hortiatis570.gr


A+ A A-

Σωτήρης Τοκαλατσίδης

Μονή Χορταϊτισας

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία ΜΟΝΗ ΧΟΡΤΑΪΤΟΥ

 

 

 

 

Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 109-127.

 Το βουνό του Xορτιάτη αποτέλεσε σημαντικό κέντρο μοναχισμού με πλήθος μοναστηριών κατά τη βυζαντινή εποχή. Ένα από τα μοναστήρια αυτά, σίγουρα το επιφανέστερο, ήταν η Mονή Xορταΐτου, που χτίστηκε κατά την επικρατέστερη άποψη στην περιοχή του σημερινού χωριού Xορτιάτης και συνέδεσε την ιστορία της με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής μέχρι την άλωση από τους Τούρκους. 

Αν και οι αναφορές που σώζονται για τη Μονή Xορταΐτου από τη βυζαντινή μέχρι και τη νεότερη περίοδο είναι αρκετές, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ούτε το έτος ίδρυσής της, ούτε τον ακριβή τόπο στον οποίο χτίστηκε, ούτε και τον κτήτορά της. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της χρονολόγησης του μοναστηριού, η πρωιμότερη συγκεκριμένη πληροφορία που διαθέτουμε παρέχεται στην αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Γ’, όπου αναφέρεται ότι στην αρχή του 13ου αιώνα Κιστερκιανοί μοναχοί από την Ιταλία, που κατά τη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας (1202-1204) είχαν εξαπλωθεί στην Ελλάδα, κατέλαβαν τη Μονή και αντικατέστησαν τους Έλληνες μοναχούς. Αυτό σημαίνει ότι η Μονή υπήρχε πριν από την εποχή αυτή, δηλαδή σίγουρα το 12ο αιώνα. 

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες δύο σχετικές πηγές, οι οποίες θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στον 11ο αιώνα. Η μία από αυτές είναι αλληλογραφία ανάμεσα στον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081-1118) και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Γ’ Γραμματικό (1084-1111), όπου αναφέρεται πέντε φορές ο μοναχός Ιωάννης ο Xορταϊτινός ή Xορταΐτης, ο οποίος πρέπει να ασκούσε επιρροή στα δύο αυτά πρόσωπα και ήταν παρών τη στιγμή του θανάτου του πατριάρχη Νικολάου. 

Σε ένα άλλο κείμενο αναφέρεται ο «Αμβρόσιος μοναχός της ευαγούς μονής Xορταΐτου», ο οποίος ήταν γραφέας ενός κώδικα που χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η Μονή Xορταΐτου είναι πολύ πιθανό να υπήρχε ήδη από τον 11ο αιώνα. Αν και η χρονολόγηση με βάση τις δύο αυτές πηγές έχει κατά καιρούς αντιμετωπιστεί με επιφύλαξη, έστω και για λόγους που δεν εκτίθενται με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο, κατά πάσα πιθανότητα είναι βάσιμη. Άλλωστε, στα χρόνια του 11ου αιώνα χρονολογούνται τόσο η σφραγίδα της Μονής όσο και ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν βρεθεί στο χωριό Χορτιάτης και πιστεύεται, χωρίς όμως αποδεικτικά στοιχεία, ότι ανήκουν στο συγκεκριμένο μνημείο. 

Το επίγραμμα της σφραγίδας (Σφραγίς Πανάγνου της Μονής Xορταΐτου) είναι σημαντικό, γιατί μας πληροφορεί ότι το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στην Πάναγνο Θεοτόκο. Στην αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ αναφέρεται ως μοναστήρι της Sancta Maria de Chortato, ενώ σε μοναστηριακά έγγραφα ως «Σεβασμία βασιλική μονή Xορταΐτου». Αυτό σημαίνει ότι ιδρύθηκε από κάποιον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του οποίου την ταυτότητα όμως δεν γνωρίζουμε, ούτε έχουμε κάποια ένδειξη για να προσδιορίσουμε. Εξετάζοντας το φρούριο της κορυφής του Χορτιάτη, έγινε λόγος για τον Όσιο Φώτιο τον Θεσσαλό, ο οποίος ίδρυσε έναν ή δύο ναούς στο βουνό. Ο Φώτιος έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, του επονομαζόμενου Βουλγαροκτόνου (τέλος 10ου – αρχή 11ου αιώνα), με τον οποίο μάλιστα συνδεόταν έντονα. Ανέλαβε την πνευματική φροντίδα του νεαρού Βασιλείου και εκείνος, όταν αργότερα πήγε στη Θεσσαλονίκη για να εκστρατεύσει εναντίον των Βουλγάρων, αναζήτησε τον Φώτιο και τον πήρε μαζί του στην εκστρατεία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι ο Φώτιος ασχολήθηκε με την ίδρυση μοναστηριών στη Θεσσαλονίκη, μας οδηγούν στη διατύπωση της δελεαστικής υπόθεσης να ήταν ο Βασίλειος Β’ ο αυτοκράτορας εκείνος που ίδρυσε τη Μονή Xορταΐτου, γεγονός που ταιριάζει απόλυτα με τη χρονολόγηση της Μονής που παρατέθηκε προηγουμένως. Στην περίπτωση αυτή, ο ναός που ίδρυσε ο Φώτιος στον Χορτιάτη θα μπορούσε να σχετίζεται με το καθολικό της Μονής Xορταΐτου.  

