επιμέλεια: Μανώλης Μανωλεδάκης
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Abel O., Η μέχρι Φιλίππου αρχαία ιστορία της Μακεδονίας, μετ. Μ. Δήμιτσα, Λειψία 1860.
Adams W.L., Philipp II and the Thracian Frontier, Αρχαία Θράκη. Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών, Κομοτηνή 1997, τ.1, 81-89.
Βοκοτοπούλου Ι., Θεσσαλονίκη. Από τα προϊστορικά μέχρι τα χριστιανικά χρόνια, Θεσσαλονίκη 1986.
Βοκοτοπούλου Ι., Νέα τοπογραφικά στοιχεία για τη χώρα των Χαλκιδέων, Μνήμη Δ. Λαζαρίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 109-131.
Βοκοτοπούλου Ι., Η επιγραφή του Χολομώντα, Επιγραφές της Μακεδονίας. Γ’ Διεθνές Συμπόσιο για τη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996, 208-227.
Borza E.N., In the Shadow of Olympus, New Jersey 1990.
Δήμιτσας Μ.Γ., Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας τ.Β’, Αθήναι 1874.
Δήμιτσας Μ.Γ., Έλεγχος της αρχαίας γεωγραφίας Ε. Κειπέρτου ως προς την Μακεδονίαν, Αθήναι 1879.
Edson Ch., Notes on the Thracian Phoros, ClPhil 42 (1947), 88 κ.ε.
Edson Ch., Strepsa (Thucydides 1.61.4), ClPhil 50 (1955), 169-190.
Ellis J.R., Philipp II and Macedonian Imperialism, London 1976.
Flensted-Jensen P., Some Problems in Polis Identification in the Chalkidic Peninsula, Yet More Studies in the Ancient Greek Polis, Stuttgart 1997.
Flensted-Jensen P., Thrace from Axios to Strymon, An Inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford 2004, 830.
Fol V., La Thrace antique, Sofia 2002.
Gruppe O., Griechische Mythologie und Religionsgeschichte, München 1906.
Hammond N.G.L., A History of Macedonia I, Oxford 1972.
Hammond N.G.L., The Macedonian State, Oxford 1989.
Hammond N.G.L., The Miracle that was Macedonia, London 1991.
Hammond N.G.L. – Griffith G.T., A History of Macedonia II, Oxford 1979.
Harder A., Euripides’ Kresphontes and Archelaos, Leiden 1985.
Hatzopoulos M.B. – Loukopoulou L.D., Recherches sur les marches orientales des Temenides, Μελετήματα11.1, Αθήνα 1992.
Ιγνατιάδου Δ., Η Θέρμη κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, Θέρμη. Ιστορία και πολιτισμός (έκδοση του Δήμου Θέρμης), Θεσσαλονίκη 1997, 24-68.
Μανωλεδάκης Μ., Κισσός. Προσέγγιση της ιστορίας μιας αρχαίας θρακικής πόλης, στο: Πρακτικά του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου Θρακολογίας «Η Θράκη στον Ελληνο-ρωμαϊκό Κόσμο», Kομοτηνή-Aλεξανδρούπολη, 18-23 Oκτωβρίου 2005, Αθήνα 2007, 359-370.
Μανωλεδάκης Μ., Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, Θεσσαλονίκη 2007.
Μήττα Δ., Μύθοι της αρχαίας Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2006.
Μισαηλίδου-Δεσποτίδου Β., Χάλκινα κοσμήματα αρχαϊκών χρόνων από τη Μακεδονία (διδ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 2003.
Παπαγεωργίου Α.Π., Η αρχαία Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1988.
Παπακωνσταντίνου-Διαμαντούρου Δ., Χώρα Θεσσαλονίκης. Μια προσπάθεια οριοθέτησης, Μνήμη Δ. Λαζαρίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 99-107.
Papazoglou F., Les villes de Macédoine a l’époque romaine, BCH Suppl. XVI (1988).
Πουλάκη Ε.Φ., Χία και Ανθεμούσια, Κατερίνη 2001.
Πουλάκη-Παντερμαλή Ε., Θρηικήισι παρά προμολήισιν Ολύμπου, Αρχαία Θράκη. Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών, Κομοτηνή 1997, τ. ΙΙ, 569-577.
Σαμσάρης Δ., Ο εξελληνισμός της Θράκης κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη 1980.
Simon E., Die Götter der Griechen, München 1969.
Σουέρεφ Κ., Σημειώσεις ιστορικής τοπογραφίας για τον Θερμαϊκό κόλπο και τις γειτονικές περιοχές, ΜΥΡΤΟΣ. Μελέτες στη μνήμη της Ι. Βοκοτοπούλου, Θεσσαλονίκη 2000, 469-487.
Σουέρεφ Κ., Ανατολική παραθερμαϊκή ζώνη, 6ος-2ος αιώνας π.Χ., Θεσσαλονικέων Πόλις 12 (2003), 29-61.
Σουέρεφ Κ., Εισαγωγή στους μύθους της αρχαίας Μακεδονίας και της Χαλκιδικής, εισαγωγή στο: Δ. Μήττα, Μύθοι της αρχαίας Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2006, vii-xliii.
Τιβέριος Μ.Α., Οι ιστορικοί χρόνοι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης πριν από την ίδρυσή της, Θεσσαλονίκη. Ιστορία και πολιτισμός (επιμ. Ι.Κ. Χασιώτης), Θεσσαλονίκη 1997, 59-66.
Tomaschek W., Die alten Thraker, SAWW 128 (1893, ανατ. 1980).
Χουρμουζιάδης Γ.Χ., Η προϊστορική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη. Ιστορία και πολιτισμός (επιμ. Ι.Κ. Χασιώτης), Θεσσαλονίκη 1997, 47-58.
Χριστιανόπουλος Ντ., Η αρχαία Θέρμη και η ίδρυση της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1991.
Zahrnt M., Die Perser in Thrakien, Αρχαία Θράκη. Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών, Κομοτηνή 1997, τ. Ι, 91-100.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Arsenij Ε., Pohval’noe slovo sv. Fotiju Thessalijskomu, Novgorod 1897.
Βακαλόπουλος Α., Η παρά την Θεσσαλονίκην βυζαντινή μονή του Χορταΐτου, ΕΕΒΣ 15 (1939), 280-287.
Βακαλόπουλος Α., Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969.
Βακαλόπουλος Α., Ιστορικές έρευνες έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 17 (1977), 1-39.
Βακαλόπουλος Α.Ε., Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.Χ.-1983, Θεσσαλονίκη 1997.
Balfour D., Politico-Historical Work of Symeon Archbishop of Thessalonica (1416/17 to 1429), Wien 1979.
Braun M., Lebensbeschreibung des Despoten Stefan Lazarevic von Konstantin dem Philosophen, Wiesbaden 1956.
Dieten van J.L., Nikephoros Gregoras, Rhomäische Geschichte (Übersetzung und Erläuterung), II.1, Stuttgart 1979.
Dölger F., Regesten der Kaiserurkunden des Oströmischen Reiches von 565-1453, Teil 4 (1282-1341), Berlin 1960.
Fatouros G. – Krischer T., Johannes Kantakuzenos, Geschichte (Übersetzung und Erläuterung), Stuttgart 1986.
Καλτσογιάννη Ε. – Κοτζάμπαση Σ. – Παρασκευοπούλου Η., Η Θεσσαλονίκη στη βυζαντινή λογοτεχνία, Θεσσαλονίκη 2002.
Laurent V., Le corpus des sceaux de l’ empire byzantin, Paris 1965.
Loenertz R., Manuel Paléologue et Démétrius Cydonès, EO 36 (1937), 474-487.
Loenertz R.-J., Démétrius Cydonès. Correspondance, t. II, Studi e Testi 208 (C. d. Vaticano 1960).
Μανωλεδάκης Μ., Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, Θεσσαλονίκη 2007.
Μαρκή Ε., Η Βυζαντινή Θέρμη, Θέρμη. Ιστορία και πολιτισμός (έκδοση του Δήμου Θέρμης), Θεσσαλονίκη 1997, 70-87.
Meyer Ph., Die Haupturkunden für die Geschichte der Athosklöster, Leipzig 1894.
Μουτσόπουλος Ν.Κ., Περιστερά. Ο ορεινός οικισμός του Χορτιάτη και ο ναός του Αγίου Ανδρέα, Θεσσαλονίκη 1986.
Musurillo H., The Acts of the Christian Martyrs, Oxford 1972, ανατύπωση 1979.
Papageorgiou P.N., Zur Vita der hl. Theodora von Thessalonike, BZ 10 (1901) 150.
Πασχαλίδης Σ.Α., Ο βίος της οσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1991.
Στογιόγλου Γ.Α., Η εν Θεσσαλονίκη πατριαρχική μονή των Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1971.
Ταμιωλάκης Γ., Η ιστορία της ύδρευσης της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985.
Thiriet F., Régestes des délibérations du sénat de Venise concernant la Romanie, II. 1400-1430, Paris 1959.
Vogel Μ. – Gardthausen V., Die griechischen Schreiber des Mittelalters und der Renaissance, Leipzig 1909 (ανατ. Hildesheim 1966), 15.
ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ
Aγγελινούδης A. - Σαββοπούλου Ξ. - Mπακαίμης A., H ιστορία του Xορτιάτη, Xορτιάτης 1994.
Βακαλόπουλος Α., Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969.
Βακαλόπουλος Α.Ε., Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.Χ.-1983, Θεσσαλονίκη 1997.
Βαλαχάς Θ. – Θεοχάρη Δ., Ό,τι απόμεινε από τη μέρα εκείνη, η μνήμη είναι, Χορτιάτης 2008.
Βασδραβέλλης Ι.Κ., Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Α’ Αρχείον Θεσσαλονίκης 1695-1912, Θεσσαλονίκη 1952.
Βασδραβέλλης Ι., Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Γ’ Αρχείον της Μονής Βλατάδων 1466-1839, Θεσσαλονίκη 1955.
Δημητριάδης Β., Φορολογικές κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την τουρκοκρατία, Μακεδονικά 20 (1980), 375-462.
Δημητριάδης Β., Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της τουρκοκρατίας 1430-1912, Θεσσαλονίκη 1983.
