του ρωμαϊκού Υδραγωγείου ευρύτερα γνωστού ως «Καμάρα», έξω από το Χορτιάτη,. Επακολούθησε το ολοκαύτωμα του χωριού την ίδια μέρα. Η οποιαδήποτε συμβολή του στην διελεύκανση πλήθους κρίσιμων ερωτημάτων είναι επίκαιρη αλλά και βαρυσήμαντη. Ήταν πια καιρός ο βετεράνος Επονίτης να αφηγηθεί γραπτά και δημόσια την εμπειρία του για τα γεγονότα στο Χορτιάτη όπως ο ίδιος τα έζησε στην ηλικία των 18 χρονών.
Ο Επονίτης έγραψε και μίλησε για το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη και στο παρελθόν αλλά στο πρόσφατο σύγγραμμα του «Μια απαίσχυντη συμφωνία και το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη» (Θεσσαλονίκη 2011) το ολοκαύτωμα τοποθετείται σε ευρύτερο πλαίσιο. Έπειτα μερικά σημεία επεξηγούνται καλύτερα στη συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος.
ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ Γ. ΦΑΡΣΑΚΙΔΗ
Δυο είναι τα βασικά ‘επιχειρήματα’ με τα οποία ο Γ. Φαρσακίδης προσπαθεί να ανατρέψει, όπως ο ίδιος διατείνεται, το «μύθο των αντιποίνων» και να προτείνει νέα ερμηνεία ότι οι Γερμανικές στρατιωτικές αρχές της Θεσσαλονίκης είχαν προαποφασίσει και προσχεδιάσει να αφανίσουν το Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου.
Επιχείρημα πρώτο: Η άποψη του Φαρσακίδη ότι «ο Χορτιάτης ήταν σημαντικός σταθμός αντίστασης [...] και κομβικό σημείο για τους Γερμανούς» στερείται ερεισμάτων στις πηγές. Αντίθετα, οι μαρτυρίες στη διάθεση του ερευνητή συντείνουν σε ένα γενικά παραδεκτό συμπέρασμα ότι ο Χορτιάτης, αν και ορεινό χωριό, λόγω της γειτνίασής του με την ανατολική ζώνη ασφαλείας Θεσσαλονίκης, καλλιέργησε γενικά καλές σχέσεις με τις γερμανικές αρχές, οι οποίες για λόγους ασφάλειας φρόντισαν το χωριό να τελεί υπό την επιτήρηση και τον έλεγχο της Ομάδας Στρατού Ε. Επιπλέον, για να μην καταστεί βάση αντίστασης και εφοδιασμού, γερμανικά στρατιωτικά τμήματα κατά τους εαρινούς και θερινούς μήνες του 1943 και 1944 εγκαταστάθηκαν στο δημοτικό σχολείο και έτσι διασφάλισαν το χωριό και την άμεση περιοχή του από διελεύσεις, στρατωνισμούς, και επιδρομές ανταρτικών ομάδων. Γι’ αυτό μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ο Χορτιάτης δεν έδωσε αφορμή να γίνει στόχος τρομοκράτησης ή αντιποίνων από τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων πίστευε ότι οι Γερμανοί δεν είχαν λόγο να βλάψουν το χωριό τους.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην επιχείρηση του ΕΛΑΣ εναντίον του Σανατορίου στις 12/13 Ιουλίου 1944 ο Χορτιάτης δεν φέρεται να είχε καμιά ανάμειξη και επομένως το Γραφείο Ia σχεδιασμού επιχειρήσεων δεν περιέλαβε το χωριό στο σχέδιο της εκκαθαριστικής επιχείρησης που πραγματοποιήθηκε σε αντίποινα στις 27 και 28 Ιουλίου στην περιοχή γύρω από τα χωριά Λιβάδι και Πετροκέρασα όπου το λημέρι /ορμητήριό του καπετάν Κίτσου (Γιώργος Τσιτουρίδης), διοικητή του 2ου τάγματος Χαλκιδικής. Επομένως το τηλεγράφημα των γερμανικών αρχών της 22 Ιουλίου 1944 ότι «στην περιοχή Ασβεστοχωρίου-Χορτιάτη προέκυψε ότι εκεί σταθμεύουν οι δυνάμεις των συμμοριών οι οποίες [...] προχώρησαν στη δημιουργία οχυρών θέσεων» [Γ. Φαρσακίδης, ό.π., σ. 68] είναι προβληματικό και παραπλανητικό όσον αφορά το Χορτιάτη, καθότι δεν προέκυψε εμπλοκή ούτε του Χορτιάτη αλλά ούτε κανενός Χορτιατινού, όπως απέδειξαν τα γεγονότα του Ασβεστοχωρίου της 26ης Ιουλίου και η εκκαθαριστική επιχείρηση της 27ης Ιουλίου.
