hortiatis570.gr


A+ A A-

Σωτήρης Τοκαλατσίδης

ΕΠΙΓΕΙΑ ΨΗΦΙΑΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία Πάρκο Kεραιών

 

... ΚΑΙ «ΠΑΡΚΟ ΚΕΡΑΙΩΝ»

Η ψηφιακή τηλεόραση δεν είναι κάτι καινούργιο. Την γνωρίσαμε ήδη από τη δεκαετία του ’90 από τη δορυφορική της εφαρμογή ενώ από το 2006 έχουμε δει επίγεια ψηφιακή τηλεόραση από τα ψηφιακά κανάλια της Κρατικής τηλεόρασης. Στο διάστημα αυτό όλοι έχουμε διαπιστώσει τη διαφορά ποιότητας τόσο στην εικόνα όσο και στον ήχο.

Τα qanat(ΚΑΝΑΤ)

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία Quanat

 Από το βιβλίο του Μ. Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007 και το άρθρο των Μ. Μανωλεδάκη – Π. Ανδρούδη, Το σύστημα υδρομάστευσης (qanat) της Αγ. Παρασκευής Χορτιάτη, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 21 (2007), 285-292.

Ήδη από την εποχή της συγκρότησης των πρώτων εκτεταμένων οργανωμένων οικισμών εμφανίστηκε επιτακτική η ανάγκη για αποτελεσματική υδροδότησή τους. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη μιας τεχνογνωσίας γύρω από διαφόρων ειδών κατασκευές ύδρευσης, η οποία βαθμιαία εξελίχθηκε ουσιαστικά σε μία επιστήμη, που ξεκινούσε από γεωλογικές και μετεωρολογικές παρατηρήσεις και κατέληγε στην κατασκευή συχνά πολύπλοκων και εκτεταμένων υδρομαστευτικών και υδροδοτικών εγκαταστάσεων. Ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος υδροδότησης είναι η υδρομάστευση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και η μεταφορά του νερού με τη βοήθεια της φυσικής κλίσης στο επίπεδο του οικισμού. Πρόκειται για το σύστημα που στη διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστό με τον αραβικό όρο qanat (στα περσικά kariz). Η λέξη προέρχεται από την ασσυριακή λέξη qanu, που σημαίνει καλάμι – από την οποία προέρχεται και η ταυτόσημη αρχαιοελληνική λέξη κάννα (και μέσω αυτής η λατινική canna) – και κατ’ επέκταση αυτό που έχει το σχήμα καλαμιού, δηλαδή σωλήνας, αγωγός.  Στην ελληνική βιβλιογραφία το qanat έχει αποδοθεί από τον καθηγητή Ε. Βαβλιάκη ως «σύστημα υδρομάστευσης-υδραγωγής».                                                                               

Το qanat είναι ένα σύστημα υπόγειων στοών και αγωγών, με τη βοήθεια των οποίων υδρομαστεύεται ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας, το νερό του οποίου μεταφέρεται στην επιφάνεια με τη βοήθεια της φυσικής κλίσης. Απαιτείται δηλαδή ο οικισμός να βρίσκεται κοντά σε φυσική πλαγιά, αλλά και να υπάρχει η ευνοϊκή για το έργο γεωμορφολογία, που είναι τα πετρώματα με υδροπερατά συστατικά. Από το ψηλότερο σημείο του qanat, όπου βρίσκεται η πηγή του νερού που θα μεταφερθεί, ξεκινούν οι σήραγγες και (κατόπιν, σε μεγαλύτερα βάθη) οι κλειστοί αγωγοί του νερού, που καταλήγουν στον υποχρεωτικά χαμηλότερα ευρισκόμενο οικισμό. Το νερό συχνά ρέει σε ένα ρείθρο, ενώ όλος ο υπόλοιπος χώρος εξυπηρετεί την ανάγκη της πρόσβασης από τον άνθρωπο για λόγους συντήρησης. 

Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο από τα γνωστά qanat είναι αυτό της Αγίας Παρασκευής στον Χορτιάτη. Πρόκειται για μία περιοχή στα ανατολικά του χωριού Χορτιάτης (ΝΑ της Θεσσαλονίκης), σε υψόμετρο 575-585 μ., λίγα μέτρα δυτικά του παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής. Το συνολικό μήκος του qanat (σήραγγες και υπόγειοι αγωγοί) φτάνει τα 20 χλμ. περίπου, καθώς αρχικά το νερό κατέληγε στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Η ζώνη υδρομάστευσης, στην οποία επικεντρώνεται εδώ η προσοχή, καλύπτει μια έκταση περίπου 600 τετραγωνικών μέτρων, αποτελείται από υπόγειες σήραγγες (συνολικού μήκους 74 μ., μέσου ύψους 1,50-1,60 μ. και πλάτους 0,56-0,75 μ., τρία φρεάτια και τέσσερις χώρους συγκέντρωσης υδάτων. Το κεντρικό τμήμα αποτελείται από τρεις συνεχόμενες σήραγγες (Α-Γ), με διεύθυνση Β/ΒΔ-Ν/ΝΑ. Στη ΝΑ του απόληξη βρίσκεται ο μεγαλύτερος χώρος συγκέντρωσης υδάτων (γ), ένα ορθογώνιο θολοσκεπές δωμάτιο, από το οποίο ξεκινούν δύο σήραγγες με διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μία (Ε) κατευθύνεται προς τα ΝΔ, και καταλήγει σε ένα χώρο (δ) κοντά στο φυσικό βράχο, όπου αναβλύζει το νερό της πηγής. Η άλλη (Δ) κατευθύνεται προς τα Β/ΒΔ. Βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο, είναι προσβάσιμη με κτιστή κλίμακα και έχει από ένα φρεάτιο στα δύο άκρα της (1 και 2). Το βάθος του φρεατίου 2 (7,90μ.) αποτελεί και το μέγιστο βάθος του qanat. Από τη ΒΔ απόληξη της σήραγγας αυτής, όπως και από την αντίστοιχη απόληξη της σήραγγας Α στο χώρο α, το νερό συνεχίζει πλέον την πορεία του μέσα σε υπόγειους κλειστούς αγωγούς ορθογώνιας διατομής, μέχρι τον τελικό του προορισμό. 

Οι σήραγγες έχουν διανοιχτεί μέσα σε τεταρτογενή ιζήματα. Στα πετρώματα που εμφανίζονται στο χώρο κατασκευής του qanat περιλαμβάνονται κυρίως ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι ηλικίας Τριαδικού και αργιλικοί σχιστόλιθοι ηλικίας Ιουρασικού. Η καρστική προέλευση του νερού υποδηλώνεται από τους σταλακτίτες μήκους 2-3 εκ. στην οροφή της σήραγγας Ε. Η μέση παροχή νερού του qanat είναι 22 μ3/ώρα. 

Το qanat της Αγίας Παρασκευής δεν είναι απλώς διανοιγμένο στο υπέδαφος, αλλά σε πολλά σημεία διαθέτει τοιχοποιία, αποτελούμενη από πλίνθους και ημιλαξευμένες πέτρες σε αργολιθοδομή. Στα κατώτερα τμήματα κυριαρχούν στρώσεις πλίνθων με κονίαμα με τριμμένο κεραμίδι. Στα ανώτερα συναντούμε πέτρες με ασβεστοκονίαμα, ενώ σε κάποια σημεία υπάρχουν κατάλοιπα τοιχοδομών από οπτοπλινθοδομή. Η είσοδος στις σήραγγες βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους, στο Β άκρο του χώρου α, ενώ το νερό προέρχεται από την πηγή που βρίσκεται κοντά στο χώρο δ. 

Το βουνό του Χορτιάτη, γνωστό από την αρχαιότητα για τα άφθονα νερά του, ήταν φυσικό να παίξει σημαντικό ρόλο στην υδροδότηση της μεγάλης πόλης που απλώθηκε μπροστά του ήδη από τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της. Από το qanat της Αγίας Παρασκευής διοχετευόταν το νερό των πηγών του Χορτιάτη προς τη Θεσσαλονίκη, περνώντας μεταξύ άλλων και πάνω από την υδατογέφυρα που διακρίνεται στην είσοδο του χωριού (ένα από τα λίγα υπέργεια τμήματα του υδραγωγείου). Διάφορα άλλα, πολύ μικρότερα τμήματα υδραγωγείου που σώζονται διάσπαρτα ανάμεσα στον Χορτιάτη και τη Θεσσαλονίκη επιτρέπουν την παρακολούθηση της πορείας του νερού του Χορτιάτη, η οποία συνεχιζόταν προς τα ΒΔ, προς τη διασταύρωση των δρόμων για Ασβεστοχώρι και Καβάλα, συνέχιζε προς το Πανόραμα και στη συνέχεια έστριβε και πάλι προς τα ΒΔ, μέχρι την περιοχή του σύγχρονου ξενοδοχείου «Φιλίππειον», από όπου κατηφόριζε προς την Ακρόπολη. Από εκεί το νερό του Χορτιάτη έμπαινε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου διανεμόταν στα λουτρά και τις δεξαμενές, μέσα από ένα πλήθος διακλαδώσεων. 