Από τις πολλές αναφορές των πηγών στη Μονή, φαίνεται ότι αυτή αποτέλεσε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Την εποχή της ακμής της αριθμούσε διακόσιους μοναχούς, ενώ κατά διαστήματα φιλοξενήθηκαν στους χώρους της αυτοκράτορες και αξιωματούχοι του Βυζαντίου. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στην αρχή του 13ου αιώνα η Μονή καταλήφθηκε από Κιστερκιανούς μοναχούς, αλλά το 1213 επανήλθε στα χέρια των Βυζαντινών και έγινε ονομαστή κατά τον επόμενο αιώνα. Τότε απαντούν και οι περισσότερες αναφορές της στα γραπτά κείμενα, όχι μόνο των Βυζαντινών, αλλά και των Φράγκων, όπως π.χ. του Νικηφόρου Γρηγορά (1295-1360), του Ιωάννη Καντακουζηνού (1295-1383), του Ερρίκου του εκ Βαλεντίας (Henri de Valenciennes, 13ος αι.) και άλλων. Τα κείμενα αυτά μιλούν για γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Μονής, παραθέτουν χρυσόβουλλα αυτοκρατόρων που αναφέρονται σ’ αυτήν ή μας πληροφορούν για τα μετόχια και την ακίνητη περιουσία της Μονής, καθώς και για τα ονόματα κάποιων ηγουμένων και μοναχών της. 

 

Σε ό,τι αφορά τα κτήματα της Μονής, γνωρίζουμε την ύπαρξη αρκετών, τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας. Σε χρυσόβουλλο του Ιωάννη Καντακουζηνού του 1351 γίνεται λόγος για ένα μονύδριο του Αγίου Γεωργίου, που ανήκε στη Μονή Ιβήρων και το πήρε η Μονή Xορταΐτου, ανταλλάσσοντάς το με άλλα κτήματα. Σε έγγραφα του 1318 αναφέρονται επίσης κτήματα της Μονής στον Αξιό ποταμό, που συνόρευαν με κτήματα της Μονής Χιλανδαρίου, και άλλα κτήματα στην περιοχή του Στρυμόνα, ενώ άλλο έγγραφο του 1369 ρυθμίζει τα σύνορα των εκτάσεων των Μονών Xορταΐτου και Ζωγράφου στην Ιερισσό. Κτήματα της Μονής υπήρχαν επίσης και στην περιοχή του Σέδες.

Σε ό,τι αφορά τη θέση της ίδιας της Μονής Xορταΐτου, πολλά στοιχεία συγκλίνουν στην τοποθέτησή της στο χώρο γύρω από το σημερινό Δημοτικό Σχολείο του Χορτιάτη. Το γεγονός ότι, σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο μοναστήρι του Χορτιάτη, γίνεται τόσο συχνά λόγος στις γραπτές πηγές για τη Μονή Xορταΐτου, που γνώρισε αρκετά σημαντικές ιστορικές στιγμές, υποδηλώνει ότι η Μονή αυτή δεν θα πρέπει να ήταν χτισμένη σε σημείο του βουνού πολύ απομακρυσμένο από τη Θεσσαλονίκη, ενώ θα περιμέναμε να έχουν διασωθεί έστω και κάποια λείψανά της. Τα στοιχεία αυτά ταιριάζουν με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην περιοχή του σχολείου και αυτά πρέπει να είναι τα ερείπια του μοναστηριού που είδε το 19ο αιώνα ο Μ.Ε.Μ. Cousinéry μετά την είσοδο (εκείνης της εποχής) του χωριού Χορτιάτης. 

