hortiatis570.gr


A+ A A-

Γιώργος Ρηγόπουλος

“ΠΕΡΙΚΛΗΔΕΣ” στο χώρο και στο χρόνο...

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία Periklides

“ΠΕΡΙΚΛΗΔΕΣ”

στο χώρο και στο χρόνο...

 

Στα 1870 περίπου, ο Κώστας Μαλούσης, γόνος “βασταγμένης” οικογένειας Χορτιατινών, κτίζει τούτο το χώρο για αποθήκη σιτηρών. Δεκαπέντε χρόνια μετά,  το 1885, ο γιός του Αντώνης Μαλούσης, αργότερα Ελευθερίου, μετατρέπει την αποθήκη σε μπακάλικο - καφενείο. Το μαγαζί περνάει στη συνέχεια στους γιούς του Γιάννη και Κώστα, που το διατηρούν μέχρι το 1938.

Μετά την αποχώρηση του Γιάννη και του Κώστα, που με το επώνυμο Ελευθερίου πλέον, δημιούργησαν ανάλογη επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη, στην περίφημη “Στοά Χορτιάτη”, το μαγαζί νοικιάζεται με την ίδια χρήση στους αδελφούς Γιάννη και Γιώργο Σκαραγκά μέχρι τον Οκτώβρη του 1944. Τότε περνάει στα “χέρια” της Ε.Π.Ο.Ν. και για ένα χρόνο περίπου μετατρέπεται από τη νεολαία του Ε.Α.Μ. σε πολιτιστικό στέκι - γραφεία της οργάνωσης.

Στα τέλη του 1945 ο χώρος νοικιάζεται από τον Χρήστο Δεμερτζή και λειτουργεί αμιγώς ως καφενείο με το όνομα “Ειλικρίνεια”! Η “Ειλικρίνεια” λειτούργησε σ’ αυτό το χώρο έως το 1949 οπότε και έγινε η “μεταφορά” της στον ιδιόκτητο χώρο του Χρήστου Δεμερτζή στο νέο πια χωριό. Είχε προηγηθεί το κάψιμο του Χορτιάτη στις 2/9/1944.

Την άνοιξη του 1950 περνάει από την οικογένεια Μαλούση στην ιδιοκτησία του Γιώργου Κουτούση, που μαζί με τον γαμπρό του Χρήστο (Τάκο) Χαρατσή συνεταιρίζονται και επαναλειτουργούν το χώρο ως μπακάλικο - καφενείο. Το μαγαζί διανύει πλέον την τέταρτη περίοδό του που κρατάει μέχρι το 1986 οπότε και κλείνει τον κύκλο του ως μπακάλικο - καφενείο. Έναν κύκλο που κράτησε έναν ολόκληρο αιώνα!

Στην 100χρονη ζωή του υπήρξε χώρος συνάντησης και επικοινωνίας αλλά και κέντρο αναφοράς της δημόσιας ζωής για τη μικροκοινωνία του Χορτιάτη. “Είδε” και “άκουσε” πολλά. “Έζησε” πολλά. Στέγασε χαρές και λύπες. Πέρασε πολέμους και ολοκαυτώματα και εμφύλιους, μα γλύτωσε. Τα χοντρά πέτρινα ντουβάρια του με τις ξυλοδεσιές, αλλά και οι παλιές καστανίσιες “αγριντιές” είναι ποτισμένες με μνήμες. Μνήμες από τον Χορτιάτη που έφυγε για πάντα, μα που τις “διηγείται” με την παρουσία του, αφού άντεξε στο χρόνο και στο χώρο...

 

 

Γιατί “Περικλήδες”;

 

Το 1938 ο μεγάλος Γιάννης Παπαϊωάννου γράφει ένα υπέροχο τραγούδι σε ζεϊμπέκικο ρυθμό: “Ο θάνατος του Περικλή” ή “Ο θάνατος του Μπεκρή”. Στίχοι δικοί του και πρώτη εκτέλεση απ’ τον σπουδαίο Στράτο Παγιουμτζή. Στο γραμμόφωνο του μπακάλικου - καφενείου του Γιώργου Κουτούση και του Τάκου Χαρατσή, χαλάνε κάθε βράδυ αρκετές βελόνες επαναλαμβάνοντας συνεχώς το διαχρονικό σουξέ του Γιάννη Παπαϊωάννου. “Γιώργο, Τάκο βάλτε μας τον Περικλή”.