Η χρονολόγηση της κατασκευής του qanat της Αγ. Παρασκευής αποτελεί μέχρι σήμερα ένα δύσκολο ζήτημα, όπως άλλωστε ισχύει και για κάθε qanat, όταν απουσιάζουν σχετικά γραπτά ή άλλα τεκμήρια. Σύμφωνα με τη μόνη μέχρι στιγμής διατυπωμένη άποψη, θεωρείται ότι κατασκευάστηκε από το σουλτάνο Μουράτ Β΄ την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ωστόσο, η άποψη αυτή χρειάζεται οπωσδήποτε αναθεώρηση. Σε μια τέτοια αναθεώρηση μπορούν να οδηγήσουν τα τμήματα τοιχοποιίας που σώζονται στις σήραγγες του qanat.

Στα κατώτερα τμήματα, στις παρειές του αυλακιού στο οποίο κυλάει το νερό, διατηρούνται σε αρκετά σημεία πλίνθοι, όπως π.χ. στους χώρους β και γ και στις σήραγγες Γ και Ε, το πάχος των οποίων φτάνει τουλάχιστον τα 4 εκ. Σε ορισμένα σημεία σώζεται ασβεστοκονίαμα με υπόλευκο και κιτρινωπό χρώμα. Αξιοσημείωτη είναι και η ύπαρξη ενός πήλινου κυλινδρικού αγωγού στη σήραγγα Α, πάχους 11 εκ. και διαμέτρου 26 εκ., άγνωστης χρήσης, που θα μπορούσε να διοχετεύει στο αυλάκι νερό από κάποια άλλη κοντινή πηγή ή ίσως και να εξυπηρετεί στον εξαερισμό της σήραγγας. Όλα αυτά φαίνεται ότι ανήκουν στην πρώτη φάση κατασκευής του qanat, τουλάχιστον της τοιχοποιίας του. Φαίνεται ότι το qanat της Αγίας Παρασκευής, που ως κατασκευή με τοιχοποιία υπήρχε ήδη στην ύστερη αρχαιότητα, φτιάχτηκε ίσως για πρώτη φορά κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η πρώτη αυτή κατασκευή ενδέχεται να ήταν κατά κύριο λόγο απλώς διανοιγμένη στο υπέδαφος, με απλή τοιχοποιία στις παρειές του αυλακιού. Αργότερα παρουσιάστηκε η ανάγκη ενίσχυσης της κατασκευής, ίσως και αύξησης της αποδοτικότητας του qanat, και τότε δημιουργήθηκαν τα περισσότερα από τα τμήματα της τοιχοποιίας με τις πλίνθους που βλέπουμε σήμερα. Η μεσοβυζαντινή αυτή φάση θα μπορούσε να σχετίζεται με τη Μονή Χορταΐτου, που, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, βρισκόταν στο χώρο του Δημοτικού Σχολείου Χορτιάτη, σε πολύ μικρή απόσταση από το qanat. Παρόμοιες ανάγκες βελτίωσης και επέκτασης του έργου παρουσιάστηκαν οπωσδήποτε και αργότερα, όπως κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, και αυτές θα μπορούσαν να συνδέονται με τον Μουράτ Β΄, που γνωρίζουμε ότι μερίμνησε για την επισκευή και τη συντήρηση του άμεσα σχετιζόμενου με το qanat υδραγωγείου. Τέλος, γνωρίζουμε ότι η τελευταία μεγάλη επισκευή του qanat έγινε το 1918, που είναι ορατή σε αρκετά σημεία σε όλο το μνημείο, συχνά μάλιστα είναι δύσκολο να διακριθεί από την οθωμανική. Η ανακαίνιση αυτή έγινε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης, στην κυριότητα του οποίου είχε περιέλθει όλο το σύστημα υδρομάστευσης και υδροδότησης μετά την απελευθέρωση και μέχρι το 1939. Από το 1975, οπότε σταμάτησε να υδρεύει τη Θεσσαλονίκη, μέχρι σήμερα το qanat δίνει νερό στο Nοσοκομείο Παπανικολάου, τη γυναικεία Mονή της Kοίμησης της Θεοτόκου έξω από το Πανόραμα και ένα στρατόπεδο στην ίδια περιοχή. Δεν πρόκειται για το μοναδικό qanat που υπάρχει στον Χορτιάτη. Ένα άλλο, στο χώρο του Δημοτικού Σχολείου, πιστεύεται ότι ανήκε στις εγκαταστάσεις της Mονής Xορταΐτου, ενώ άλλα, νεότερα, ύδρευαν και υδρεύουν αποκλειστικά το χωριό. 