Τα λείψανα που σώζονται σήμερα είναι: τα υπολείμματα λιθόκτιστων τοίχων και μιας πυργοειδούς κατασκευής, που πρέπει να ανήκουν στον περίβολο της μονής, τμήμα του πύργου υδατόπτωσης ενός νερόμυλου, τμήμα ενός αγωγού στα βόρεια του σχολείου, τμήματα μιας πύλης στα βορειοδυτικά, κατασκευή υδρομάστευσης και δύο θολοσκέπαστες κατασκευές αδιευκρίνιστης μέχρι σήμερα λειτουργίας στα νότια, στην αυλή του σχολείου, που ενδεχομένως εντάσσονταν στο χώρο του μοναστηριού. Aρχιτεκτονικά μέλη της βυζαντινής περιόδου, όπως τμήματα κιόνων και κιονόκρανα που βρίσκονται ακόμα διάσπαρτα στην αυλή του σχολείου ή έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση στον κοντινό ναό του Αγίου Γεωργίου του 19ου αιώνα, είναι πολύ πιθανό να προέρχονται από τη Μονή, ενώ ιδιαίτερης σημασίας είναι και οι πολυάριθμες μαρτυρίες για την ύπαρξη ψηφιδωτών δαπέδων γύρω από το σχολείο, ήδη από την εποχή της θεμελίωσης του πρώτου κτιρίου (1904) και για αρκετά χρόνια μετά. Ας σημειωθεί τέλος και η μαρτυρία του A. Struck, που επισκέφτηκε το χωριό το 1901 και το 1903, δηλαδή λίγο πριν την ανέγερση του σχολείου, ότι παρακολούθησε την ανασκαφή μιας βυζαντινής εκκλησίας, «με την οποία συνδέονταν μύθοι σχετικά με την προέλευση του χωριού». 

Το τέλος της Μονής Xορταΐτου ήρθε λίγο πριν την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, όταν είχε ήδη ξεκινήσει η πολιορκία και κατάκτηση των περιχώρων της πόλης, ίσως περί το 1421. Μετά την καταστροφή της, το 15ο αιώνα, έγινε τιμάριο ενός χριστιανού ονόματι Χαμζά, ο οποίος τη μεταβίβασε στους γιους του. 

 

 

 

 

Το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία ΡΩΜΑΪΚΟ ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ


Από το βιβλίο του Μ. Μανωλεδάκη,
Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 96-108 και το άρθρο των Μ. Μανωλεδάκη – Ε. Μαρκή, Το υδραγωγείο του Χορτιάτη, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 22 (2008), 361-368.

 Στη βορειοδυτική πλαγιά του Χορτιάτη, στην είσοδο του ομώνυμου σύγχρονου χωριού, σώζεται ένα αρκετά μεγάλο τμήμα υδραγωγείου, μία υδατογέφυρα με κατεύθυνση Δ/ΒΔ-Α/ΝΑ. Ένα από τα χαρακτηριστικά του Χορτιάτη ήταν τα πλούσια νερά του. Ήταν λοιπόν φυσικό το βουνό αυτό να παίξει το βασικό ρόλο στην υδροδότηση της μεγάλης πόλης που απλώθηκε μπροστά του. Τα νερά του Χορτιάτη προέρχονταν από πηγές των βορειοδυτικών πλαγιών του βουνού, σε υψόμετρο περίπου 600-900μ., δηλαδή λίγο ψηλότερα από το σύγχρονο χωριό. Συγκεντρώνονταν στο ίδιο περίπου σημείο όπου συγκεντρώνονται και σήμερα, στο qanat της Αγίας Παρασκευής, πριν περάσουν από την υδατογέφυρα και καταλήξουν στη Θεσσαλονίκη.

Διάφορα πολύ μικρότερα τμήματα του υδραγωγείου που σώζονται διάσπαρτα ανάμεσα στον Χορτιάτη και τη Θεσσαλονίκη επιτρέπουν την παρακολούθηση της πορείας του. Μετά την υδατογέφυρα στην είσοδο του χωριού, το υδραγωγείο κατευθυνόταν προς τα ΒΔ, προς τη διασταύρωση των δρόμων για Ασβεστοχώρι και Καβάλα, συνέχιζε προς το Πανόραμα και στη συνέχεια έστριβε προς την περιοχή του σύγχρονου ξενοδοχείου «Φιλίππειον», από όπου κατηφόριζε προς την Ακρόπολη. Το νερό του Χορτιάτη έμπαινε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου διανεμόταν στα λουτρά και τις δεξαμενές, μέσα από ένα πλήθος διακλαδώσεων. Η σημαντικότερη από αυτές φαίνεται πως ήταν εκείνη της Μονής Βλατάδων, που ύδρευε ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Υποστηρίζεται ότι το συγκεκριμένο δίκτυο ύδρευσης ανάγεται σε εποχή πρωιμότερη από την ίδρυση της Μονής. Μία άλλη διακλάδωση του υδραγωγείου έχει εντοπιστεί στην περιοχή της Υπαπαντής και ύδρευε το ανατολικό τμήμα της πόλης.

Η ιστορία του υδραγωγείου αποτυπώνεται τόσο στην τοιχοδομία της υδατογέφυρας του Χορτιάτη όσο και στις γραπτές πηγές:

 Τοιχοδομία

Αφορμή για τη συγκεκριμένη μελέτη του μνημείου ήταν η πρωτοβουλία του Δήμου Χορτιάτη για  τη σύνταξη προμελέτης στερέωσης και συντήρησης της υδατογέφυρας, με στόχο την ένταξη των επακόλουθων εργασιών στο 4ο ΚΠΣ. Για το σκοπό αυτό υπογράφτηκε προγραμματική σύμβαση ανάμεσα στην προϊσταμένη της 9ης  ΕΒΑ κ. Ε. Μαρκή και το Δήμαρχο Χορτιάτη κ. Μ. Γεράνη και η 9η Εφορεία  ανέλαβε με χρηματοδότηση του Δήμου τη σύνταξη της προμελέτης, της πρώτης ουσιαστικής αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής μελέτης του υδραγωγείου στη μακραίωνη ιστορία του.  