Δορδανάς Σ.Ν., Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία (1941-1944) (διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 2002, 703-734.
Kίσσας Σ., Eνθυμήσεις σε παλαιά βιβλία του ναού του Aγίου Γεωργίου Xορτιάτη, Θεσσαλονίκη 3 (1992), 77-93.
Κούμαλα-Λιθοξοπούλου Γ., Η νεότερη ιστορία, Θέρμη. Ιστορία και πολιτισμός (έκδοση του Δήμου Θέρμης), Θεσσαλονίκη 1997, 88-175.
Λέτσας Α.Μ., Ιστορία της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1961.
Μανωλεδάκης Μ., Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, Θεσσαλονίκη 2007.
Μέρτζιος Κ., Μνημεία Μακεδονικής ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1947.
Πλάκας Β., Το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου 1944. 60 χρόνια μετά. Μνήμη και χρέος (έκδ. Δήμου Χορτιάτη), Θεσσαλονίκη 2004.
Στογιόγλου Γ.Α., Η εν Θεσσαλονίκη πατριαρχική μονή των Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1971.
Ταμιωλάκης Γ., Η ιστορία της ύδρευσης της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985.
Τσέκος Χ., Ιστορία του Ασβεστοχωρίου, Θεσσαλονίκη 1957.
Φωτίου Α., Έγκλημα και τιμωρία: ο «Μακεδόνας» Φριτς Σούμπερτ (1944-1947), Θεσσαλονικέων Πόλις 20 (2006), 66 κ.ε.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ – ΜΝΗΜΕΙΑ
Αρχείο Μνημείων Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, τεύχος 2: Περιφέρεια Θεσσαλονίκης (Ερευνητικό πρόγραμμα Α.Π.Θ. 2604), Θεσσαλονίκη 1993.
Βαβλιάκης Ε., Τα συστήματα qanat (κανάτ) στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1989.
Cooksey W. – Woodward A.M., Sites on and near the Hortiach Plateau, BSA XXIII (1918-1919), 55-58.
Γραμμένος Δ.Β. – Μπέσιος Μ. – Κώτσος Σ., Από τους προϊστορικούς οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1997.
Djuric V.J., La peinture murale byzantine du XIIe et XIIIe siècles, Actes du XVe Congrès International d’ Etudes Byzantines, Athènes, Septembre 1976, I, Athènes 1979, 217.
Gardner E.A., Macedonia. Antiquities, BSA XXIII (1918-1919) 17 κ.ε.
Janin R., Les églises et les monastères des grands centres byzantins, Paris 1975.
Καλαϊτζίδης Ν., Σεβασμία Βασιλική Μονή Χορταΐτου, Χορτιάτης 2000.
Κοντοβάς Β., Επτά χειρόγραφα Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, Κληρονομία 17.1 (1985), 70-75.
Μανωλεδάκης Μ., Τα μνημεία του Χορτιάτη και η ανάγκη για την προστασία τους, Χορτιάτης 2000.
Μανωλεδάκης Μ., Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, Θεσσαλονίκη 2007.
Μανωλεδάκης Μ. – Ανδρούδης Π., Το σύστημα υδρομάστευσης (qanat) της Αγ. Παρασκευής Χορτιάτη, ΑΕΜΘ (Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη) 21 (2007), 285-292.
Μανωλεδάκης Μ., Το αρχαίο φρούριο στην κορυφή του Χορτιάτη, Θεσσαλονικέων Πόλις, 1/24 (2008α), 22-31.
Μανωλεδάκης Μ. – Μαρκή Ε., Το υδραγωγείο του Χορτιάτη, ΑΕΜΘ 22 (2008), 361-368.
Μπακαλάκης Γ., Κισσός, Μακεδονικά 3 (1953-1955), 353-362.
Mouriki D., Stylistic Trends in Monumental Painting of Greece during the Eleventh and Twelfth Centuries, DOP 34-35 (1980-1981), 105-106.
Nικονάνος N., H εκκλησία της Mεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Xορτιάτη, Kέρνος. Tιμητική προσφορά στον καθηγητή Γ. Mπακαλάκη, Θεσσαλονίκη 1972, 102-110.
Papageorgiu P.N., Zwei Inschriften vom Kloster Χορταΐτης, ΒΖ 12 (1903), 603.
Παζαράς Θ., Ανάγλυφες σαρκοφάγοι και επιτάφιες πλάκες της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, Αθήνα 1988, 35-36, 99.
Rey L., Observations sur les premiers habitats de la Macédoine, Paris 1921.
Σαββοπούλου-Kατσίκη Ξ., H εκκλησία του Aγίου Γεωργίου στο Xορτιάτη Θεσσαλονίκης, Eκκλησίες στην Eλλάδα μετά την άλωση, τ.3, Aθήνα 1989, 33-44.
Spieser J.-M., Thessalonique et ses monuments du IVe au VIe siècle, Athènes-Paris 1984.
Τσιγαρίδας E.N., Οι τοιχογραφίες της Μονής λατόμου Θεσσαλονίκης και η βυζαντινή ζωγραφική του 12ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1986, 153-156.
Velenis G., Dva dvuezicni nadgrobni nadpisa ot XIV v., Starobalgaristika III, 3 (1972), 39-44.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ – ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ
Beaujour F. de, Tableau du commerce de la Grèce, Paris 1800.
Beaujour F. de, Voyage militaire dans l’ Empire Othoman, Paris 1826.
Cousinéry Μ.Ε.Μ., Voyage dans la Macédoine ΙΙ, Paris 1831.
Desdevises-du-Dezert Th., Géographie ancienne de la Macédoine, Paris 1862.
Evliya Çelebi, Οδοιπορικό, μετάφραση Ν. Μοσχόπουλος, Η Ελλάς κατά τον Εβλιά Τσελεμπή, ΕΕΒΣ15 (1939), 145-181 και 16 (1940), 321-363.
Fallmerayer J.Ph., Fragmente aus dem Orient, Bd. II, Stuttgart und Tübingen 1845.
Leake W.M., Travels in Northern Greece ΙΙΙ, London 1835.
Lucas P., Troisième Voyage du sieur Paul Lucas, fait en M.DCCXIV par ordre de Louis XIV, t. I, Rouen 1719.
Struck A., Makedonische Fahrten I, Wien-Leipzig 1907.
Tafel Th. L. F., De Thessalonica eiusque agro dissertatio geographica, Berolini 1839.
Tafrali Ο., Topographie de Thessalonique, Paris 1913.
Xατζή Iωάννου M., Aστυγραφία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1880.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ – ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ
Cvijic J., Grundlinien der Geographie und Geologie von Mazedonien und Altserbien, Gotha 1908.
Δήμος Θεσσαλονίκης – Δημοτική Πινακοθήκη, Χάρτες και γκραβούρες της Μακεδονίας 15ος-19ος αι., Θεσσαλονίκη 19922.
Λιβιεράτος E., Xαρτογραφίας και χαρτών περιήγησις, Θεσσαλονίκη 1998.
Μανωλεδάκης Μ., Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, Θεσσαλονίκη 2007.
Zacharakis Ch.G., A Catalogue of Printed Maps of Greece 1477-1800, Nicosia 1982.
Από το βιβλίο του Μ. Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007 και το άρθρο των Μ. Μανωλεδάκη – Π. Ανδρούδη, Το σύστημα υδρομάστευσης (qanat) της Αγ. Παρασκευής Χορτιάτη, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 21 (2007), 285-292.
Ήδη από την εποχή της συγκρότησης των πρώτων εκτεταμένων οργανωμένων οικισμών εμφανίστηκε επιτακτική η ανάγκη για αποτελεσματική υδροδότησή τους. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη μιας τεχνογνωσίας γύρω από διαφόρων ειδών κατασκευές ύδρευσης, η οποία βαθμιαία εξελίχθηκε ουσιαστικά σε μία επιστήμη, που ξεκινούσε από γεωλογικές και μετεωρολογικές παρατηρήσεις και κατέληγε στην κατασκευή συχνά πολύπλοκων και εκτεταμένων υδρομαστευτικών και υδροδοτικών εγκαταστάσεων. Ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος υδροδότησης είναι η υδρομάστευση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και η μεταφορά του νερού με τη βοήθεια της φυσικής κλίσης στο επίπεδο του οικισμού. Πρόκειται για το σύστημα που στη διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστό με τον αραβικό όρο qanat (στα περσικά kariz). Η λέξη προέρχεται από την ασσυριακή λέξη qanu, που σημαίνει καλάμι – από την οποία προέρχεται και η ταυτόσημη αρχαιοελληνική λέξη κάννα (και μέσω αυτής η λατινική canna) – και κατ’ επέκταση αυτό που έχει το σχήμα καλαμιού, δηλαδή σωλήνας, αγωγός. Στην ελληνική βιβλιογραφία το qanat έχει αποδοθεί από τον καθηγητή Ε. Βαβλιάκη ως «σύστημα υδρομάστευσης-υδραγωγής».
Το qanat είναι ένα σύστημα υπόγειων στοών και αγωγών, με τη βοήθεια των οποίων υδρομαστεύεται ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας, το νερό του οποίου μεταφέρεται στην επιφάνεια με τη βοήθεια της φυσικής κλίσης. Απαιτείται δηλαδή ο οικισμός να βρίσκεται κοντά σε φυσική πλαγιά, αλλά και να υπάρχει η ευνοϊκή για το έργο γεωμορφολογία, που είναι τα πετρώματα με υδροπερατά συστατικά. Από το ψηλότερο σημείο του qanat, όπου βρίσκεται η πηγή του νερού που θα μεταφερθεί, ξεκινούν οι σήραγγες και (κατόπιν, σε μεγαλύτερα βάθη) οι κλειστοί αγωγοί του νερού, που καταλήγουν στον υποχρεωτικά χαμηλότερα ευρισκόμενο οικισμό. Το νερό συχνά ρέει σε ένα ρείθρο, ενώ όλος ο υπόλοιπος χώρος εξυπηρετεί την ανάγκη της πρόσβασης από τον άνθρωπο για λόγους συντήρησης.
Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο από τα γνωστά qanat είναι αυτό της Αγίας Παρασκευής στον Χορτιάτη. Πρόκειται για μία περιοχή στα ανατολικά του χωριού Χορτιάτης (ΝΑ της Θεσσαλονίκης), σε υψόμετρο 575-585 μ., λίγα μέτρα δυτικά του παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής. Το συνολικό μήκος του qanat (σήραγγες και υπόγειοι αγωγοί) φτάνει τα 20 χλμ. περίπου, καθώς αρχικά το νερό κατέληγε στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Η ζώνη υδρομάστευσης, στην οποία επικεντρώνεται εδώ η προσοχή, καλύπτει μια έκταση περίπου 600 τετραγωνικών μέτρων, αποτελείται από υπόγειες σήραγγες (συνολικού μήκους 74 μ., μέσου ύψους 1,50-1,60 μ. και πλάτους 0,56-0,75 μ., τρία φρεάτια και τέσσερις χώρους συγκέντρωσης υδάτων. Το κεντρικό τμήμα αποτελείται από τρεις συνεχόμενες σήραγγες (Α-Γ), με διεύθυνση Β/ΒΔ-Ν/ΝΑ. Στη ΝΑ του απόληξη βρίσκεται ο μεγαλύτερος χώρος συγκέντρωσης υδάτων (γ), ένα ορθογώνιο θολοσκεπές δωμάτιο, από το οποίο ξεκινούν δύο σήραγγες με διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μία (Ε) κατευθύνεται προς τα ΝΔ, και καταλήγει σε ένα χώρο (δ) κοντά στο φυσικό βράχο, όπου αναβλύζει το νερό της πηγής. Η άλλη (Δ) κατευθύνεται προς τα Β/ΒΔ. Βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο, είναι προσβάσιμη με κτιστή κλίμακα και έχει από ένα φρεάτιο στα δύο άκρα της (1 και 2). Το βάθος του φρεατίου 2 (7,90μ.) αποτελεί και το μέγιστο βάθος του qanat. Από τη ΒΔ απόληξη της σήραγγας αυτής, όπως και από την αντίστοιχη απόληξη της σήραγγας Α στο χώρο α, το νερό συνεχίζει πλέον την πορεία του μέσα σε υπόγειους κλειστούς αγωγούς ορθογώνιας διατομής, μέχρι τον τελικό του προορισμό.
Οι σήραγγες έχουν διανοιχτεί μέσα σε τεταρτογενή ιζήματα. Στα πετρώματα που εμφανίζονται στο χώρο κατασκευής του qanat περιλαμβάνονται κυρίως ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι ηλικίας Τριαδικού και αργιλικοί σχιστόλιθοι ηλικίας Ιουρασικού. Η καρστική προέλευση του νερού υποδηλώνεται από τους σταλακτίτες μήκους 2-3 εκ. στην οροφή της σήραγγας Ε. Η μέση παροχή νερού του qanat είναι 22 μ3/ώρα.
Το qanat της Αγίας Παρασκευής δεν είναι απλώς διανοιγμένο στο υπέδαφος, αλλά σε πολλά σημεία διαθέτει τοιχοποιία, αποτελούμενη από πλίνθους και ημιλαξευμένες πέτρες σε αργολιθοδομή. Στα κατώτερα τμήματα κυριαρχούν στρώσεις πλίνθων με κονίαμα με τριμμένο κεραμίδι. Στα ανώτερα συναντούμε πέτρες με ασβεστοκονίαμα, ενώ σε κάποια σημεία υπάρχουν κατάλοιπα τοιχοδομών από οπτοπλινθοδομή. Η είσοδος στις σήραγγες βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους, στο Β άκρο του χώρου α, ενώ το νερό προέρχεται από την πηγή που βρίσκεται κοντά στο χώρο δ.
Το βουνό του Χορτιάτη, γνωστό από την αρχαιότητα για τα άφθονα νερά του, ήταν φυσικό να παίξει σημαντικό ρόλο στην υδροδότηση της μεγάλης πόλης που απλώθηκε μπροστά του ήδη από τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της. Από το qanat της Αγίας Παρασκευής διοχετευόταν το νερό των πηγών του Χορτιάτη προς τη Θεσσαλονίκη, περνώντας μεταξύ άλλων και πάνω από την υδατογέφυρα που διακρίνεται στην είσοδο του χωριού (ένα από τα λίγα υπέργεια τμήματα του υδραγωγείου). Διάφορα άλλα, πολύ μικρότερα τμήματα υδραγωγείου που σώζονται διάσπαρτα ανάμεσα στον Χορτιάτη και τη Θεσσαλονίκη επιτρέπουν την παρακολούθηση της πορείας του νερού του Χορτιάτη, η οποία συνεχιζόταν προς τα ΒΔ, προς τη διασταύρωση των δρόμων για Ασβεστοχώρι και Καβάλα, συνέχιζε προς το Πανόραμα και στη συνέχεια έστριβε και πάλι προς τα ΒΔ, μέχρι την περιοχή του σύγχρονου ξενοδοχείου «Φιλίππειον», από όπου κατηφόριζε προς την Ακρόπολη. Από εκεί το νερό του Χορτιάτη έμπαινε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου διανεμόταν στα λουτρά και τις δεξαμενές, μέσα από ένα πλήθος διακλαδώσεων.
Η χρονολόγηση της κατασκευής του qanat της Αγ. Παρασκευής αποτελεί μέχρι σήμερα ένα δύσκολο ζήτημα, όπως άλλωστε ισχύει και για κάθε qanat, όταν απουσιάζουν σχετικά γραπτά ή άλλα τεκμήρια. Σύμφωνα με τη μόνη μέχρι στιγμής διατυπωμένη άποψη, θεωρείται ότι κατασκευάστηκε από το σουλτάνο Μουράτ Β΄ την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ωστόσο, η άποψη αυτή χρειάζεται οπωσδήποτε αναθεώρηση. Σε μια τέτοια αναθεώρηση μπορούν να οδηγήσουν τα τμήματα τοιχοποιίας που σώζονται στις σήραγγες του qanat.
Στα κατώτερα τμήματα, στις παρειές του αυλακιού στο οποίο κυλάει το νερό, διατηρούνται σε αρκετά σημεία πλίνθοι, όπως π.χ. στους χώρους β και γ και στις σήραγγες Γ και Ε, το πάχος των οποίων φτάνει τουλάχιστον τα 4 εκ. Σε ορισμένα σημεία σώζεται ασβεστοκονίαμα με υπόλευκο και κιτρινωπό χρώμα. Αξιοσημείωτη είναι και η ύπαρξη ενός πήλινου κυλινδρικού αγωγού στη σήραγγα Α, πάχους 11 εκ. και διαμέτρου 26 εκ., άγνωστης χρήσης, που θα μπορούσε να διοχετεύει στο αυλάκι νερό από κάποια άλλη κοντινή πηγή ή ίσως και να εξυπηρετεί στον εξαερισμό της σήραγγας. Όλα αυτά φαίνεται ότι ανήκουν στην πρώτη φάση κατασκευής του qanat, τουλάχιστον της τοιχοποιίας του. Φαίνεται ότι το qanat της Αγίας Παρασκευής, που ως κατασκευή με τοιχοποιία υπήρχε ήδη στην ύστερη αρχαιότητα, φτιάχτηκε ίσως για πρώτη φορά κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η πρώτη αυτή κατασκευή ενδέχεται να ήταν κατά κύριο λόγο απλώς διανοιγμένη στο υπέδαφος, με απλή τοιχοποιία στις παρειές του αυλακιού. Αργότερα παρουσιάστηκε η ανάγκη ενίσχυσης της κατασκευής, ίσως και αύξησης της αποδοτικότητας του qanat, και τότε δημιουργήθηκαν τα περισσότερα από τα τμήματα της τοιχοποιίας με τις πλίνθους που βλέπουμε σήμερα. Η μεσοβυζαντινή αυτή φάση θα μπορούσε να σχετίζεται με τη Μονή Χορταΐτου, που, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, βρισκόταν στο χώρο του Δημοτικού Σχολείου Χορτιάτη, σε πολύ μικρή απόσταση από το qanat. Παρόμοιες ανάγκες βελτίωσης και επέκτασης του έργου παρουσιάστηκαν οπωσδήποτε και αργότερα, όπως κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, και αυτές θα μπορούσαν να συνδέονται με τον Μουράτ Β΄, που γνωρίζουμε ότι μερίμνησε για την επισκευή και τη συντήρηση του άμεσα σχετιζόμενου με το qanat υδραγωγείου. Τέλος, γνωρίζουμε ότι η τελευταία μεγάλη επισκευή του qanat έγινε το 1918, που είναι ορατή σε αρκετά σημεία σε όλο το μνημείο, συχνά μάλιστα είναι δύσκολο να διακριθεί από την οθωμανική. Η ανακαίνιση αυτή έγινε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης, στην κυριότητα του οποίου είχε περιέλθει όλο το σύστημα υδρομάστευσης και υδροδότησης μετά την απελευθέρωση και μέχρι το 1939. Από το 1975, οπότε σταμάτησε να υδρεύει τη Θεσσαλονίκη, μέχρι σήμερα το qanat δίνει νερό στο Nοσοκομείο Παπανικολάου, τη γυναικεία Mονή της Kοίμησης της Θεοτόκου έξω από το Πανόραμα και ένα στρατόπεδο στην ίδια περιοχή. Δεν πρόκειται για το μοναδικό qanat που υπάρχει στον Χορτιάτη. Ένα άλλο, στο χώρο του Δημοτικού Σχολείου, πιστεύεται ότι ανήκε στις εγκαταστάσεις της Mονής Xορταΐτου, ενώ άλλα, νεότερα, ύδρευαν και υδρεύουν αποκλειστικά το χωριό.
Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 147-152.
Το 1837 η κοινότητα του Χορτιάτη είχε την οικονομική δυνατότητα να ανεγείρει μία μεγάλη εκκλησία, το ναό του Αγίου Γεωργίου, πολύ κοντά στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και ίσως πάνω στη θέση παλιότερου, μικρότερου ναού.