 

 

 

Ο Ναός Αγίου Γεωργίου

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

 

 

 

Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 147-152.

 

Το 1837 η κοινότητα του Χορτιάτη είχε την οικονομική δυνατότητα να ανεγείρει μία μεγάλη εκκλησία, το ναό του Αγίου Γεωργίου, πολύ κοντά στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και ίσως πάνω στη θέση παλιότερου, μικρότερου ναού. 

Πρόκειται για μία ξυλόστεγη βασιλική με τρία κλίτη, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με δύο σειρές από επτά κίονες. Οι διαστάσεις της εκκλησίας (22Χ13,6μ.), αλλά και ο ίδιος ο αρχιτεκτονικός της τύπος, ιδιαίτερα διαδεδομένος την εποχή αυτή στη Μακεδονία, πιστεύεται ότι μαρτυρούν μία καλή οικονομική κατάσταση του χωριού. Ο ναός, στεγασμένος με δίριχτη στέγη φτιαγμένη από ντόπια καστανιά, δεν έχει νάρθηκα, διαθέτει όμως τον απαραίτητο στην τουρκοκρατία γυναικωνίτη. Στην ανατολική πλευρά προεξέχει η αψίδα του ιερού, διακοσμημένη εξωτερικά με εννιά τυφλά αψιδώματα, ενώ στη δυτική υπάρχει προστώο, ιδιαίτερα συνηθισμένο στη Βόρεια Ελλάδα, κυρίως λόγω κλιματολογικών συνθηκών, το οποίο καλύπτεται από μονόριχτη στέγη βασταζόμενη από τρεις μαρμάρινους και τρεις ξύλινους κίονες που πατούν σε μαρμάρινο πεζούλι. Η εκκλησία διαθέτει δύο εισόδους, στη δυτική και τη νότια πλευρά του. Εξωτερικά ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρμολόγηση με ασβεστοκονίαμα της αργολιθοδομής των τοίχων, καθώς και η ενσωμάτωση στο μνημείο τμημάτων από παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση, όπως είναι π.χ. οι παλαιοχριστιανικοί κίονες στο δυτικό προστώο, τα θεοδοσιανά κιονόκρανα στο πεζούλι του, τα μαρμάρινα υπέρθυρα στις εισόδους κ.ά. Τα τμήματα αυτά αποτελούν μάρτυρες της ύπαρξης στην περιοχή και αρκετά προγενέστερων της Μονής Χορταΐτου κτισμάτων.

Στη νότια και την ανατολική όψη του ναού είναι εντοιχισμένες λιθανάγλυφες πλάκες με διακόσμηση λαϊκού και θρησκευτικού χαρακτήρα:  διακρίνονται σταυροί, ρόδακες, πουλιά, φυτικά μοτίβα, αλλά και ολόσωμες ανθρώπινες μορφές με φέσι και γιαταγάνι, που κρατούν σημαία με σταυρό. Σε μία από τις πλάκες, στη νότια όψη, είναι χαραγμένο το έτος ανέγερσης του ναού (1837). Πάνω από τις πλάκες αυτές διαμορφώνονται τόξα, στο κέντρο των οποίων έχουν εντοιχιστεί μαρμάρινα ανθρώπινα πορτρέτα με σαφείς διαφορές στα χαρακτηριστικά των προσώπων. Kατά μία άποψη πρόκειται για προσωπογραφίες των μαστόρων που εργάστηκαν στην εκκλησία, ενώ έχουν επίσης συνδεθεί και με πρόσωπα κτητόρων ή δοξασίες αποτροπαϊκού χαρακτήρα σχετικά με το οικοδόμημα.