Αυτό απαιτούσε η ...αξιαγάπητη πελατεία για να μερακλώσει! Και έτσι δεν άργησε να τους βγει το “όνομα”, το παρατσούκλι δηλαδή: οι “Περικλήδες”! Με το όνομα αυτό ταυτίστηκε πλέον και το μαγαζί στα επόμενα χρόνια της λειτουργίας του. Αλλά μέχρι σήμερα είναι και τοπωνύμιο της περιοχής.

Σεβαστήκαμε τούτη την όμορφη ιστορία και έτσι “Περικλήδες” είναι το όνομα που δώσαμε και μεις σήμερα στο μαγαζί μας. Οφειλή κυρίως στον μπάρμπα Γιώργο Κουτούση, που αρνήθηκε να τσιμεντωθεί - μεζονετοποιηθεί ο χώρος και η μνήμη του συνάμα. Τον ευχαριστούμε απεριόριστα γιατί το 1998 προτίμησε να γίνουμε εμείς οι νέοι ιδιοκτήτες.

 

Μπάμπης - Σίσσυ

 

Σεπτέμβρης 2007

Ένα νεαρό κράτος

Στα 1940, η Ελλάδα ήταν ακόμη ένα νεαρό κράτος. Οι Έλληνες φυσικά θεωρούσαν ότι η ιστορία τους ήταν μακραίωνη και ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους διαμορφώθηκαν πολλούς αιώνες πριν, κυριολεκτικά χάνονταν στα βάθη του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά , η Ελλάδα και οι Έλληνες συγκροτήθηκαν ως κρατική οντότητα μόλις στην τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Συγκροτήθηκαν δε με ιδιαίτερο τρόπο. Το κράτος τους ήταν μικρό, καταθλιπτικά μικρό, σε σχέση με τη δόξα των επικαλούμενων ως προγόνων αλλά και με την υπαρκτή οντότητα του Ελληνισμού. Το Ελληνικό κράτος τελείωνε στη Λαμία, άντε στον Τίρναβο μετά το 1881, οι Έλληνες όμως βρίσκονταν παντού ολόγυρα. Στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στην Οδησσό, στην Αλεξάνδρεια, στις πόλεις των Βαλκανίων, στα νησιά, στις απέναντι ακτές. Εκείνο τον καιρό το ερώτημα για το ποια ήταν η πρωτεύουσα των Ελλήνων δεν είχε ξεκάθαρη και τελεσίδικη απάντηση. Περισσότερο θα απέδιδαν στην Κωνσταντινούπολη αυτή την ιδιότητα, παρά στη μικρή «αναξιοπρεπή» Αθήνα. Και ας ήταν κυρίαρχοι στην πρώτη οι κραταιοί σουλτάνοι της ακόμη απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ανάμεσα στα 1912 και στα 1922 οι πόλεμοι και οι ανατροπές, στον κόσμο, στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο, άλλαξαν τελείως την εικόνα της Ελλάδας και τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Η χώρα, χωρίς να γίνει μεγάλη, δεν ήταν πλέον μικρή στα νέα της σύνορα. Και, ακόμη σπουδαιότερο, Έλληνες ήσαν πλέον όσοι κατοικούσαν μέσα στα σύνορα της Ελλάδας. Χώρα, κράτος, έθνος, Ελληνισμός και Έλληνες ταυτίστηκαν ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Στην ουσία επρόκειτο κυριολεκτικά για μια νέα αφετηρία.