Όταν οι Γερμανοί στις αναφορές και στα ημερολόγιά τους σημειώνουν απλώς «δραστηριότητες συμμοριτών στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης», εννοούν πρωτίστως τα περίχωρα του Λιβαδιού και των Πετροκεράσων. Η άμυνα και ο αυστηρός έλεγχος της περιοχής αυτής αποτελούσε για τον ΕΛΑΣ ζήτημα μεγίστης σημασίας όπως χαρακτηριστικά καταδεικνύει η από 23 Αυγούστου 1944 διαταγή του καπετάν Κίτσου προς τον νεοαφιχθέντα καπετάν Χορτιάτη (Γεώργιος Κιρκιμτζής) [Βλ. Θ.Βαλαχάς – Δ. Θεοχάρη, 2 Σεπτεμβρίου 1944. Χορτιάτης, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 130 και 33-35 αφήγηση Στ. Δράγου]. Μέχρι τότε ο Χορτιάτης και η περιοχή του δεν μνημονεύονται να είχαν γίνει έστω και για ελάχιστο χρόνο «σταθμός ανταρτών» όπως διατείνεται ο Γ. Φαρσακίδης. Εξάλλου η στάθμευση ανταρτών στην εν λόγω περιοχή θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία για τον ΕΛΑΣ, ο οποίος θα πρέπει να γνώριζε ότι ο Χορτιάτης εφάπτονταν της οριοθετικής γραμμής Σέδες–Πανοράματος–Ασβεστοχωρίου, όπου στάθμευαν υπολογίσιμες δυνάμεις του εχθρού. Μόνον τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου ο ΕΛΑΣ Χαλκιδικής πήρε την ριψοκίνδυνη απόφαση να προωθήσει έξω από το Χορτιάτη (θέση «Καστανιές») το 2ο λόχο υπό τον καπετάν Φλωριά (Αντώνης Καζάκος), και τον 1ο λόχο υπό τον καπετάν Χορτιάτη κοντά στο Αρδαμέρι (θέση «Δραγάνα») αποσκοπώντας την προστασία της περιοχής από εχθρικές διελεύσεις ή εξορμήσεις.
Σχετικά με την παρουσία των προαναφερθέντων λόχων θα πρέπει να αναφερθεί το σημείωμα που ο καπετάν Φλωριάς έστειλε στον καπετάν Χορτιάτη την 1η Σεπτεμβρίου με την πληροφορία Τσέχου λοχία του Πανοράματος ότι «πρόκειται να κινηθεί δύναμις ταγματασφαλιτών με Γερμανούς προς τον Χορτιάτη με κατεύθυνση προς το Αρδαμέρι και μια φάλαγγα από Σέδες προς Αρδαμέρι» [βλ. Βαλαχάς – Θεοχάρη, ό.π., σ. 138]. Για τον ιστορικό οι προφορικές μαρτυρίες είναι συχνά στοιχείο αμφισβητήσιμο και όχι πειστικό εάν δεν διασταυρωθούν και διαβεβαιωθούν από αρχειακά τεκμήρια ή τουλάχιστον από άλλες μαρτυρίες πάνω στο ίδιο θέμα. Έπειτα η πληροφορία του Τσέχου λοχία εκτός από το γεγονός ότι χρονικά είναι ακαθόριστη, είναι ιδιαίτερα υπερβολική όσον αφορά τις συμμετέχουσες εχθρικές δυνάμεις των οποίων στόχος δεν ήταν ο Χορτιάτης αλλά το Αδραμέρι και η περιοχή του. Ο Γ. Φαρσακίδης [ό.π., σ. 82]. συμπεραίνει « Η πληροφορία αυτή [...] σαφώς αφορά την προαποφασισμένη εκτέλεση μέτρων για την προαναγγελθείσα ‘εκκαθάριση της περιοχής’.