Πρόκειται για μία ξυλόστεγη βασιλική με τρία κλίτη, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με δύο σειρές από επτά κίονες. Οι διαστάσεις της εκκλησίας (22Χ13,6μ.), αλλά και ο ίδιος ο αρχιτεκτονικός της τύπος, ιδιαίτερα διαδεδομένος την εποχή αυτή στη Μακεδονία, πιστεύεται ότι μαρτυρούν μία καλή οικονομική κατάσταση του χωριού. Ο ναός, στεγασμένος με δίριχτη στέγη φτιαγμένη από ντόπια καστανιά, δεν έχει νάρθηκα, διαθέτει όμως τον απαραίτητο στην τουρκοκρατία γυναικωνίτη. Στην ανατολική πλευρά προεξέχει η αψίδα του ιερού, διακοσμημένη εξωτερικά με εννιά τυφλά αψιδώματα, ενώ στη δυτική υπάρχει προστώο, ιδιαίτερα συνηθισμένο στη Βόρεια Ελλάδα, κυρίως λόγω κλιματολογικών συνθηκών, το οποίο καλύπτεται από μονόριχτη στέγη βασταζόμενη από τρεις μαρμάρινους και τρεις ξύλινους κίονες που πατούν σε μαρμάρινο πεζούλι. Η εκκλησία διαθέτει δύο εισόδους, στη δυτική και τη νότια πλευρά του. Εξωτερικά ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρμολόγηση με ασβεστοκονίαμα της αργολιθοδομής των τοίχων, καθώς και η ενσωμάτωση στο μνημείο τμημάτων από παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση, όπως είναι π.χ. οι παλαιοχριστιανικοί κίονες στο δυτικό προστώο, τα θεοδοσιανά κιονόκρανα στο πεζούλι του, τα μαρμάρινα υπέρθυρα στις εισόδους κ.ά. Τα τμήματα αυτά αποτελούν μάρτυρες της ύπαρξης στην περιοχή και αρκετά προγενέστερων της Μονής Χορταΐτου κτισμάτων.
Στη νότια και την ανατολική όψη του ναού είναι εντοιχισμένες λιθανάγλυφες πλάκες με διακόσμηση λαϊκού και θρησκευτικού χαρακτήρα: διακρίνονται σταυροί, ρόδακες, πουλιά, φυτικά μοτίβα, αλλά και ολόσωμες ανθρώπινες μορφές με φέσι και γιαταγάνι, που κρατούν σημαία με σταυρό. Σε μία από τις πλάκες, στη νότια όψη, είναι χαραγμένο το έτος ανέγερσης του ναού (1837). Πάνω από τις πλάκες αυτές διαμορφώνονται τόξα, στο κέντρο των οποίων έχουν εντοιχιστεί μαρμάρινα ανθρώπινα πορτρέτα με σαφείς διαφορές στα χαρακτηριστικά των προσώπων. Kατά μία άποψη πρόκειται για προσωπογραφίες των μαστόρων που εργάστηκαν στην εκκλησία, ενώ έχουν επίσης συνδεθεί και με πρόσωπα κτητόρων ή δοξασίες αποτροπαϊκού χαρακτήρα σχετικά με το οικοδόμημα.
Η εκκλησία είχε αρχικά λίθινο περίβολο, από τον οποίο σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα. Απέναντι από τη νότια είσοδο ένα λιθόκτιστο πυργοειδές κωδωνοστάσιο τετράγωνης κάτοψης χτίστηκε το 1874, όπως μαρτυρά μία επιγραφή που φέρει.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας σώζεται το ξύλινο τριμερές τέμπλο, με σημαντικές εικόνες γνωστών ζωγράφων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα με έντονη δραστηριότητα στη Μακεδονία, κάτι που μπορεί επίσης να είναι δηλωτικό της οικονομικής κατάστασης του χωριού. Σώζονται ακόμα ο δεσποτικός θρόνος, ο ξύλινος άμβωνας, καθώς και ένα πλούσια διακοσμημένο ξύλινο αναλόγιο, που χρονολογείται από επιγραφή στο 1729 και προέρχεται προφανώς από παλιότερο ναό. Η μοναδική ζωγραφική παράσταση στο μνημείο είναι η μορφή του Παντοκράτορα στην περίτεχνη οροφή του.
Aπό τα κειμήλια του ναού αξίζει να μνημονευτούν τα χειρόγραφα, δύο από τα οποία χρονολογούνται στο 14ο και 15ο αιώνα, καθώς και έντυπα λειτουργικά βιβλία με ενθυμήσεις που καταγράφουν διάφορα γεγονότα και χρονολογούνται από το 17ο αιώνα μέχρι το 1947. Ένα από αυτά αναφέρει τον ξεσηκωμό το 1767 για τον οποίον έγινε λόγος πιο πάνω. Σώζονται επίσης φορητές εικόνες του 14ου και 17ου αιώνα, μια χρυσή επένδυση Eυαγγελίου, του 1806, και ένας περίτεχνος σταυρός αγιασμού.
Η προέλευση όσων από τα αντικείμενα αυτά είναι παλιότερα της ανέγερσης του ναού δεν είναι γνωστή. Θα μπορούσαν να ανήκουν στη Μονή Χορταΐτου ή στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ιδίως τα αρχαιότερα από αυτά, ενώ πιθανή είναι και μία σχέση τους με έναν παλιότερο του Αγίου Γεωργίου ναό, χτισμένο ίσως στην ίδια θέση, αν και μέχρι στιγμής η ύπαρξη ενός τέτοιου ναού δεν αποδεικνύεται. Η κατασκευή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου εκτός από την οικονομική κατάσταση του Χορτιάτη υποδηλώνει και μία αύξηση του πληθυσμού του και των λατρευτικών του αναγκών στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Το μνημείο αποτελεί μέχρι σήμερα τον ενοριακό ναό του χωριού. Πριν από αυτόν δεν γνωρίζουμε ποια εκκλησία είχε τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Η ανέγερσή του δίπλα στο ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και η απουσία άλλης εκκλησίας μέσα στο χωριό θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν προς το μνημείο του 12ου αιώνα, αν αυτό δεν είχε τόσο μικρές διαστάσεις. Δεν αποκλείεται λοιπόν οι κάτοικοι του χωριού να αναγκάστηκαν πράγματι σε κάποια φάση να χτίσουν κάποιον άλλο ναό, τον οποίον αντικατέστησε στην ίδια θέση αυτός του Αγίου Γεωργίου.
Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 109-127.
Το βουνό του Xορτιάτη αποτέλεσε σημαντικό κέντρο μοναχισμού με πλήθος μοναστηριών κατά τη βυζαντινή εποχή. Ένα από τα μοναστήρια αυτά, σίγουρα το επιφανέστερο, ήταν η Mονή Xορταΐτου, που χτίστηκε κατά την επικρατέστερη άποψη στην περιοχή του σημερινού χωριού Xορτιάτης και συνέδεσε την ιστορία της με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής μέχρι την άλωση από τους Τούρκους.
Αν και οι αναφορές που σώζονται για τη Μονή Xορταΐτου από τη βυζαντινή μέχρι και τη νεότερη περίοδο είναι αρκετές, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ούτε το έτος ίδρυσής της, ούτε τον ακριβή τόπο στον οποίο χτίστηκε, ούτε και τον κτήτορά της. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της χρονολόγησης του μοναστηριού, η πρωιμότερη συγκεκριμένη πληροφορία που διαθέτουμε παρέχεται στην αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Γ’, όπου αναφέρεται ότι στην αρχή του 13ου αιώνα Κιστερκιανοί μοναχοί από την Ιταλία, που κατά τη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας (1202-1204) είχαν εξαπλωθεί στην Ελλάδα, κατέλαβαν τη Μονή και αντικατέστησαν τους Έλληνες μοναχούς. Αυτό σημαίνει ότι η Μονή υπήρχε πριν από την εποχή αυτή, δηλαδή σίγουρα το 12ο αιώνα.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες δύο σχετικές πηγές, οι οποίες θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στον 11ο αιώνα. Η μία από αυτές είναι αλληλογραφία ανάμεσα στον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081-1118) και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Γ’ Γραμματικό (1084-1111), όπου αναφέρεται πέντε φορές ο μοναχός Ιωάννης ο Xορταϊτινός ή Xορταΐτης, ο οποίος πρέπει να ασκούσε επιρροή στα δύο αυτά πρόσωπα και ήταν παρών τη στιγμή του θανάτου του πατριάρχη Νικολάου.
Σε ένα άλλο κείμενο αναφέρεται ο «Αμβρόσιος μοναχός της ευαγούς μονής Xορταΐτου», ο οποίος ήταν γραφέας ενός κώδικα που χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η Μονή Xορταΐτου είναι πολύ πιθανό να υπήρχε ήδη από τον 11ο αιώνα. Αν και η χρονολόγηση με βάση τις δύο αυτές πηγές έχει κατά καιρούς αντιμετωπιστεί με επιφύλαξη, έστω και για λόγους που δεν εκτίθενται με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο, κατά πάσα πιθανότητα είναι βάσιμη. Άλλωστε, στα χρόνια του 11ου αιώνα χρονολογούνται τόσο η σφραγίδα της Μονής όσο και ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν βρεθεί στο χωριό Χορτιάτης και πιστεύεται, χωρίς όμως αποδεικτικά στοιχεία, ότι ανήκουν στο συγκεκριμένο μνημείο.
