hortiatis570.gr


A+ A A-

Μνήμες του 7χρονου τότε Μανώλη Γκουραμάνη

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

 

Ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες στις 2 του Σεπτέμβρη του 1944. Ο ήλιος έλαμπε τις πρωινές ώρες και ο κόσμος του χωριού μας πήγαινε στις δουλειές του, κατά κύριο λόγο αγροτικές εργασίες.

Εμείς τα παιδιά ξέγνοιαστα, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε και πολύ την κατάσταση που επικρατούσε το ότι δηλαδή η χώρα μας βρισκόταν κάτω από την ναζιστική κατοχή, τραβούσαμε τον ρυθμό που μπορεί να έχει ένα παιδί 7 χρόνων όπως εγώ.

Συνήθως στα σπίτια μας τότε οι εργασίες της επόμενης μέρας προγραμματίζονταν από την προηγούμενη. Ο πατέρας μου θα πήγαινε στην Θεσσαλονίκη, ο αδελφός μου τις αγελάδες για βοσκή, οι υπόλοιποι δηλ. η μάνα μου, οι δύο αδελφές μου και εγώ θα πηγαίναμε στο αμπέλι. Εγώ έφυγα από το σπίτι λίγο αργότερα γιατί έπρεπε να πάω στον φούρνο να πάρω ψωμί, να πάρω το κατσικάκι που είχαμε και να πάω στο αμπέλι.

Έτσι λοιπόν σύμφωνα με το πρόγραμμα ξεκίνησα για τον προορισμό μου. Στον δρόμο όμως και συγκεκριμένα στην καμάρα (Ρωμαϊκό Υδραγωγείο) συνάντησα στην βρύση την ομάδα του ΕΛΑΣ που είχε στήσει την ενέδρα. Συνεχίζοντας τον δρόμο μου και σε απόσταση περίπου 100 μέτρων συνάντησα τον αδελφό μου μαζί με τον συμπέθερό μας Βάϊο Μοσχίδη.  Δεν είχαν περάσει ούτε καν 5 λεπτά όταν έρχεται το αυτοκίνητο της ύδρευσης και φθάνοντας στην βρύση («καμάρα») ακούσαμε τους πυροβολισμούς και μετά τους άνδρες της ομάδας να φεύγουν πάνω από την καμάρα με κατεύθυνση το χωριό.

Το τι επακολούθησε μετά, λίγο πολύ είναι γνωστά. Εγώ θα περιγράψω πως ζήσαμε εμείς την ημέρα αυτή. Ακούγοντας η μάνα μου τους πυροβολισμούς αφήνει τις αδελφές μου στο αμπέλι και έρχεται προς το χωριό, μας συναντά στο δρόμο και μας λέει να πάμε προς του «Τσιρολά» τον λάκκο, η ίδια θα πήγαινε στο χωριό, θα έπαιρνε ορισμένα πράγματα που χρειαζόταν και επιστρέφοντας θα έπαιρνε τις αδελφές μου και θα ερχόταν να μας βρει. Αυτή ήταν και  η τελευταία συνομιλία που είχαμε. Πήγε στο χωριό, βρήκε τις γειτόνισσες, πήγανε στον Πρόεδρο και αφού πιστέψανε ότι δεν θα συμβεί τίποτα σε γυναικόπαιδα μείνανε και μαζί με όλες τις γειτόνισσες τις οδήγησε ο Ερίκος, γερμανός στρατιώτης, που καθόταν πριν από το ’44 στο σπίτι του Ζέκκα, όταν ήταν η Βέρμαχτ (ο τακτικός στρατός) τους οδήγησε στον κήπο του Μπατάτσιου και σε συνέχεια στον φούρνο. Εμείς τον χαμό των δικών μας τον πληροφορηθήκαμε από την Ίρις Ζέκκα και τον Πέτρο Τσαγγαλή.

Σε μένα όμως, όπως πολύ πιθανόν και σε πολλούς άλλους η μέρα αυτή θα μείνει η πιο άχαρη η πιο μαύρη μέρα της ζωής μου γιατί εγώ την έζησα με τα μάτια ενός παιδιού που δεν μπορεί να καταλάβει και να εξηγήσει πως είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι με τέτοια ένστικτα που ακόμη και στην φωνούλα ενός βρέφους να μην πτοούνται.

Έχουν γραφεί, έχουν ακουστεί πολλά τόσο για το ολοκαύτωμα του χωριού, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.

Πόσο βαθύ μπορεί να γίνεται το μίσος από άνθρωπο σε άνθρωπο, Να ξεκληρίζονται όμως άνθρωποι γιατί έχουν άλλο χρώμα δέρματος, γιατί πιστεύουν σε πίστη διαφορετική, γιατί είναι μειονότητα μέσα σε ένα ισχυρό κράτος. Γιατί είναι ανήμποροι να αντισταθούν σ΄αυτούς που έχουν την δύναμη.

Απεδείχθη ότι μόνο ο άνθρωπος έχει επινοήσει τον τρόπο του αλληλοσπαραγμού με θεμιτά και αθέμιτα μέσα.

Εμείς που ζήσαμε τα γεγονότα του τόπου μας, υποχρέωση μας είναι να μην τα αφήσουμε να ξεχαστούν, γι΄αυτό η πρότασή μας σαν Σύλλογος  Οικογενειών θυμάτων του Ολοκαυτώματος, είναι να δημιουργηθεί ένα Μουσείο με ότι υλικό μπορεί να βρεθεί για να μαθαίνουν οι γενιές που έρχονται τι έγινε στον μαρτυρικό αυτόν τόπο. Να γίνει έτσι ο Χορτιάτης το κέντρο Μνήμης της Ναζιστικής θηριωδίας στη Βόρεια Ελλάδα.

Μανώλης Γκουραμάνης   

Τελευταία τροποποίηση στις
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ »
hortiatis570.gr | 2008 - 2012 | Διαχείριση ιστοσελίδας: Κώστας Παράδας, kaparadas@hortiatis570.gr | Γιώργος Ρηγόπουλος, rigopolulos@hortiatis570.gr | Σωτήρης Τοκαλατσίδης, admin@hortiatis570.gr