 Η υδατογέφυρα σώζεται σε συνολικό μήκος περίπου 223μ. και κατευθύνεται προς τα ΝΑ προς το χωριό, ενώ προς την αντίθετη κατεύθυνση συνεχίζει σχεδόν παράλληλα προς το δρόμο Χορτιάτη-Ασβεστοχωρίου και χάνεται κάτω από τις εκτάσεις σύγχρονου στρατοπέδου. Συνδέει ουσιαστικά δύο λοφώδη εξάρματα του εδάφους, ώστε να διατηρείται ομοιόμορφη η απαιτούμενη ελαφρά κλίση στην πορεία του νερού προς την πόλη.

Το ψηλότερο σημείο του μνημείου (499,07μ. από την επιφάνεια της θάλασσας – υψ. εδάφους 498,12μ.) βρίσκεται στο ΝΑ του άκρο, από όπου το υδραγωγείο κατευθύνεται προς τα ΒΔ για 118μ. (στο εξής Τμήμα 1). Από το σημείο εκείνο αλλάζει κατεύθυνση και παρουσιάζοντας μια γωνία 140° κατευθύνεται πλέον προς τα Δ για άλλα 101,5μ. (στο εξής Τμήμα 2), μέχρι που συναντάει το ύψος του εδάφους. Το μέγιστο ύψος του υδραγωγείου, στο κεντρικό τμήμα του Τμήματος 2 φτάνει τα 20,1μ., και το μέγιστο πάχος του τα 5μ. Στο κέντρο του Τμήματος 2 το μνημείο είναι χωρισμένο σε τρεις οριζόντιες ζώνες, από τις οποίες η κατώτερη έχει ελαφρώς μεγαλύτερο πάχος κατά περ. 1μ. από τη μεσαία και αυτή ελαφρώς μεγαλύτερο από την ανώτερη. Πάνω στην ανώτερη ζώνη διαμορφώνεται αγωγός ορθογώνιας διατομής μέσου πλάτους 0,5 μ., που δεχόταν τους πήλινους σωλήνες μεταφοράς του νερού, από τους οποίους σώζονται ελάχιστα λείψανα. Ο αγωγός καλυπτόταν με μεγάλες λίθινες πλάκες, πολλές από τις οποίες βρίσκονται σήμερα στη θέση τους.

Στο κέντρο του Τμήματος 2 υπάρχουν δύο μεγάλα διαμπερή τοξωτά ανοίγματα. Το μεγαλύτερο, στην κατώτερη ζώνη, έχει ύψος 8,5μ. και μέγιστο πλάτος 5,3μ. και παρέχει την εντύπωση πύλης διόδου πάνω στο χωματόδρομο που περνάει κάτω από το μνημείο. Πάνω από αυτό υπάρχει το δεύτερο άνοιγμα, προς τα δυτικά του οποίουυπάρχει ένα ακόμα τοξωτό άνοιγμα.

Η βόρεια όψη του υδραγωγείου (Τμήμα 2) ενισχύεται από αντηρίδες εκατέρωθεν του μεγάλου κεντρικού τόξου, από τις οποίες οι δύο που βρίσκονται ανατολικά του τόξου σώζονται σε μεγάλο βαθμό – η δυτικότερη, που είναι και η μεγαλύτερη, σώζεται ολόκληρη – ενώ στα δυτικά του σώζονται τμήματα άλλων αντηρίδων, που είναι κατεστραμμένες στο μεγαλύτερο βαθμό, έτσι ώστε είναι δύσκολος και ο προσδιορισμός του ακριβούς αριθμού τους.

Στη Ν όψη, σε απόσταση 28,5μ. δυτικά από το δυτικό τοξωτό άνοιγμα είναι ανοιγμένο μέσα στην τοιχοποιία του υδραγωγείου ένα τοξωτό δωμάτιο, που πιθανώς εξυπηρετούσε τη φύλαξη του υδραγωγείου και του νερού. Προς τα ανατολικά του κεντρικού τόξου υπάρχει ένα μικρό τοξωτό άνοιγμα, διαμορφωμένο στο πάχος της τοιχοποιίας. Στο δυτικό άκρο του υδραγωγείου, υπάρχει ένας χώρος συγκέντρωσης νερού.

Το Τμήμα 1 αποτελεί έναν ευθύγραμμο λιθόκτιστο τοίχο, ο οποίος μόνο στο κατώτερο τμήμα του διαθέτει λίγες σειρές πλίνθων. Φαίνεται ουσιαστικά μόνο η ΝΔ όψη, ενώ η ΒΑ στο μεγαλύτερο τμήμα της υψώνεται μόλις 0,5-1,5μ. από τη φυσική πλαγιά, καλύπτεται δε από πυκνά δέντρα και θάμνους και σχεδόν εφάπτεται με το παρακείμενο ιδιωτικό οικόπεδο.