Η αφετηρία αυτή, όπως κάθε νέα αρχή, δεν ήταν εύκολη. Πρώτ’ απ’ όλα θεμελιώθηκε μέσα σε μια ασύλληπτη καταστροφή και στην εκπορευόμενη από αυτή κοσμογονία. Η συμφορά στη Μικρά Ασία ολοκληρώθηκε με τη μαζική ανταλλαγή πληθυσμών, έτσι ώστε να ταυτιστούν σύνορα και εθνικότητες. Περίπου ενάμισι εκατομμύριο Χριστιανοί ήρθαν στη νέα Ελλάδα για να πάρουν τη θέση εφτακοσίων χιλιάδων Μουσουλμάνων ή Βουλγάρων που έφυγαν από αυτήν. Αυτή η μαζική μετακίνηση ανθρώπων θα μπορούσε να καταλήξει σε ανθρωπιστική συμφορά, σε μια εποχή μάλιστα που τα αναγκαία δεν περίσσευαν και όπου καραδοκούσαν η ελονοσία και η φυματίωση. Το ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες, στην εξωτερική συνδρομή, μεταξύ άλλων που έδρασε μέσα από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), ουσιαστικά ως μια δεύτερη κυβέρνηση του τόπου.

Οφειλόταν όμως και σε κάτι πιο βαθύ, πιο κοινωνικό. Στην αφάνταστα επίμονη εργασία των ανθρώπων, στο μόχθο τους, αλλά και στη διάθεσή τους να παλέψουν συλλογικά και οργανωμένα για να δαμάσουν τις αντίξοες συνθήκες και να οργανώσουν τη νέα ζωή τους. Δύσκολα συνειδητοποιούμε σήμερα τα όσα έγιναν τότε. Συνοικίες ολόκληρες – παραγκουπόλεις, πολυκατοικίες, χαμόσπιτα – πλαισίωναν τις μεγάλες πόλεις διπλασιάζοντας – όπως στην Αθήνα – το μέγεθός τους. Εκατοντάδες χωριά και κωμοπόλεις, με ονόματα όπου κυριαρχούσε το «νέα», δημιουργήθηκαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας: Νέα Ιωνία, Νέα Σμύρνη, Νέα Αλικαρνασσός, Νέα Πέργαμος, Νέα Μάκρη, Νέα Χαλκηδόνα…Τεράστιες εκτάσεις αξιοποιήθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, η πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας από λίμνη έγινε πλούσιος σιτοβολώνας, έργα άρδευσης, ύδρευσης, κτίρια, δρόμοι, έκαναν δυνατή τη ζωή των Ελλήνων μέσα στη χώρα που επιτέλους είχαν δημιουργήσει.

Στον καθ’ εαυτό κοινωνικό και πολιτικό χώρο δύο ήταν οι κύριες επιπτώσεις αυτών των κοσμογονικών αλλαγών. Η πρώτη, η κοινωνική, ήταν η δημιουργία μιας χώρας μικροϊδιοκτητών, μικροπαραγωγών, μικροαστών, μικροεπαγγελματιών. Για να ζήσουν όλοι, παλαιοί και νέοι Έλληνες, η γη μοιράστηκε σε μικρούς αλλά ίσους κλήρους – στην πιο απόλυτη αγροτική μεταρρύθμιση που γνώρισε ο ευρωπαϊκός χώρος – έτσι ώστε όλοι να έχουν από κάτι για να στηριχθούν. Στις πόλεις, κλήροι, οικόπεδα και σπίτια μοιράστηκαν το ίδιο στις ζώνες της προσφυγιάς. Υπήρξε μια εξίσωση πολλών, πάρα πολλών ανθρώπων προς τα κάτω φυσικά – η χώρα δεν είχε τις δυνατότητες της αμερικανικής Δύσης ώστε να αντιμετωπίσει αλλιώς τα τρομερά γεγονότα. Εξίσωση που ήταν πλούσια σε παρενέργειες. Οι παραγωγοί, λόγου χάρη, στην ύπαιθρο δεν ήταν σε θέση με το μικρό τους κλήρο και την αντίστοιχα μικρή παραγωγή τους να σταθούν αυτοδύναμα απέναντι στο χονδρέμπορο. Η σχέση ανάμεσα στους δύο θα μπορούσε να γίνει εκρηκτική αν το κράτος δεν παρενέβαινε ώστε να αμβλύνει τις αντιθέσεις.. Η παρουσία του κράτους και η συλλογικότητα έγιναν κανόνας στην αγροτική παραγωγή, τη βασική οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Το πρώτο εκφράστηκε μέσα από την Αγροτική Τράπεζα και τους ποικιλώνυμους οργανισμούς που αναλάμβαναν τη συγκέντρωση και την εμπορευματοποίηση των  προϊόντων – του σταριού, του καπνού, του ελαιολάδου – σε τιμές κεντρικά καθορισμένες και με διαδικασίες που το ίδιο καθόριζε. Μέσω της μεθόδου των συμψηφισμών (του κλήρινγκ)1 το κράτος ανέλαβε ουσιαστικά και το εξωτερικό εμπόριο των ίδιων προϊόντων. Το δεύτερο εκφράστηκε με την ενθάρρυνση της αυτοοργάνωσης των παραγωγών με την άνθηση των συνεταιρισμών και της συλλογικότητας, σε κοινοτικό ή και περιφερειακό επίπεδο, στην ύπαιθρο. Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί των υπαλλήλων και εργατών στις πόλεις ήταν κάτι ανάλογο.