Το επίγραμμα της σφραγίδας (Σφραγίς Πανάγνου της Μονής Xορταΐτου) είναι σημαντικό, γιατί μας πληροφορεί ότι το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στην Πάναγνο Θεοτόκο. Στην αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ αναφέρεται ως μοναστήρι της Sancta Maria de Chortato, ενώ σε μοναστηριακά έγγραφα ως «Σεβασμία βασιλική μονή Xορταΐτου». Αυτό σημαίνει ότι ιδρύθηκε από κάποιον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του οποίου την ταυτότητα όμως δεν γνωρίζουμε, ούτε έχουμε κάποια ένδειξη για να προσδιορίσουμε. Εξετάζοντας το φρούριο της κορυφής του Χορτιάτη, έγινε λόγος για τον Όσιο Φώτιο τον Θεσσαλό, ο οποίος ίδρυσε έναν ή δύο ναούς στο βουνό. Ο Φώτιος έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, του επονομαζόμενου Βουλγαροκτόνου (τέλος 10ου – αρχή 11ου αιώνα), με τον οποίο μάλιστα συνδεόταν έντονα. Ανέλαβε την πνευματική φροντίδα του νεαρού Βασιλείου και εκείνος, όταν αργότερα πήγε στη Θεσσαλονίκη για να εκστρατεύσει εναντίον των Βουλγάρων, αναζήτησε τον Φώτιο και τον πήρε μαζί του στην εκστρατεία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι ο Φώτιος ασχολήθηκε με την ίδρυση μοναστηριών στη Θεσσαλονίκη, μας οδηγούν στη διατύπωση της δελεαστικής υπόθεσης να ήταν ο Βασίλειος Β’ ο αυτοκράτορας εκείνος που ίδρυσε τη Μονή Xορταΐτου, γεγονός που ταιριάζει απόλυτα με τη χρονολόγηση της Μονής που παρατέθηκε προηγουμένως. Στην περίπτωση αυτή, ο ναός που ίδρυσε ο Φώτιος στον Χορτιάτη θα μπορούσε να σχετίζεται με το καθολικό της Μονής Xορταΐτου.
Από τις πολλές αναφορές των πηγών στη Μονή, φαίνεται ότι αυτή αποτέλεσε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Την εποχή της ακμής της αριθμούσε διακόσιους μοναχούς, ενώ κατά διαστήματα φιλοξενήθηκαν στους χώρους της αυτοκράτορες και αξιωματούχοι του Βυζαντίου. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στην αρχή του 13ου αιώνα η Μονή καταλήφθηκε από Κιστερκιανούς μοναχούς, αλλά το 1213 επανήλθε στα χέρια των Βυζαντινών και έγινε ονομαστή κατά τον επόμενο αιώνα. Τότε απαντούν και οι περισσότερες αναφορές της στα γραπτά κείμενα, όχι μόνο των Βυζαντινών, αλλά και των Φράγκων, όπως π.χ. του Νικηφόρου Γρηγορά (1295-1360), του Ιωάννη Καντακουζηνού (1295-1383), του Ερρίκου του εκ Βαλεντίας (Henri de Valenciennes, 13ος αι.) και άλλων. Τα κείμενα αυτά μιλούν για γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Μονής, παραθέτουν χρυσόβουλλα αυτοκρατόρων που αναφέρονται σ’ αυτήν ή μας πληροφορούν για τα μετόχια και την ακίνητη περιουσία της Μονής, καθώς και για τα ονόματα κάποιων ηγουμένων και μοναχών της.
Σε ό,τι αφορά τα κτήματα της Μονής, γνωρίζουμε την ύπαρξη αρκετών, τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας. Σε χρυσόβουλλο του Ιωάννη Καντακουζηνού του 1351 γίνεται λόγος για ένα μονύδριο του Αγίου Γεωργίου, που ανήκε στη Μονή Ιβήρων και το πήρε η Μονή Xορταΐτου, ανταλλάσσοντάς το με άλλα κτήματα. Σε έγγραφα του 1318 αναφέρονται επίσης κτήματα της Μονής στον Αξιό ποταμό, που συνόρευαν με κτήματα της Μονής Χιλανδαρίου, και άλλα κτήματα στην περιοχή του Στρυμόνα, ενώ άλλο έγγραφο του 1369 ρυθμίζει τα σύνορα των εκτάσεων των Μονών Xορταΐτου και Ζωγράφου στην Ιερισσό. Κτήματα της Μονής υπήρχαν επίσης και στην περιοχή του Σέδες.
Σε ό,τι αφορά τη θέση της ίδιας της Μονής Xορταΐτου, πολλά στοιχεία συγκλίνουν στην τοποθέτησή της στο χώρο γύρω από το σημερινό Δημοτικό Σχολείο του Χορτιάτη. Το γεγονός ότι, σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο μοναστήρι του Χορτιάτη, γίνεται τόσο συχνά λόγος στις γραπτές πηγές για τη Μονή Xορταΐτου, που γνώρισε αρκετά σημαντικές ιστορικές στιγμές, υποδηλώνει ότι η Μονή αυτή δεν θα πρέπει να ήταν χτισμένη σε σημείο του βουνού πολύ απομακρυσμένο από τη Θεσσαλονίκη, ενώ θα περιμέναμε να έχουν διασωθεί έστω και κάποια λείψανά της. Τα στοιχεία αυτά ταιριάζουν με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην περιοχή του σχολείου και αυτά πρέπει να είναι τα ερείπια του μοναστηριού που είδε το 19ο αιώνα ο Μ.Ε.Μ. Cousinéry μετά την είσοδο (εκείνης της εποχής) του χωριού Χορτιάτης.
Τα λείψανα που σώζονται σήμερα είναι: τα υπολείμματα λιθόκτιστων τοίχων και μιας πυργοειδούς κατασκευής, που πρέπει να ανήκουν στον περίβολο της μονής, τμήμα του πύργου υδατόπτωσης ενός νερόμυλου, τμήμα ενός αγωγού στα βόρεια του σχολείου, τμήματα μιας πύλης στα βορειοδυτικά, κατασκευή υδρομάστευσης και δύο θολοσκέπαστες κατασκευές αδιευκρίνιστης μέχρι σήμερα λειτουργίας στα νότια, στην αυλή του σχολείου, που ενδεχομένως εντάσσονταν στο χώρο του μοναστηριού. Aρχιτεκτονικά μέλη της βυζαντινής περιόδου, όπως τμήματα κιόνων και κιονόκρανα που βρίσκονται ακόμα διάσπαρτα στην αυλή του σχολείου ή έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση στον κοντινό ναό του Αγίου Γεωργίου του 19ου αιώνα, είναι πολύ πιθανό να προέρχονται από τη Μονή, ενώ ιδιαίτερης σημασίας είναι και οι πολυάριθμες μαρτυρίες για την ύπαρξη ψηφιδωτών δαπέδων γύρω από το σχολείο, ήδη από την εποχή της θεμελίωσης του πρώτου κτιρίου (1904) και για αρκετά χρόνια μετά. Ας σημειωθεί τέλος και η μαρτυρία του A. Struck, που επισκέφτηκε το χωριό το 1901 και το 1903, δηλαδή λίγο πριν την ανέγερση του σχολείου, ότι παρακολούθησε την ανασκαφή μιας βυζαντινής εκκλησίας, «με την οποία συνδέονταν μύθοι σχετικά με την προέλευση του χωριού».
Το τέλος της Μονής Xορταΐτου ήρθε λίγο πριν την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, όταν είχε ήδη ξεκινήσει η πολιορκία και κατάκτηση των περιχώρων της πόλης, ίσως περί το 1421. Μετά την καταστροφή της, το 15ο αιώνα, έγινε τιμάριο ενός χριστιανού ονόματι Χαμζά, ο οποίος τη μεταβίβασε στους γιους του.
Από το βιβλίο του Μ. Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 96-108 και το άρθρο των Μ. Μανωλεδάκη – Ε. Μαρκή, Το υδραγωγείο του Χορτιάτη, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 22 (2008), 361-368.
Στη βορειοδυτική πλαγιά του Χορτιάτη, στην είσοδο του ομώνυμου σύγχρονου χωριού, σώζεται ένα αρκετά μεγάλο τμήμα υδραγωγείου, μία υδατογέφυρα με κατεύθυνση Δ/ΒΔ-Α/ΝΑ. Ένα από τα χαρακτηριστικά του Χορτιάτη ήταν τα πλούσια νερά του. Ήταν λοιπόν φυσικό το βουνό αυτό να παίξει το βασικό ρόλο στην υδροδότηση της μεγάλης πόλης που απλώθηκε μπροστά του. Τα νερά του Χορτιάτη προέρχονταν από πηγές των βορειοδυτικών πλαγιών του βουνού, σε υψόμετρο περίπου 600-900μ., δηλαδή λίγο ψηλότερα από το σύγχρονο χωριό. Συγκεντρώνονταν στο ίδιο περίπου σημείο όπου συγκεντρώνονται και σήμερα, στο qanat της Αγίας Παρασκευής, πριν περάσουν από την υδατογέφυρα και καταλήξουν στη Θεσσαλονίκη.
Διάφορα πολύ μικρότερα τμήματα του υδραγωγείου που σώζονται διάσπαρτα ανάμεσα στον Χορτιάτη και τη Θεσσαλονίκη επιτρέπουν την παρακολούθηση της πορείας του. Μετά την υδατογέφυρα στην είσοδο του χωριού, το υδραγωγείο κατευθυνόταν προς τα ΒΔ, προς τη διασταύρωση των δρόμων για Ασβεστοχώρι και Καβάλα, συνέχιζε προς το Πανόραμα και στη συνέχεια έστριβε προς την περιοχή του σύγχρονου ξενοδοχείου «Φιλίππειον», από όπου κατηφόριζε προς την Ακρόπολη. Το νερό του Χορτιάτη έμπαινε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου διανεμόταν στα λουτρά και τις δεξαμενές, μέσα από ένα πλήθος διακλαδώσεων. Η σημαντικότερη από αυτές φαίνεται πως ήταν εκείνη της Μονής Βλατάδων, που ύδρευε ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Υποστηρίζεται ότι το συγκεκριμένο δίκτυο ύδρευσης ανάγεται σε εποχή πρωιμότερη από την ίδρυση της Μονής. Μία άλλη διακλάδωση του υδραγωγείου έχει εντοπιστεί στην περιοχή της Υπαπαντής και ύδρευε το ανατολικό τμήμα της πόλης.
Η ιστορία του υδραγωγείου αποτυπώνεται τόσο στην τοιχοδομία της υδατογέφυρας του Χορτιάτη όσο και στις γραπτές πηγές:
Τοιχοδομία
Αφορμή για τη συγκεκριμένη μελέτη του μνημείου ήταν η πρωτοβουλία του Δήμου Χορτιάτη για τη σύνταξη προμελέτης στερέωσης και συντήρησης της υδατογέφυρας, με στόχο την ένταξη των επακόλουθων εργασιών στο 4ο ΚΠΣ. Για το σκοπό αυτό υπογράφτηκε προγραμματική σύμβαση ανάμεσα στην προϊσταμένη της 9ης ΕΒΑ κ. Ε. Μαρκή και το Δήμαρχο Χορτιάτη κ. Μ. Γεράνη και η 9η Εφορεία ανέλαβε με χρηματοδότηση του Δήμου τη σύνταξη της προμελέτης, της πρώτης ουσιαστικής αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής μελέτης του υδραγωγείου στη μακραίωνη ιστορία του.