Το υδραγωγείο είναι θεμελιωμένο απευθείας στο φυσικό ασβεστολιθικό βράχο. Είναι χτισμένο με κατεργασμένους και αργούς λίθους διαφόρων μεγεθών και πλίνθους, ενώ ως συνδετικό υλικό έχει χρησιμοποιηθεί ασβεστοκονίαμα.

Η ακριβής χρονολόγηση και η διάκριση των κατασκευαστικών φάσεων του υδραγωγείου είναι δύσκολη υπόθεση. Μια προσεκτική παρατήρησή του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δέχτηκε πολλές επισκευές και επεμβάσεις σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του και ότι η εικόνα του άλλαξε σημαντικά αρκετές φορές. Στην αρχική φάση ανήκουν αναμφίβολα οι μεγάλων διαστάσεων πλίνθοι (πάχους μέχρι και 8 εκ.) στο κατώτερο τμήμα της Β όψης, που ανήκουν σε μια αρχική αντηρίδα και υποδηλώνουν ότι το υδραγωγείο χτίστηκε αρχικά στη ρωμαϊκή εποχή. Είναι πιθανό η κατασκευή του να εντασσόταν στη γενικότερη δραστηριότητα κατασκευής δημόσιων έργων από τους Ρωμαίους.

Σύμφωνα με την επικρατούσα και σχεδόν μοναδική διατυπωμένη άποψη στη βιβλιογραφία, το υδραγωγείο φέρεται να χτίστηκε στην αρχή του 4ου αιώνα. Ωστόσο, στο πλαίσιο της προμελέτης, στάλθηκαν τμήματα των προαναφερθέντων μεγάλων πλίνθων στο Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας του Ερευνητικού Κέντρου «Αθηνά» στην Ξάνθη, όπου χρονολογήθηκαν με τη θερμοφωταύγεια μέθοδο. Η χρονολόγηση έδωσε το 46 μ.Χ. ως έτος ψησίματος των πλίνθων, με μια απόκλιση σφάλματος περίπου ενός αιώνα. Καθώς η χρονολόγηση γίνεται όλο και λιγότερο πιθανή καθώς απομακρυνόμαστε από το έτος 46, μπορούμε γενικά να πούμε πως το υδραγωγείο πρέπει να χτίστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ.

Η Θεσσαλονίκη διέθετε υπόγεια νερά, που αρχικά επαρκούσαν για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων της. Στη ρωμαϊκή εποχή όμως η κατάσταση άλλαξε. Ήδη τον 1ο αιώνα, πιθανή περίοδο κατασκευής του υδραγωγείου, ο Στράβων αποκαλεί τη Θεσσαλονίκη μητρόπολη της Μακεδονίας. Η συνακόλουθη αύξηση του πληθυσμού της πόλης και η παράλληλη κατασκευή λουτρών, δημόσιων κτισμάτων και άλλων οικοδομημάτων δημιούργησαν μεγαλύτερες απαιτήσεις σε νερό, οι οποίες είναι λογικό να οδήγησαν στην αναζήτηση νέων λύσεων, όπως η υδροδότηση από τον Χορτιάτη.

 Η σημερινή εικόνα του υδραγωγείου είναι προϊόν πολλών διαδοχικών επεμβάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι διακρίνονται ίχνη τόξων της ρωμαϊκής και της παλαιοχριστιανικής περιόδου που έχουν κλείσει, ενώ τα υπάρχοντα σήμερα τόξα φαίνεται ότι είναι της μεσοβυζαντινής περιόδου, γεγονός που σημαίνει ότι η σημερινή εικόνα διαφέρει αισθητά από την αρχική.

Τα σωζόμενα ίχνη τόξων υποδηλώνουν ότι στην αρχική του φάση το υδραγωγείο διέθετε πιθανότατα τουλάχιστον δύο επάλληλες σειρές κοντινών μεταξύ τους τόξων, ανάλογα με άλλα παραδείγματα ρωμαϊκών υδραγωγείων. Από αυτή την αρχική, ρωμαϊκή φάση, διακρίνονται σήμερα επίσης (με το μπλε χρώμα) τμήματα σε μια κατώτερη ζώνη στη Ν όψη, η οποία προεξέχει εμφανώς από τις υπερκείμενες, νεότερές της. Στο δυτικό τμήμα της διακρίνεται τμήμα τόξου, που έκλεισε το αργότερο κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Ορισμένα λείψανα της ίδιας φάσης, με μικρές πέτρες, μεγάλες πλίνθους και τμήματα τόξων, σώζονται και σε άλλα σημεία.