Η δεύτερη, η πολιτική επίπτωση, ήταν η δημιουργία μιας ιδιόμορφης ελίτ, ορατής δια γυμνού οφθαλμού στη ύπαιθρο, παρούσα όμως και στις πόλεις. Η κρατική, δια των οργανισμών, παρουσία, οι συλλογικές δραστηριότητες προαπαιτούσαν φυσικά γραφειοκρατικούς μηχανισμούς από τα ανώτατα κεντρικά και κρατικά κλιμάκια - το μηχανισμό της Αγροτικής ή της Κτηματικής Τράπεζας λόγου χάρη – ως την τελευταία κοινότητα της χώρας. Οι μηχανισμοί αυτοί με τη σειρά τους κατασκεύασαν στελέχη άξια να διαχειριστούν και να οργανώσουν αποτελεσματικά συστήματα. Στην κάτω πλευρά της κλίμακας, στα μικρά χωριά και τα κεφαλοχώρια, ένας στενός κύκλος ανθρώπων, όσοι «γνώριζαν γράμματα» και ασκούσαν κάποια «κοινωνική» λειτουργία, αναλάμβαναν την ένταξη της μικρής τοπικής κοινότητας στο ευρύτερο πλαίσιο των γενικών μηχανισμών. Οι δάσκαλοι, οι καθηγητές των Γυμνασίων, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι γεωπόνοι, οι μηχανικοί, οι υπάλληλοι των συνεταιρισμών, των οργανισμών, των τραπεζών οι εγγράμματοι ιερείς μερικές φορές αναλάμβαναν αυτό το δύσκολο έργο. Αυτοί μπορούσαν να μεταφέρουν τις οδηγίες και τους κανονισμούς , να επικοινωνήσουν με τα παραπάνω κλιμάκια, να οργανώσουν τη συλλογική εργασία – για το άνοιγμα δρόμων, για τα αποστραγγιστικά και αρδευτικά έργα, για το μέτρημα του καρπού ή του σπόρου, για την εφαρμογή νέων μεθόδων κλπ κλπ. Όλοι αυτοί αποτέλεσαν ένα κοινωνικό στρώμα άξιων ανθρώπων, στενά προσανατολισμένων προς την έννοια της προόδου.  Έννοια που τότε είχε ολότελα διαφορετική σημασία από αυτή που έχει σήμερα. Τότε δεν ετίθετο θέμα πλουτισμού του ενός ή του άλλου: το πρόβλημα που απασχολούσε τους ανθρώπους ήταν η αξιοπρεπής επιβίωσή τους σε αυτό το περιβάλλον της φτώχειας μέσα στο οποίο έκτιζαν την κοινωνία τους και την πατρίδα τους.