Η υδατογέφυρα σώζεται σε συνολικό μήκος περίπου 223μ. και κατευθύνεται προς τα ΝΑ προς το χωριό, ενώ προς την αντίθετη κατεύθυνση συνεχίζει σχεδόν παράλληλα προς το δρόμο Χορτιάτη-Ασβεστοχωρίου και χάνεται κάτω από τις εκτάσεις σύγχρονου στρατοπέδου. Συνδέει ουσιαστικά δύο λοφώδη εξάρματα του εδάφους, ώστε να διατηρείται ομοιόμορφη η απαιτούμενη ελαφρά κλίση στην πορεία του νερού προς την πόλη.
Το ψηλότερο σημείο του μνημείου (499,07μ. από την επιφάνεια της θάλασσας – υψ. εδάφους 498,12μ.) βρίσκεται στο ΝΑ του άκρο, από όπου το υδραγωγείο κατευθύνεται προς τα ΒΔ για 118μ. (στο εξής Τμήμα 1). Από το σημείο εκείνο αλλάζει κατεύθυνση και παρουσιάζοντας μια γωνία 140° κατευθύνεται πλέον προς τα Δ για άλλα 101,5μ. (στο εξής Τμήμα 2), μέχρι που συναντάει το ύψος του εδάφους. Το μέγιστο ύψος του υδραγωγείου, στο κεντρικό τμήμα του Τμήματος 2 φτάνει τα 20,1μ., και το μέγιστο πάχος του τα 5μ. Στο κέντρο του Τμήματος 2 το μνημείο είναι χωρισμένο σε τρεις οριζόντιες ζώνες, από τις οποίες η κατώτερη έχει ελαφρώς μεγαλύτερο πάχος κατά περ. 1μ. από τη μεσαία και αυτή ελαφρώς μεγαλύτερο από την ανώτερη. Πάνω στην ανώτερη ζώνη διαμορφώνεται αγωγός ορθογώνιας διατομής μέσου πλάτους 0,5 μ., που δεχόταν τους πήλινους σωλήνες μεταφοράς του νερού, από τους οποίους σώζονται ελάχιστα λείψανα. Ο αγωγός καλυπτόταν με μεγάλες λίθινες πλάκες, πολλές από τις οποίες βρίσκονται σήμερα στη θέση τους.
Στο κέντρο του Τμήματος 2 υπάρχουν δύο μεγάλα διαμπερή τοξωτά ανοίγματα. Το μεγαλύτερο, στην κατώτερη ζώνη, έχει ύψος 8,5μ. και μέγιστο πλάτος 5,3μ. και παρέχει την εντύπωση πύλης διόδου πάνω στο χωματόδρομο που περνάει κάτω από το μνημείο. Πάνω από αυτό υπάρχει το δεύτερο άνοιγμα, προς τα δυτικά του οποίουυπάρχει ένα ακόμα τοξωτό άνοιγμα.
Η βόρεια όψη του υδραγωγείου (Τμήμα 2) ενισχύεται από αντηρίδες εκατέρωθεν του μεγάλου κεντρικού τόξου, από τις οποίες οι δύο που βρίσκονται ανατολικά του τόξου σώζονται σε μεγάλο βαθμό – η δυτικότερη, που είναι και η μεγαλύτερη, σώζεται ολόκληρη – ενώ στα δυτικά του σώζονται τμήματα άλλων αντηρίδων, που είναι κατεστραμμένες στο μεγαλύτερο βαθμό, έτσι ώστε είναι δύσκολος και ο προσδιορισμός του ακριβούς αριθμού τους.
Στη Ν όψη, σε απόσταση 28,5μ. δυτικά από το δυτικό τοξωτό άνοιγμα είναι ανοιγμένο μέσα στην τοιχοποιία του υδραγωγείου ένα τοξωτό δωμάτιο, που πιθανώς εξυπηρετούσε τη φύλαξη του υδραγωγείου και του νερού. Προς τα ανατολικά του κεντρικού τόξου υπάρχει ένα μικρό τοξωτό άνοιγμα, διαμορφωμένο στο πάχος της τοιχοποιίας. Στο δυτικό άκρο του υδραγωγείου, υπάρχει ένας χώρος συγκέντρωσης νερού.
Το Τμήμα 1 αποτελεί έναν ευθύγραμμο λιθόκτιστο τοίχο, ο οποίος μόνο στο κατώτερο τμήμα του διαθέτει λίγες σειρές πλίνθων. Φαίνεται ουσιαστικά μόνο η ΝΔ όψη, ενώ η ΒΑ στο μεγαλύτερο τμήμα της υψώνεται μόλις 0,5-1,5μ. από τη φυσική πλαγιά, καλύπτεται δε από πυκνά δέντρα και θάμνους και σχεδόν εφάπτεται με το παρακείμενο ιδιωτικό οικόπεδο.
Το υδραγωγείο είναι θεμελιωμένο απευθείας στο φυσικό ασβεστολιθικό βράχο. Είναι χτισμένο με κατεργασμένους και αργούς λίθους διαφόρων μεγεθών και πλίνθους, ενώ ως συνδετικό υλικό έχει χρησιμοποιηθεί ασβεστοκονίαμα.
Η ακριβής χρονολόγηση και η διάκριση των κατασκευαστικών φάσεων του υδραγωγείου είναι δύσκολη υπόθεση. Μια προσεκτική παρατήρησή του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δέχτηκε πολλές επισκευές και επεμβάσεις σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του και ότι η εικόνα του άλλαξε σημαντικά αρκετές φορές. Στην αρχική φάση ανήκουν αναμφίβολα οι μεγάλων διαστάσεων πλίνθοι (πάχους μέχρι και 8 εκ.) στο κατώτερο τμήμα της Β όψης, που ανήκουν σε μια αρχική αντηρίδα και υποδηλώνουν ότι το υδραγωγείο χτίστηκε αρχικά στη ρωμαϊκή εποχή. Είναι πιθανό η κατασκευή του να εντασσόταν στη γενικότερη δραστηριότητα κατασκευής δημόσιων έργων από τους Ρωμαίους.
Σύμφωνα με την επικρατούσα και σχεδόν μοναδική διατυπωμένη άποψη στη βιβλιογραφία, το υδραγωγείο φέρεται να χτίστηκε στην αρχή του 4ου αιώνα. Ωστόσο, στο πλαίσιο της προμελέτης, στάλθηκαν τμήματα των προαναφερθέντων μεγάλων πλίνθων στο Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας του Ερευνητικού Κέντρου «Αθηνά» στην Ξάνθη, όπου χρονολογήθηκαν με τη θερμοφωταύγεια μέθοδο. Η χρονολόγηση έδωσε το 46 μ.Χ. ως έτος ψησίματος των πλίνθων, με μια απόκλιση σφάλματος περίπου ενός αιώνα. Καθώς η χρονολόγηση γίνεται όλο και λιγότερο πιθανή καθώς απομακρυνόμαστε από το έτος 46, μπορούμε γενικά να πούμε πως το υδραγωγείο πρέπει να χτίστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Η Θεσσαλονίκη διέθετε υπόγεια νερά, που αρχικά επαρκούσαν για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων της. Στη ρωμαϊκή εποχή όμως η κατάσταση άλλαξε. Ήδη τον 1ο αιώνα, πιθανή περίοδο κατασκευής του υδραγωγείου, ο Στράβων αποκαλεί τη Θεσσαλονίκη μητρόπολη της Μακεδονίας. Η συνακόλουθη αύξηση του πληθυσμού της πόλης και η παράλληλη κατασκευή λουτρών, δημόσιων κτισμάτων και άλλων οικοδομημάτων δημιούργησαν μεγαλύτερες απαιτήσεις σε νερό, οι οποίες είναι λογικό να οδήγησαν στην αναζήτηση νέων λύσεων, όπως η υδροδότηση από τον Χορτιάτη.
Η σημερινή εικόνα του υδραγωγείου είναι προϊόν πολλών διαδοχικών επεμβάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι διακρίνονται ίχνη τόξων της ρωμαϊκής και της παλαιοχριστιανικής περιόδου που έχουν κλείσει, ενώ τα υπάρχοντα σήμερα τόξα φαίνεται ότι είναι της μεσοβυζαντινής περιόδου, γεγονός που σημαίνει ότι η σημερινή εικόνα διαφέρει αισθητά από την αρχική.
Τα σωζόμενα ίχνη τόξων υποδηλώνουν ότι στην αρχική του φάση το υδραγωγείο διέθετε πιθανότατα τουλάχιστον δύο επάλληλες σειρές κοντινών μεταξύ τους τόξων, ανάλογα με άλλα παραδείγματα ρωμαϊκών υδραγωγείων. Από αυτή την αρχική, ρωμαϊκή φάση, διακρίνονται σήμερα επίσης (με το μπλε χρώμα) τμήματα σε μια κατώτερη ζώνη στη Ν όψη, η οποία προεξέχει εμφανώς από τις υπερκείμενες, νεότερές της. Στο δυτικό τμήμα της διακρίνεται τμήμα τόξου, που έκλεισε το αργότερο κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Ορισμένα λείψανα της ίδιας φάσης, με μικρές πέτρες, μεγάλες πλίνθους και τμήματα τόξων, σώζονται και σε άλλα σημεία.
Μία δεύτερη κατασκευαστική φάση, που φαίνεται πως ανήκει στην παλαιοχριστιανική περίοδο, είναι ορατή (με το κίτρινο χρώμα) στη μεν Β όψη στο τμήμα πάνω και δυτικά από το ρωμαϊκό τμήμα με τις μεγάλες πλίνθους, στη δε Ν όψη στα σημεία πάνω και δίπλα από τα προαναφερθέντα ρωμαϊκά. Εδώ, ακανόνιστα τοποθετημένοι αργοί λίθοι διακόπτονται από οριζόντιες σειρές πλίνθων, ελαφρώς λεπτότερων από τις ρωμαϊκές, ενώ στη Β όψη διακρίνονται και πάλι αρκετά τμήματα τόξων, στα σημεία των αντηρίδων.