Μία δεύτερη κατασκευαστική φάση, που φαίνεται πως ανήκει στην παλαιοχριστιανική περίοδο, είναι ορατή (με το κίτρινο χρώμα) στη μεν Β όψη στο τμήμα πάνω και δυτικά από το ρωμαϊκό τμήμα με τις μεγάλες πλίνθους, στη δε Ν όψη στα σημεία πάνω και δίπλα από τα προαναφερθέντα ρωμαϊκά. Εδώ, ακανόνιστα τοποθετημένοι αργοί λίθοι διακόπτονται από οριζόντιες σειρές πλίνθων, ελαφρώς λεπτότερων από τις ρωμαϊκές, ενώ στη Β όψη διακρίνονται και πάλι αρκετά τμήματα τόξων, στα σημεία των αντηρίδων.

Το κεντρικό τμήμα του Τμ. 2 του μνημείου, δηλαδή το τμήμα των τόξων, ανήκει στη μεσοβυζαντινή περίοδο (με το κόκκινο χρώμα). Είναι η εποχή κατά την οποία έχουν κλείσει τα μικρά τόξα των προηγούμενων περιόδων, ενισχύθηκε το κάτω μέρος του μνημείου με μεγάλων διαστάσεων λίθους και ανοίχτηκαν τα τρία τόξα που βλέπουμε σήμερα, τουλάχιστον ένα από τα οποία δέχτηκε υστερότερες επεμβάσεις, αν κρίνουμε από την οξυκόρυφη απόληξή του. Στην τοιχοποιία κυριαρχούν οι ημιλαξευμένες πέτρες διαφόρων μεγεθών σε αργολιθοδομή, διακοπτόμενες από λεπτότερες πλίνθους. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανώτερη ζώνη των τόξων, ανατολικά από το κεντρικό και στην ίδια απόσταση από αυτό όπως και το δυτικό υπήρχε την περίοδο αυτή και ένα άλλο τόξο, ισομέγεθες του δυτικού, που έδινε μια συμμετρική εικόνα. Το τόξο αυτό, έκλεισε κατά την υστεροβυζαντινή (παλαιολόγεια) εποχή (με το σκούρο πράσινο χρώμα), με μικρούς λίθους και λεπτές πλίνθους, οπότε και δημιουργήθηκε το μικρό τοξωτό άνοιγμα που υπάρχει σήμερα. Πρόκειται για το μοναδικό ευκρινώς ορατό υστεροβυζαντινό τμήμα του υδραγωγείου.

Άλλα τμήματα του μνημείου χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ασάφεια ως προς τη φάση κατασκευής τους (με το καφέ χρώμα ή τις διαγραμμίσεις), που πάντως χρονολογείται από τη βυζαντινή εποχή και μετά. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (με το ανοιχτό πράσινο χρώμα), οπότε και απουσιάζουν τελείως οι πλίνθοι, ενδέχεται να ανήκουν μία ή περισσότερες φάσεις. Τότε χρονολογείται οπωσδήποτε ολόκληρη η ανώτερη ζώνη του Τμήματος 2, το τοξωτό δωμάτιο της Ν όψηςκαι οι μεγάλες ανατολικές αντηρίδες της Β όψης.

Σε ό,τι αφορά το Τμήμα 1, εκτός από μια μικρή ζώνη στο κατώτερο τμήμα της ΝΔ όψης, που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της παλαιοχριστιανικής τοιχοποιίας, όλο το υπόλοιπο Τμήμα φαίνεται να ανήκει κατά κύριο λόγο στην περίοδο της τουρκοκρατίας, με ορισμένα ίσως ίχνη και προγενέστερων βυζαντινών επεμβάσεων, κυρίως στη ΝΔ όψη.

 Γραπτές πηγές

Στις γραπτές πηγές η πρώτη έμμεση πληροφορία για το υδραγωγείο που διαθέτουμε ανήκει στο 12ο αιώνα και προέρχεται από το Τυπικόν της Μονής του Χριστού Παντοκράτορα του 1137. Οι πληροφορίες που προκύπτουν από το κείμενο αυτό είναι ότι το 12ο αιώνα η Θεσσαλονίκη υδρευόταν από το νερό του Χορτιάτη, ότι η Μονή του Χριστού Παντοκράτορα είχε την εποχή εκείνη δικαιώματα από τα έσοδα παροχής του νερού αυτού στην πόλη και ότι το νερό χρησιμοποιούνταν σε βιομηχανικές δραστηριότητες. Λίγες δεκαετίες αργότερα ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, περιγράφοντας την πολιορκία της πόλης από τους Νορμανδούς το 1185, αναφέρεται στο «Χορταήθεν ύδωρ» που ύδρευε τη Θεσσαλονίκη, σε μία διαρροή της δεξαμενής του Επταπυργίου που ταλαιπώρησε τους κατοίκους, καθώς και στις προσπάθειες του διοικητή της πόλης να επισκευαστεί η δεξαμενή. Ανάλογες αναφορές έχουμε και το 1316 σε ένα χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου και το επόμενο έτος, σε ένα άλλο χρυσόβουλλο. 