Μαζί με όλα αυτά, ρίζωσε βαθιά στη σκέψη του πολύ κόσμου μια πεποίθηση. Τη χώρα αυτή, μέσα στην οποία συγκεντρώθηκαν παλαιοί και νέοι Έλληνες, την κέρδισαν με τον κόπο τους, την έστησαν στα πόδια της με τον ιδρώτα και το μόχθο τους, με την πειθαρχία και την οργάνωσή τους. Η παραγωγή αυξήθηκε εντυπωσιακά στα λίγα αυτά χρόνια – από το 1924 ουσιαστικά ως το 1940, μόλις δεκαέξι χρόνια δηλαδή – η ελονοσία περιορίστηκε η φυματίωση επίσης. Τα παιδιά μάθαιναν γράμματα και η μοίρα των γερόντων, των αρρώστων και των ανήμπορων δεν εξαρτιόταν πλέον από τη φιλανθρωπία των γύρω. Αυτοί οι Έλληνες νέου τύπου δεν ήταν πλούσιοι, πολύ απείχαν όμως από του να είναι εξαθλιωμένοι. Είχαν αξιοπρέπεια, την αξιοπρέπεια που η εργασία δίνει, δεν έκλεψαν όσα τους ανήκαν, τα έφτιαξαν με τον κόπο τους, ήταν δικά τους. Και επειδή μάλιστα έβλεπαν χειροπιαστά τα αποτελέσματα του κόπου τους, απέκτησαν και αυτοπεποίθηση, πίστεψαν ότι με σωστή κοινωνική οργάνωση και με σκληρή δουλειά όλα μπορούν να γίνουν, ακόμη και τα θαύματα.

Ως πολιτική αντίληψη, η αυτοπεποίθηση των πολλών, η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους,    ήταν κάτι το εξαιρετικά σημαντικό. Πέρα από τη φλύαρη και ανούσια «πολιτική» των κομμάτων, του Παλατιού, των αξιωματικών που είχαν το μυαλό τους μόνο στο επόμενο πραξικόπημα, κάτω, βαθιά στον κοινωνικό χώρο στήνονταν μεθοδικά οι προϋποθέσεις για ριζοσπαστικές αλλαγές. Αυτές δηλαδή που εκδηλώθηκαν με ορμή μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Ο Μεταξάς

Η δικτατορία του Γεωργίου Β’ και του Ιωάννη Μεταξά έκλεισε αυτή τη δύσκολη περίοδο. Ήταν μία ιδιόμορφη δικτατορία, όπου οι εξουσίες μοιράζονταν ανάμεσα στο βασιλιά και το δικτάτορα, χωρίς μερικές φορές ο ένας – ιδιαίτερα ο Μεταξάς, ως θεσμικά κατώτερος – να μπορεί να παρέμβει στις αρμοδιότητες του άλλου. Καθώς και οι δύο ήσαν ισχυρές προσωπικότητες, αυτή η συγκατοίκηση σε καιρούς περίπλοκους, στις παραμονές ενός νέου μεγάλου πολέμου, δεν ήταν πάντοτε άνετη, γινόταν μάλιστα κάποτε και ενοχλητική. Επιφορτισμένος περισσότερο με τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, ο Μεταξάς εφάρμοσε τον κρατικό παρεμβατισμό και την κεντρική διαχείριση της οικονομίας με τρόπους πιεστικούς, ολοκληρώνοντας όσα η προηγούμενη περίοδος των δυσκολιών είχε κληροδοτήσει. Δεν ήταν μόνο τα Τάγματα Εργασίας και οι κορπορατιστικού τύπου εργατικές ενώσεις ή το ΙΚΑ που εξέφρασαν αυτή την πολιτική. Τεχνικές ανάγκης, η μεγάλη εκστρατεία για επίτευξη της αυτάρκειας της χώρας σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης πριν από την έναρξη του πολέμου, έδωσαν νέα ώθηση στη συλλογικότητα των πολιτών όπως και στις δεξιότητές τους. Οι αγρότες έμαθαν να μεγιστοποιούν την παραγωγή τους μέσα από τη σκληρή συλλογική εργασία, την περίφημη «γραμμική σπορά» ή τις «σκαλιστικές» καλλιέργειες. Η καταδίωξη των κατσικιών, πέρα από τις ευεργετικές για τα δάση επιπτώσεις της, αύξησε τη διαθέσιμη γη και ως εκ τούτου, μαζί με τις νέες τεχνικές, μεγάλωσε τις παραγωγικές δυνατότητες της υπαίθρου.