Το κεντρικό τμήμα του Τμ. 2 του μνημείου, δηλαδή το τμήμα των τόξων, ανήκει στη μεσοβυζαντινή περίοδο (με το κόκκινο χρώμα). Είναι η εποχή κατά την οποία έχουν κλείσει τα μικρά τόξα των προηγούμενων περιόδων, ενισχύθηκε το κάτω μέρος του μνημείου με μεγάλων διαστάσεων λίθους και ανοίχτηκαν τα τρία τόξα που βλέπουμε σήμερα, τουλάχιστον ένα από τα οποία δέχτηκε υστερότερες επεμβάσεις, αν κρίνουμε από την οξυκόρυφη απόληξή του. Στην τοιχοποιία κυριαρχούν οι ημιλαξευμένες πέτρες διαφόρων μεγεθών σε αργολιθοδομή, διακοπτόμενες από λεπτότερες πλίνθους. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανώτερη ζώνη των τόξων, ανατολικά από το κεντρικό και στην ίδια απόσταση από αυτό όπως και το δυτικό υπήρχε την περίοδο αυτή και ένα άλλο τόξο, ισομέγεθες του δυτικού, που έδινε μια συμμετρική εικόνα. Το τόξο αυτό, έκλεισε κατά την υστεροβυζαντινή (παλαιολόγεια) εποχή (με το σκούρο πράσινο χρώμα), με μικρούς λίθους και λεπτές πλίνθους, οπότε και δημιουργήθηκε το μικρό τοξωτό άνοιγμα που υπάρχει σήμερα. Πρόκειται για το μοναδικό ευκρινώς ορατό υστεροβυζαντινό τμήμα του υδραγωγείου.
Άλλα τμήματα του μνημείου χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ασάφεια ως προς τη φάση κατασκευής τους (με το καφέ χρώμα ή τις διαγραμμίσεις), που πάντως χρονολογείται από τη βυζαντινή εποχή και μετά. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (με το ανοιχτό πράσινο χρώμα), οπότε και απουσιάζουν τελείως οι πλίνθοι, ενδέχεται να ανήκουν μία ή περισσότερες φάσεις. Τότε χρονολογείται οπωσδήποτε ολόκληρη η ανώτερη ζώνη του Τμήματος 2, το τοξωτό δωμάτιο της Ν όψηςκαι οι μεγάλες ανατολικές αντηρίδες της Β όψης.
Σε ό,τι αφορά το Τμήμα 1, εκτός από μια μικρή ζώνη στο κατώτερο τμήμα της ΝΔ όψης, που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της παλαιοχριστιανικής τοιχοποιίας, όλο το υπόλοιπο Τμήμα φαίνεται να ανήκει κατά κύριο λόγο στην περίοδο της τουρκοκρατίας, με ορισμένα ίσως ίχνη και προγενέστερων βυζαντινών επεμβάσεων, κυρίως στη ΝΔ όψη.
Γραπτές πηγές
Στις γραπτές πηγές η πρώτη έμμεση πληροφορία για το υδραγωγείο που διαθέτουμε ανήκει στο 12ο αιώνα και προέρχεται από το Τυπικόν της Μονής του Χριστού Παντοκράτορα του 1137. Οι πληροφορίες που προκύπτουν από το κείμενο αυτό είναι ότι το 12ο αιώνα η Θεσσαλονίκη υδρευόταν από το νερό του Χορτιάτη, ότι η Μονή του Χριστού Παντοκράτορα είχε την εποχή εκείνη δικαιώματα από τα έσοδα παροχής του νερού αυτού στην πόλη και ότι το νερό χρησιμοποιούνταν σε βιομηχανικές δραστηριότητες. Λίγες δεκαετίες αργότερα ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, περιγράφοντας την πολιορκία της πόλης από τους Νορμανδούς το 1185, αναφέρεται στο «Χορταήθεν ύδωρ» που ύδρευε τη Θεσσαλονίκη, σε μία διαρροή της δεξαμενής του Επταπυργίου που ταλαιπώρησε τους κατοίκους, καθώς και στις προσπάθειες του διοικητή της πόλης να επισκευαστεί η δεξαμενή. Ανάλογες αναφορές έχουμε και το 1316 σε ένα χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου και το επόμενο έτος, σε ένα άλλο χρυσόβουλλο.
Από τα κείμενα αυτά δεν μένει καμία αμφιβολία για την εξαιρετική σημασία που είχε το νερό του Χορτιάτη για τη Θεσσαλονίκη στη βυζαντινή περίοδο. Η σημασία αυτή γίνεται πλέον έκδηλη σε μια μαρτυρία που παραδίδεται από το μεγάλο λογοθέτη της Κωνσταντινούπολης Ιέρακα (16ος αι.), και αναφέρεται στην εποχή της άλωσης της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, όταν ο Μουράτ Β’ πολιορκούσε την πόλη, αντιμετώπισε τόσο σθεναρή αντίσταση, που ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την προσπάθειά του. Τότε όμως τον πλησίασαν οι μοναχοί της Μονής Βλατάδων και τον συμβούλευσαν να κόψει την υδροδότηση της πόλης από τον Χορτιάτη, ώστε οι κάτοικοι να υποφέρουν από λειψυδρία και να παραδοθούν:
Ο σουλτάνος, πάντα σύμφωνα με τον Ιέρακα, ακολούθησε τη συμβουλή των μοναχών και έβαλε «τζαούσην φύλακα» να φυλάει τους προδότες μοναχούς, για να μην τους πειράξει κανείς. Γι’ αυτό και η Μονή Βλατάδων λέγεται και «Τζαούς Μοναστήρι». Η μαρτυρία αυτή του Ιέρακα βασίζεται σε μία παράδοση, η οποία κατά μία άποψη ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δικαιολογεί τα προνόμια της Μονής Βλατάδων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, λόγω αυτής ακριβώς της προδοσίας. Ωστόσο, από την πλειονότητα των ερευνητών η κατηγορία του Ιέρακα θεωρείται αβάσιμη, έως και κακόβουλη, καθώς καμία άλλη σχετική πηγή δεν αναφέρεται σε τέτοιο γεγονός. Είναι άλλωστε δύσκολο να πιστέψουμε ότι η άμυνα της Θεσσαλονίκης τη συγκεκριμένη εποχή ήταν τόσο ισχυρή, ώστε να ωθήσει τον Μουράτ να εγκαταλείψει την πολιορκία της, ή ότι η δεξαμενή της Μονής Βλατάδων ήταν η μόνη πηγή υδροδότησης των Θεσσαλονικέων, ώστε η κατάληψή της να σημάνει και την παράδοση της πόλης.
Ωστόσο, ο Μουράτ Β’ συνδέεται σίγουρα με το υδραγωγείο του Χορτιάτη, καθώς λίγο μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430, μερίμνησε για την επισκευή του και κατασκεύασε είκοσι νέες κρήνες στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το περίφημο «Λουτρό του Μπέη», που έπαιρναν νερό από αυτό. Μάλιστα, για τη φύλαξη, τον καθαρισμό και τη συντήρηση του επισκευασμένου πλέον υδραγωγείου, ο Μουράτ εγκατέστησε διάφορους άκληρους χωρικούς στην περιοχή του σημερινού Ασβεστοχωρίου, με αντάλλαγμα ορισμένα προνόμια. Έτσι ιδρύθηκε το Yeni Köy (Νέο Χωριό), που αργότερα, όταν οι κάτοικοί του άρχισαν από το 17ο αιώνα να κατασκευάζουν και να εμπορεύονται ασβέστη, ονομάστηκε Kireç Köy (Ασβεστοχώρι).
Η λειτουργία του υδραγωγείου βεβαιώνεται και στο 16ο αιώνα από το ημερολόγιο του Gabriele Cavazza, γραμματέα ενός Βενετού πρεσβευτή που πέρασε από τη Θεσσαλονίκη πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, το νερό του Χορτιάτη δεν έφτανε πια για τις ανάγκες των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι είχαν αυξηθεί σημαντικά, ιδίως μετά την εγκατάσταση στην πόλη χιλιάδων Εβραίων. Έτσι, ο μεγάλος βεζίρης της Ρούμελης Makbul Ibrahim Pasa κατασκεύασε ένα δεύτερο υδραγωγείο, που μετέφερε νερό από τις πηγές του Lembet, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Το νερό αυτό, που ονομάστηκε Yeni Su (Νέο Νερό), ύδρευε το δυτικό μέρος της πόλης. Η ποσότητα του νερού από το Λεμπέτ που έφτανε στη Θεσσαλονίκη ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του νερού του Χορτιάτη, το τελευταίο όμως ύδρευε μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Η λειτουργία του υδραγωγείου του Χορτιάτη το 17ο αιώνα αποδεικνύεται από το Οδοιπορικό του Εβλιά Τσελεμπί, ο οποίος αναφέρεται δύο φορές στις εγκαταστάσεις υδροδότησης της Θεσσαλονίκης από το νερό του βουνού. Συγκεκριμένα γεγονότα που συνδέονται με το υδραγωγείο γνωρίζουμε από το 18ο αιώνα. Εκτός από την καταστροφή της δεξαμενής της Μονής Βλατάδων από ταραχοποιούς το 1714, που συνοδεύτηκαν και από επιθέσεις σε μοναχούς, αναφέρεται και ένα άλλο γεγονός σε φιρμάνι της 10ης Σεπτεμβρίου του 1722: «Κάποιοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης άνοιξαν φρεάτια στο όρος Χορτιάτης και κατόρθωσαν να βρουν 1-2 μασούρια νερού ο καθένας, το οποίο εισήγαγαν με άδεια του ιεροδικείου στο βακουφικό υδραγωγείο (του Χορτιάτη). Ύστερα όμως, και ενώ το νερό αυτό δεν επαρκούσε για τα σπίτια τους, με τη δικαιολογία της κατοχής νερού, πούλησαν στους φτωχούς μισό με ένα μασούρι νερού ο καθένας και κράτησαν τα υπόλοιπα. Έτσι όμως διακόπηκε το νερό στις περισσότερες βακουφικές κρήνες, με αποτέλεσμα οι ξένοι και οι φτωχοί να υποφέρουν από λειψυδρία. Γι’ αυτό απευθύνεται παράκληση να εξεταστεί το θέμα από τον αρχιθυρωρό του ανακτόρου».