Η εκκλησία είχε αρχικά λίθινο περίβολο, από τον οποίο σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα. Απέναντι από τη νότια είσοδο ένα λιθόκτιστο πυργοειδές κωδωνοστάσιο τετράγωνης κάτοψης χτίστηκε το 1874, όπως μαρτυρά μία επιγραφή που φέρει.

Στο εσωτερικό της εκκλησίας σώζεται το ξύλινο τριμερές τέμπλο, με σημαντικές εικόνες γνωστών ζωγράφων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα με έντονη δραστηριότητα στη Μακεδονία, κάτι που μπορεί επίσης να είναι δηλωτικό της οικονομικής κατάστασης του χωριού. Σώζονται ακόμα ο δεσποτικός θρόνος, ο ξύλινος άμβωνας, καθώς και ένα πλούσια διακοσμημένο ξύλινο αναλόγιο, που χρονολογείται από επιγραφή στο 1729 και προέρχεται προφανώς από παλιότερο ναό. Η μοναδική ζωγραφική παράσταση στο μνημείο είναι η μορφή του Παντοκράτορα στην περίτεχνη οροφή του. 

Aπό τα κειμήλια του ναού αξίζει να μνημονευτούν τα χειρόγραφα, δύο από τα οποία χρονολογούνται στο 14ο και 15ο αιώνα, καθώς και έντυπα λειτουργικά βιβλία με ενθυμήσεις που καταγράφουν διάφορα γεγονότα και χρονολογούνται από το 17ο αιώνα μέχρι το 1947. Ένα από αυτά αναφέρει τον ξεσηκωμό το 1767 για τον οποίον έγινε λόγος πιο πάνω. Σώζονται επίσης φορητές εικόνες του 14ου και 17ου αιώνα, μια χρυσή επένδυση Eυαγγελίου, του 1806, και ένας περίτεχνος σταυρός αγιασμού.

Η προέλευση όσων από τα αντικείμενα αυτά είναι παλιότερα της ανέγερσης του ναού δεν είναι γνωστή. Θα μπορούσαν να ανήκουν στη Μονή Χορταΐτου ή στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ιδίως τα αρχαιότερα από αυτά, ενώ πιθανή είναι και μία σχέση τους με έναν παλιότερο του Αγίου Γεωργίου ναό, χτισμένο ίσως στην ίδια θέση, αν και μέχρι στιγμής η ύπαρξη ενός τέτοιου ναού δεν αποδεικνύεται. Η κατασκευή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου εκτός από την οικονομική κατάσταση του Χορτιάτη υποδηλώνει και μία αύξηση του πληθυσμού του και των λατρευτικών του αναγκών στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Το μνημείο αποτελεί μέχρι σήμερα τον ενοριακό ναό του χωριού. Πριν από αυτόν δεν γνωρίζουμε ποια εκκλησία είχε τη συγκεκριμένη  ιδιότητα. Η ανέγερσή του δίπλα στο ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και η απουσία άλλης εκκλησίας μέσα στο χωριό θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν προς το μνημείο του 12ου αιώνα, αν αυτό δεν είχε τόσο μικρές διαστάσεις. Δεν αποκλείεται λοιπόν οι κάτοικοι του χωριού να αναγκάστηκαν πράγματι σε κάποια φάση να χτίσουν κάποιον άλλο ναό, τον οποίον αντικατέστησε στην ίδια θέση αυτός του Αγίου Γεωργίου.

 

 

 

 

hortiatis570.gr | 2008 - 2012 | Διαχείριση ιστοσελίδας: Κώστας Παράδας, kaparadas@hortiatis570.gr | Γιώργος Ρηγόπουλος, rigopolulos@hortiatis570.gr | Σωτήρης Τοκαλατσίδης, admin@hortiatis570.gr