Από τα κείμενα αυτά δεν μένει καμία αμφιβολία για την εξαιρετική σημασία που είχε το νερό του Χορτιάτη για τη Θεσσαλονίκη στη βυζαντινή περίοδο. Η σημασία αυτή γίνεται πλέον έκδηλη σε μια μαρτυρία που παραδίδεται από το μεγάλο λογοθέτη της Κωνσταντινούπολης Ιέρακα (16ος αι.), και αναφέρεται στην εποχή της άλωσης της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, όταν ο Μουράτ Β’ πολιορκούσε την πόλη, αντιμετώπισε τόσο σθεναρή αντίσταση, που ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την προσπάθειά του. Τότε όμως τον πλησίασαν οι  μοναχοί της Μονής Βλατάδων και τον συμβούλευσαν να κόψει την υδροδότηση της πόλης από τον Χορτιάτη, ώστε οι κάτοικοι να υποφέρουν από λειψυδρία και να παραδοθούν:

Ο σουλτάνος, πάντα σύμφωνα με τον Ιέρακα, ακολούθησε τη συμβουλή των μοναχών και έβαλε «τζαούσην φύλακα» να φυλάει τους προδότες μοναχούς, για να μην τους πειράξει κανείς. Γι’ αυτό και η Μονή Βλατάδων λέγεται και «Τζαούς Μοναστήρι». Η μαρτυρία αυτή του Ιέρακα βασίζεται σε μία παράδοση, η οποία κατά μία άποψη ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δικαιολογεί τα προνόμια της Μονής Βλατάδων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, λόγω αυτής ακριβώς της προδοσίας. Ωστόσο, από την πλειονότητα των ερευνητών η κατηγορία του Ιέρακα θεωρείται αβάσιμη, έως και κακόβουλη, καθώς καμία άλλη σχετική πηγή δεν αναφέρεται σε τέτοιο γεγονός. Είναι άλλωστε δύσκολο να πιστέψουμε ότι η άμυνα της Θεσσαλονίκης τη συγκεκριμένη εποχή ήταν τόσο ισχυρή, ώστε να ωθήσει τον Μουράτ να εγκαταλείψει την πολιορκία της, ή ότι η δεξαμενή της Μονής Βλατάδων ήταν η μόνη πηγή υδροδότησης των Θεσσαλονικέων, ώστε η κατάληψή της να σημάνει και την παράδοση της πόλης.

Ωστόσο, ο Μουράτ Β’ συνδέεται σίγουρα με το υδραγωγείο του Χορτιάτη, καθώς λίγο μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430, μερίμνησε για την επισκευή του και κατασκεύασε είκοσι νέες κρήνες στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το περίφημο «Λουτρό του Μπέη», που έπαιρναν νερό από αυτό. Μάλιστα, για τη φύλαξη, τον καθαρισμό και τη συντήρηση του επισκευασμένου πλέον υδραγωγείου, ο Μουράτ εγκατέστησε διάφορους άκληρους χωρικούς στην περιοχή του σημερινού Ασβεστοχωρίου, με αντάλλαγμα ορισμένα προνόμια. Έτσι ιδρύθηκε το Yeni Köy (Νέο Χωριό), που αργότερα, όταν οι κάτοικοί του άρχισαν από το 17ο αιώνα να κατασκευάζουν και να εμπορεύονται ασβέστη, ονομάστηκε Kireç Köy (Ασβεστοχώρι).

Η λειτουργία του υδραγωγείου βεβαιώνεται και στο 16ο αιώνα από το ημερολόγιο του Gabriele Cavazza, γραμματέα ενός Βενετού πρεσβευτή που πέρασε από τη Θεσσαλονίκη πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, το νερό του Χορτιάτη δεν έφτανε πια για τις ανάγκες των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι είχαν αυξηθεί σημαντικά, ιδίως μετά την εγκατάσταση στην πόλη χιλιάδων Εβραίων. Έτσι, ο μεγάλος βεζίρης της Ρούμελης Makbul Ibrahim Pasa κατασκεύασε ένα δεύτερο υδραγωγείο, που μετέφερε νερό από τις πηγές του Lembet, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Το νερό αυτό, που ονομάστηκε Yeni Su (Νέο Νερό), ύδρευε το δυτικό μέρος της πόλης. Η ποσότητα του νερού από το Λεμπέτ που έφτανε στη Θεσσαλονίκη ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του νερού του Χορτιάτη, το τελευταίο όμως ύδρευε μεγαλύτερο μέρος της πόλης.