Επιχείρημα Δεύτερο. Το δεύτερο ‘επιχείρημά’ του Επονίτη στηρίζεται πάνω σε δυο χρονικά όρια που καθορίζονται σε μια προσωπική αφήγηση που έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τις υπάρχουσες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες. Πολύ συνοπτικά : Στις 2 Σεπτεμβρίου ο Φαρσακίδης συμμετειχε με μια ομάδα ανταρτών υπό το διμοιρίτη Βάιο Ρικούδη σε ενέδρα στο Ρωμαϊκό Υδραγωγείο. Γύρω στις 10.00 π.μ. ένα αυτοκίνητο «που είχε να κάνει με Έλληνες», δεν σταμάτησε για έλεγχο αλλά ανέπτυξε ταχύτητα και δέχθηκε τα πυρά της ενέδρας. Επειδή η ενέδρα προδόθηκε από τους πυροβολισμούς, ήταν επόμενο να διαλυθεί.. Ο Φαρσακίδης, ανήσυχη φύση, έτρεξε με το φίλο του Σταύρακα (Δήμου) να μάθει γιατί ο οδηγός δεν σταμάτησε.Tο αρμόδιο άτομο [εργοδηγός] που θα μπορούσε να ικανοποιήσει την περιέργειά του βρισκόταν σε αφασία λόγω του σοβαρού τραυματισμού του.
Εν συνεχεία οι δυο Επονίτες ζητώντας να μετριάσουν την πείνα τους προχώρησαν στο εσωτερικό του χωριού αλλά κατά σύμπτωση περί τις 11.00 η ώρα τους πλησίασε ο καπετάν Χορτιάτης ο οποίος, μαθαίνοντας τι συνέβη, τους κατσάδιασε και σε αυστηρό τόνο τους διέταξε να γυρίσουν αμέσως πίσω στις θέσεις τους. «Στεναχωρημένοι», άγρυπνοι και πεινασμένοι, επέστρεψαν στο Υδραγωγείο – εντωμεταξύ είχε προστεθεί και ο αντάρτης Παντελής (Σιναϊδης) - χωρίς να έχουν το χρόνο να χωνέψουν καλά την εντολή του καπετάν Χορτιάτη για την επανασύσταση μιας ενέδρας που μόλις είχε ‘διαλυθεί’. Γύρω στις 12.00 το μεσημέρι κατέφθασε «ένα στρατιωτικό ανοιχτό» αυτοκίνητο που έγινε στόχος πυροβολισμών από τους τρεις αντάρτες. Τραυματίσθηκε βαριά ο νεαρός οδηγός αλλά δυο άλλοι Γερμανοί, ελαφρώς τραυματισμένοι, με τα αυτόματά τους κατάφεραν να διαφύγουν παρά την εξονυχιστική έρευνα του θαρραλέου Φαρσακίδη μέσα στην άγρια βλάστηση.
Συμπεράσματα του Γ. Φαρσακίδη. 1) Το δεύτερο όχημα, καθαρά γερμανικό, αφίχθηκε δυο ώρες μετά το ελληνικό και επομένως δεν υπήρχε καμιά σχέση μεταξύ τους. Το γερμανικό ήταν απλώς αναγνωριστικό αυτοκίνητο και «προπομπός της φονικής φάλαγγας». 2) Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Επονίτη, «μέσα σε μια ώρα είχαν συγκεντρωθεί τριανταπέντε στρατιωτικά αυτοκίνητα, τετρακόσιοι Γερμανοί και ογδόντα ‘εθελοντές’ γερμανοτσολιάδες του Σούμπερτ», (Αγγελιοφόρος, φύλλο της 2.9.2011). Άρα όλη αυτή η φάλαγγα των 35 αυτοκινήτων ήταν αδύνατο να είχε ετοιμασθεί μέσα σε μια ώρα αν δεν είχε ήδη τεθεί σε πλήρη ετοιμότητα από νωρίς περιμένοντας την διαταγή να ανέβει στο Χορτιάτη για να τον αφανίσει.
ΝΕΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ Γ. ΦΑΡΣΑΚΙΔΗ
Καταρχήν οι προσωπικές μαρτυρίες που βασίζονται αποκλειστικά πάνω σε χρονικά όρια για τα οποία υπάρχει μεγάλη διαφωνία στις διαθέσιμες πηγές συνήθως είναι αμφισβητήσιμης αξίας. Δεύτερον, η όλη αφήγηση του Ελασίτη εγείρει περισσότερα ερωτηματικά απ’ όσα προσπαθεί να απαντήσει. Ενδεικτικά, πώς ο καπετάν Χορτιάτης σφετερίσθηκε την αρμοδιότητα συναδέλφου του, του καπετάν Φλωριά, για να διατάξει το ξαναστήσιμο μιας ‘διαλυμένης ενέδρας’; Και το μέγα ερώτημα: ψεύδεται ο διμοιρίτης Β. Ρικούδης στη μαρτυρία του ότι αυτός με την ομάδα του χτύπησαν το ελληνικό και το γερμανικό αυτοκίνητο; Τα κατά επιλογήν τεκμήρια που παρατίθενται εδώ προέρχονται από άτομα που βίωσαν τα γεγονότα της εποχής εκείνης όπως ο Γ. Φαρσακίδης.
Η μαρτυρία του Γεωργίου Τρώντσιου, κατοίκου Χορτιάτη και υπάλληλου του Ο.Υ.Θ, ο οποίος φρόντιζε για την καθημερινή χλωρίωση της δεξαμενής. Ο Τρώντσιος όταν διαπίστωσε ότι την Παρασκευή 1η Σεπτεμβρίου το χλώριο είχε τελειώσει, ξεκίνησε πεζή πολύ πρωί της επομένης για τη Θεσσαλονίκη για να ειδοποιήσει τους υπεύθυνους να στείλουν χλώριο. Για καλή του όμως τύχη στη Νεάπολη μεταξύ 9.00 και 9.30 συνάντησε την «κούρσα των Γερμανών», αναγνωρίσθηκε και επιβιβάσθηκε σε αυτή. Ο Τρώντσιος το 1976 αφηγήθηκε την εμπειρία του στο ρεπόρτερ Βαγγέλη Παντελίδη [Ο Ελληνικός Βορράς 19.9.1976] ως εξής: «τους είπα ότι δεν έχουμε χλώριο και ότι στο χωριό υπάρχουν αντάρτες. Με καθησύχασαν και μου είπαν ότι είχαν στείλει ένα φορτηγό με οκτώ βαρέλια χλώριο. Έτσι πήραμε το δρόμο της επιστροφής, εγώ, ο χημικός, οι δύο της Γκεστάπο κι ένας ακόμη υπάλληλος της υδρεύσεως, ο Αλέκος Σωτηρχόπουλος. Έξω από το χωριό, στη γέφυρα, στην Καμάρα, μας χτύπησαν». Την μαρτυρία του Γ. Τρώντσιου για την παρουσία του Σωτηρχόπουλου στο γερμανικό αυτοκίνητο την επιβεβαιώνει ο Γ. Ρωμούδης, γραμματέας της Κοινότητας Χορτιάτη, στην αναφορά του στο Γραφείο Δημ. Ασφαλείας Θεσσαλονίκης στις 13 Σεπτεμβρίου 1944.
Να σημειωθεί ότι παραξενεύει η μαρτυρία του Τρώντσιου ότι οι αντάρτες ήταν μέσα στο χωριό, πληροφορία που οπωσδήποτε θα υποχρέωνε τους Γερμανούς, ιδίως τους οπλισμενους ‘γκεσταπίτες’, να το σκεφθούν σοβαρά και να διακόψουν το ταξίδι τους. Ο Τρώντσιος φαίνεται να έπαθε παραδρομή της μνήμης πράγμα που το επιβεβαιώνει ο γιος του Αναστάσιος σε μαρτυρία του [συνέντευξη, Θεσσαλονίκη 17.2.2009].
Η μαρτυρία του Ιωάννη Στανίνου, προϊσταμένου του τμήματος δικτύου στον Ο.Υ.Θ. και συντονιστή των αποστολών το 1944, ο οποίος προγραμμάτισε την αποστολή των δυο αυτοκινήτων, ελληνικού και γερμανικού, για το Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου και σκόπευε να συνταξιδεύσει και ο ίδιος αλλά την τελευταία στιγμή λόγω κωλύματος δεν συμμετέσχε. Το 1987 σε εκπομπή της ΕΡΤ για την ύδρευση της Θεσσαλονίκης, αφηγείται το επεισόδιο από το χώρο της «Καμάρας» ως εξής: «Εδώ δυο συνάδελφοι έχασαν τη ζωή τους. Ένα αυτοκίνητο της Υπηρεσίας μας μετέβαινε για την απολύμανση της πηγής και ένα αυτοκίνητο των Γερμανών το συνόδευε. Στην υδρογέφυρα οι αντάρτες της ενέδρας τα χτύπησαν» [βλ.βίντεο στη κατοχή του Ι. Ταμιωλάκη].