Το 19ο αιώνα ο Μιχαήλ Χατζή Ιωάννου αποκαλεί το υδραγωγείο του Χορτιάτη «το επισημότερον της σημερινής πόλεως (Θεσσαλονίκης)», το οποίο μεταφέρει νερό από τις πηγές του βουνού σε μια μεγάλη δεξαμενή κοντά στη Μονή Βλατάδων. Αναφέρει όμως την ύπαρξη και άλλων, αρχαιότερων όπως πιστεύει, υδραγωγών κατά μήκος του ανατολικού τείχους, από όπου διοχετευόταν παλιά νερό σε μια δεξαμενή, της οποίας λείψανα υπήρχαν κοντά στο ναό του Αγίου Νικολάου Ορφανού.
Η αύξηση του πληθυσμού στη Θεσσαλονίκη τον αιώνα αυτό οδήγησε στην αναζήτηση νέων πηγών στα δυτικά της πόλης. Το 1927, εννιά χρόνια μετά την ανακαίνιση του qanat της Αγίας Παρασκευής, ο Δήμος Θεσσαλονίκης διέκοψε την υδροδότηση της Μονής Βλατάδων από το νερό του Χορτιάτη και διοχέτευσε το τελευταίο σε νέες δεξαμενές. Η Θεσσαλονίκη συνέχισε να υδροδοτείται από το νερό του Χορτιάτη μέχρι το 1975.
Με το σωζόμενο τμήμα του υδραγωγείου του Χορτιάτη συνδέεται και το τραγικότερο γεγονός στην ιστορία του βουνού και ειδικότερα του ομώνυμου χωριού. Στο σημείο εκείνο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944.
Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 158.
Οι δύο λιθόκτιστοι ανεμόμυλοι που στέκονται ερειπωμένοι στην κορυφή ενός λόφου δυτικά του Χορτιάτη αποτελούν μάρτυρες της δραστηριότητας των κατοίκων του χωριού τους περασμένους αιώνες. Πρόκειται για μνημεία σπάνια για την ευρύτερη περιοχή, που πιθανώς χτίστηκαν προς το τέλος του 18ου αιώνα. Στα μικρά τμήματά τους που έχουν απομείνει φαίνεται ότι διέθεταν εσωτερικό κλιμακοστάσιο και ότι ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου χτισμένοι από ντόπιο σχιστόλιθο. Οι είσοδοι και των δύο είχαν τον ίδιο, νοτιοδυτικό προσανατολισμό. Ο καλύτερα διατηρημένος ανεμόμυλος, ο νότιος, έχει σωζόμενο ύψος 4,93μ. και η περίμετρός του φτάνει τα 23μ. Σώζει μερικούς από τους πήλινους αγωγούς που ήταν διανοιγμένοι μέσα στον πάχους 1,10μ. κυκλικό τοίχο του, όπως και μία οριζόντια ταινία ξύλινων δοκαριών που περιτρέχει εσωτερικά τον κυκλικό τοίχο, σε ύψος περίπου 1,60μ., και είχε προφανώς και στατική λειτουργία, καθώς ένα τμήμα της αποτελεί το ανώφλι της εισόδου.
Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 128-136.
Πολύ κοντά στις εκτάσεις της Mονής Xορταΐτου, λίγα μόνο μέτρα νότια των υπολειμμάτων της, βρίσκεται ο βυζαντινός ναός της Mεταμόρφωσης του Σωτήρος. Η σπανιότητα του μνημείου αυτού έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί ένα δείγμα απλού ή νησιωτικού οκταγωνικού ναού στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ οι περισσότεροι ναοί αυτού του τύπου βρίσκονται στο νησιωτικό χώρο και ιδιαίτερα στη Χίο (Νέα Μονή, Παναγία η Κρίνα, Άγιοι Απόστολοι στο Πυργί, Άγιος Γεώργιος Συκούσης). Η παρουσία του ναού αυτού την περιοχή της Θεσσαλονίκης, που ανήκε στη σφαίρα επιρροής της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης, έχει οδηγήσει στην άποψη ότι ο συγκεκριμένος τύπος δημιουργήθηκε στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
Ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος έχει διαστάσεις 6,75Χ8,70μ., χωρίς την αψίδα του Ιερού. Ο κυρίως ναός είναι σχεδόν τετράγωνος (5,54Χ5,25μ.) και χωρίζεται με δύο πεσσούς από το τριμερές Ιερό. Είναι μονόχωρος και καλυπτόταν με τρούλο, στηριζόμενο σε τέσσερα τόξα και τέσσερα ημιχώνια. Οι ωθήσεις του τρούλου αντιμετωπίζονταν απευθείας από τους εξωτερικούς τοίχους του κτίσματος. Σε κάποια φάση ο τρούλος κατέρρευσε και αντικαταστάθηκε από μία χαμηλή ασπίδα. Παρόμοια τύχη είχε και ο νάρθηκας, η είσοδος του οποίου προς τον κύριο ναό χτίστηκε, με αποτέλεσμα να μείνει στο ναό μόνο μία είσοδος, στη βόρεια πλευρά. Κατά συνέπεια, η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το μνημείο είναι πολύ διαφορετική από την αρχική του.
Tο ιερό διαθέτει υπερυψωμένο δάπεδο και διαιρείται σε τρία μέρη: στο ιερό Bήμα, που καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα, την Πρόθεση και το Διακονικό, που καλύπτονται με σταυροθόλια. Oι τρεις αυτοί χώροι επικοινωνούν μεταξύ τους με τοξωτά ανοίγματα. Εξωτερικά προεξέχει μόνο η πεντάπλευρη αψίδα του ιερού Βήματος, που διαθέτει τρίλοβο παράθυρο, ενώ οι κόγχες της Πρόθεσης και του Διακονικού χωνεύονται μέσα στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Eίσοδοι με μαρμάρινα θυρώματα οδηγούν από τον κυρίως ναό στην Πρόθεση και το Διακονικό, ενώ μπροστά από το ιερό Bήμα υπήρχε αρχικά μαρμάρινο τέμπλο. Έχει σωθεί μόνο η βάση του και στη θέση του υπάρχει ένα νεότερο, ξύλινο τέμπλο.
H τοιχοδομία του ναού συνδυάζει το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής (μεγάλες πέτρες, τοποθετημένες ισόδομα και σε ζώνες, περιβάλλονται από οριζόντιες και κάθετες πλίνθους) με την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου (επάλληλες σειρές πλίνθων, από τις οποίες μία είναι ορατή και μία σταματάει λίγο πιο μέσα και καλύπτεται από κουρασάνι).
Πρέπει να σημειωθεί ότι το εσωτερικό της Mεταμόρφωσης του Σωτήρος είναι γεμάτο με τοιχογραφίες, καλυμμένες κατά μεγάλο μέρος από αλλεπάλληλα ασβεστώματα, όπως καλυμμένος από παχύ επίχρισμα ήταν εξωτερικά και ολόκληρος ο ναός μέχρι τη δεκαετία του 1970. Διακρίνονται ωστόσο κάποια στοιχεία της εικονογράφησης: ακολουθείται το σύστημα σε τρεις ζώνες και επικρατούν μεμονωμένες μορφές ιεραρχών και αγίων, ολόκληρες ή στηθαίες σε μετάλλια, ενώ σώζονται και δύο σκηνές, το Γενέσιον και τα Εισόδια της Θεοτόκου στα τύμπανα του βόρειου και του νότιου τοίχου. Η κόγχη της πρόθεσης είναι διακοσμημένη με την παράσταση της Άκρας Ταπείνωσης.
Ο ναός της μεταμόρφωσης του Σωτήρος χρονολογείται με ασφάλεια στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, ενώ οι τοιχογραφίες του, που δεν έχουν ακόμα μελετηθεί συστηματικά, έχουν χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα ή στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα, με εξαίρεση την παράσταση της Άκρας Ταπείνωσης, που ανήκει στο 18ο αιώνα.
Aπό το ναό έχει σωθεί επίσης μία μαρμάρινη ορθογώνια πλάκα (ψευδοσαρκοφάγος) με ανάγλυφες παραστάσεις στην κύρια όψη της. Δημιουργούνται τρία διάχωρα, από τα οποία το κεντρικό διακοσμείται με σταυρό τύπου Αναστάσεως, ενώ κάθε ένα από τα δύο ακριανά με ένα γρύπα, ένα δικέφαλο αετό και ενδιάμεσα μία ταινία με την ίδια επιγραφή (τάφος Μιχαήλ), αριστερά στα ελληνικά και δεξιά στα σλαβικά. Η πλάκα, που χρονολογείται το 14ο αιώνα, χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα ως Αγία Τράπεζα του ναού. Οι δύο δικέφαλοι αετοί πιστεύεται ότι συμβολίζουν τη βασιλική γενιά του νεκρού Μιχαήλ.
Η γειτνίαση του ναού με τη Μονή Xορταΐτου έχει οδηγήσει στην άποψη ότι συνδεόταν μαζί της. Πιθανότατα ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος ήταν κοιμητηριακός ναός, όπως προκύπτει από το θωράκιο στο κέντρο του πατώματος, το όνομα, αλλά και το σχήμα του ναού, καθώς και τη Δέηση που φιλοξενείται στο πολύ μεταγενέστερο τέμπλο. Δεν αποκλείεται να συνδέεται με κάποιο σημαντικό πρόσωπο που σχετιζόταν με τη Μονή Xορταΐτου. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια ανασκαφικής έρευνας που έγινε γύρω από το ναό το 1975-1976 αποκαλύφθηκαν οικοδομικά λείψανα και τάφοι, που θεωρούνται αρχαιότερα του 12ου αιώνα.