Η λειτουργία του υδραγωγείου του Χορτιάτη το 17ο αιώνα αποδεικνύεται από το Οδοιπορικό του Εβλιά Τσελεμπί, ο οποίος αναφέρεται δύο φορές στις εγκαταστάσεις υδροδότησης της Θεσσαλονίκης από το νερό του βουνού. Συγκεκριμένα γεγονότα που συνδέονται με το υδραγωγείο γνωρίζουμε από το 18ο αιώνα. Εκτός από την καταστροφή της δεξαμενής της Μονής Βλατάδων από ταραχοποιούς το 1714, που συνοδεύτηκαν και από επιθέσεις σε μοναχούς, αναφέρεται και ένα άλλο γεγονός σε φιρμάνι της 10ης Σεπτεμβρίου του 1722: «Κάποιοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης άνοιξαν φρεάτια στο όρος Χορτιάτης και κατόρθωσαν να βρουν 1-2 μασούρια νερού ο καθένας, το οποίο εισήγαγαν με άδεια του ιεροδικείου στο βακουφικό υδραγωγείο (του Χορτιάτη). Ύστερα όμως, και ενώ το νερό αυτό δεν επαρκούσε για τα σπίτια τους, με τη δικαιολογία της κατοχής νερού, πούλησαν στους φτωχούς μισό με ένα μασούρι νερού ο καθένας και κράτησαν τα υπόλοιπα. Έτσι όμως διακόπηκε το νερό στις περισσότερες βακουφικές κρήνες, με αποτέλεσμα οι ξένοι και οι φτωχοί να υποφέρουν από λειψυδρία. Γι’ αυτό απευθύνεται παράκληση να εξεταστεί το θέμα από τον αρχιθυρωρό του ανακτόρου».

Το 19ο αιώνα ο Μιχαήλ Χατζή Ιωάννου αποκαλεί το υδραγωγείο του Χορτιάτη «το επισημότερον της σημερινής πόλεως (Θεσσαλονίκης)», το οποίο μεταφέρει νερό από τις πηγές του βουνού σε μια μεγάλη δεξαμενή κοντά στη Μονή Βλατάδων. Αναφέρει όμως την ύπαρξη και άλλων, αρχαιότερων όπως πιστεύει, υδραγωγών κατά μήκος του ανατολικού τείχους, από όπου διοχετευόταν παλιά νερό σε μια δεξαμενή, της οποίας λείψανα υπήρχαν κοντά στο ναό του Αγίου Νικολάου Ορφανού.

Η αύξηση του πληθυσμού στη Θεσσαλονίκη τον αιώνα αυτό οδήγησε στην αναζήτηση νέων πηγών στα δυτικά της πόλης. Το 1927, εννιά χρόνια μετά την ανακαίνιση του qanat της Αγίας Παρασκευής, ο Δήμος Θεσσαλονίκης διέκοψε την υδροδότηση της Μονής Βλατάδων από το νερό του Χορτιάτη και διοχέτευσε το τελευταίο σε νέες δεξαμενές. Η Θεσσαλονίκη συνέχισε να υδροδοτείται από το νερό του Χορτιάτη μέχρι το 1975.

Με το σωζόμενο τμήμα του υδραγωγείου του Χορτιάτη συνδέεται και το τραγικότερο γεγονός στην ιστορία του βουνού και ειδικότερα του ομώνυμου χωριού. Στο σημείο εκείνο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944.

 

 

 

Ανεμόμυλοι

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΙ

Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 158.

Οι δύο λιθόκτιστοι ανεμόμυλοι που στέκονται ερειπωμένοι στην κορυφή ενός λόφου δυτικά του Χορτιάτη αποτελούν μάρτυρες της δραστηριότητας των κατοίκων του χωριού τους περασμένους αιώνες. Πρόκειται για μνημεία σπάνια για την ευρύτερη περιοχή, που πιθανώς χτίστηκαν προς το τέλος του 18ου αιώνα. Στα μικρά τμήματά τους που έχουν απομείνει φαίνεται ότι διέθεταν εσωτερικό κλιμακοστάσιο και ότι ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου χτισμένοι από ντόπιο σχιστόλιθο. Οι είσοδοι και των δύο είχαν τον ίδιο, νοτιοδυτικό προσανατολισμό. Ο καλύτερα διατηρημένος ανεμόμυλος, ο νότιος, έχει σωζόμενο ύψος 4,93μ. και η περίμετρός του φτάνει τα 23μ. Σώζει μερικούς από τους πήλινους αγωγούς που ήταν διανοιγμένοι μέσα στον πάχους 1,10μ. κυκλικό τοίχο του, όπως και μία οριζόντια ταινία ξύλινων δοκαριών που περιτρέχει εσωτερικά τον κυκλικό τοίχο, σε ύψος περίπου 1,60μ., και είχε προφανώς και στατική λειτουργία, καθώς ένα τμήμα της αποτελεί το ανώφλι της εισόδου.

 

 

 

 

ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ

    hortiatis570.gr | 2008 - 2012 | Διαχείριση ιστοσελίδας: Κώστας Παράδας, kaparadas@hortiatis570.gr | Γιώργος Ρηγόπουλος, rigopolulos@hortiatis570.gr | Σωτήρης Τοκαλατσίδης, admin@hortiatis570.gr