Η μαρτυρία του Κώστα Πασχαλούδη, πολιτικού υπεύθυνου της Επονίτικης Υποδειγματικής Ομάδας και μέλους του επιτελείου του καπετάν Φλωριά. Ο Πασχαλούδης ήταν γνώστης του σχεδίου για την προστασία του Χορτιάτη και άκουσε την αναφορά που ο Βάιος Ρικούδης έκανε στον Φλωριά στις «Καστανιές» γύρω στο μεσημέρι του Σαββάτου. Ο Ρικούδης ανέφερε ότι «μετά το χτύπημα του πρώτου [ελληνικού] αυτοκινήτου σε λίγο έφτασε και το δεύτερο, γερμανικό, αυτοκίνητο». Τους πυροβολισμούς, τον ένα μετά τον άλλο, τους ακούσαμε στο λημέρι μας. Το όλο επεισόδιο, από το πρώτο μέχρι το δεύτερο αυτοκίνητο δεν διήρκησε παραπάνω από είκοσι λεπτά [...]. Τα πρώτα 14 γερμανικά αυτοκίνητα σταμάτησαν έξω από το χωριό μεταξύ δύο και τρεις το απόγευμα» (συνέντευξη, Θεσσαλονίκη 11.8.2010).
Καμία από τις διαθέσιμες μαρτυρίες δεν χρονολογεί την άφιξη του γερμανικού αυτοκινήτου δυο ώρες μετά το χτύπημα του ελληνικού. «Σε μισή ώρα» είναι το ανώτατο όριο που αναφέρουν μερικοί μάρτυρες. Όσον αφορά το χρόνο άφιξης της γερμανικής φάλαγγας, υπάρχει γενική ομολογία ότι τα πρώτα αυτοκίνητα ανέβηκαν μεταξύ μία και δύο η ώρα το απόγευμα. Να σημειωθεί ότι δεν ήρθαν όλα μαζί. Τα πρώτα 14 μετέφεραν από το Ασβεστοχώρι το τάγμα Γερμανών (περί τους 200 στρατιώτες) υπό τον ταγματάρχη Schäfer και τους 80 περίπου άνδρες του «Σώματος Κυνηγών» του Σούμπερτ. Άλλα 4 με 6 αυτοκίνητα μετέφεραν στρατιώτες υπό τον υπολοχαγό Wilhelm Knetsch, διοικητή μάχης του Φρουραρχείου Θεσσαλονίκης, και ένα απόσπασμα στρατονόμων υπό τον ανθυπολοχαγό Willi Pohlmann, έφτασαν αργότερα Ο Γ. Φαρσακίδης σε κείμενο του το 2008 [βλ. Βαλαχά – Θεοχάρη, ό.π., σ. 103] γράφει: «...πρέπει να πέρασαν πάνω από δύο ώρες[από το χτύπημα του γερμανικού αυτοκινήτου στις 12.00 η ώρα] και μας κάνει εντύπωση που δεν μας ήρθαν ακόμα οι Γερμανοί». Οι δυο ώρες κουτσουρεύτηκαν στη μια ώρα στο πρόσφατο σύγγραμμα του Επονίτη. Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες του Ασβεστοχωρίου δεν χρειάζονταν ούτε καν δυο ώρες για να ανέβουν στο διπλανό Χορτιάτη.
Μπορεί οι αναμνήσεις του συναγωνιστή Γ. Φαρσακίδη να φαίνονται πρωτότυπες και εντυπωσιακές, όμως δεν έχουν σχέση με την ιστορική πραγματικότητα ούτε ανατρέπουν την «επίσημη ιστορία των αντιποίνων». Αντίθετα, συμβάλλουν στη δημιουργία ενός ακόμη μύθου γύρω από το μαρτυρικό χωριό.