Σε άλλους τομείς, οι τομές ήταν εξίσου σημαντικές. Για να αντιστρατευθεί την υπεροχή του Παλατιού ο Μεταξάς προσπάθησε να φτιάξει το δικό του πολιτικό μηχανισμό. Εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε να κτίσει ένα κόμμα όπως η ιδεολογία του το ήθελε, μία παραλλαγή του φασισμού δηλαδή, καθώς μια τέτοια κίνηση θα τον έφερνε αντιμέτωπο με το Παλάτι και με τους εποπτεύοντες καχύποπτους Βρετανούς. Έφτιαξε λοιπόν μόνο μια πολιτική νεολαία, την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, την ΕΟΝ. Εξωτερικά το σχήμα αυτό ήταν ρητορικά φλύαρο και ασήμαντο, με τις αψίδες, τις χλαμύδες του και τη θεατρικοδουλική επιδειξιομανία του. Εσωτερικά ήταν κάτι το επαναστατικό. Οι νέοι, υποχρεωτικά, έβγαιναν από το σπίτι τους, μάθαιναν να ζουν σε παρέες, αγόρια και κορίτσια μαζί, να πηγαίνουν εκδρομές, να εργάζονται, να στήνουν θέατρο, να διασκεδάζουν σε χορούς ή σε «πάρτι». Φοβίες αιώνων, παραδόσεις και «ηθικές αξίες» κατέρρευσαν μπροστά στις ανάγκες της πολιτικής. Επιπλέον τα παιδιά δεν γίνονταν φασίστες. Αυτή τη συνεύρεση των νέων την κανοναρχούσαν από τη μία οι  κατηχητές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με τον κούφιο λόγο τους, από την άλλη ο μεγάλος δάσκαλος των καιρών, ο κινηματογράφος. Στη διαπαιδαγώγηση, ο δεύτερος, παρά την αισιοδοξία του Μεταξά, κέρδιζε κατά κράτος.

Στον Οκτώβριο του 1940 οι Έλληνες έφθασαν εξαιρετικά έτοιμοι και εφοδιασμένοι. Γνώριζαν άριστα τις τεχνογνωσίες της επιβίωσης και της προόδου, πίστευαν στον εαυτό τους, ήταν κοινωνικά ενταγμένοι με ένα ισχυρό πλέγμα που οι συλλογικότητες της ανάγκης είχαν δημιουργήσει. Ένιωθαν ένα βαθύ πατριωτισμό, μία απεριόριστη αγάπη για μία πατρίδα που οι ίδιοι είχαν, από το τίποτα, από την καταστροφή, δημιουργήσει. Είχαν ξεπεράσει παλαιά «ταμπού», ακόμη και στις σχέσεις των δύο φύλων. Έμενε να μάθουν και να πολεμούν. Γι’ αυτό φρόντισε ο Μουσολίνι και η φασιστική Ιταλία.

Ο πόλεμος στην Αλβανία

Στις παραμονές του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, ίσως όλοι οι Έλληνες, πολιτική ηγεσία και απλοί άνθρωποι, επιθυμούσαν να μείνει η χώρα όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτόν τον τρομερό πόλεμο που είχε ξεκινήσει. Οι εικόνες από τις πόλεις που καίγονταν – η τότε μητρόπολη του κόσμου, το Λονδίνο, σωριάζονταν σε ερείπια το Σεπτέμβριο του 1940 – από τα πλοία που βυθίζονταν – οι πίσσες από τα τορπιλισμένα ιταλικά πλοία που χάνονταν στην προσπάθειά τους να φθάσουν στα Δωδεκάνησα είχαν γεμίσει το καλοκαίρι του 1940 τις ελληνικές ακτές – τρόμαζαν όπως ήταν αναμενόμενο τους μικρούς σε μια σύγκρουση που τόσο μάτωνε τους μεγάλους.

Πέρα από αυτή την κοινή εκτίμηση, υπήρχε και ένα άλλο πεδίο απόλυτης συμφωνίας: το ότι δηλαδή η χώρα θα αντιστεκόταν στην όποια εισβολή. Η τελευταία, θα έλεγε κανείς, αποτελούσε ένα είδος εξετάσεων. Στην υπεράσπιση της πατρίδας, αυτής που όλοι μαζί έκτισαν μέσα από τα ερείπια, θα κρινόταν ποιοι ήταν άξιοι γι’ αυτή και ποιοι όχι. Ήταν ένα είδος συμβολαίου που επικύρωνε όσα είχαν προηγηθεί, την ταύτιση των Ελλήνων με το χώρο που τους έδωσε η προγενέστερη ιστορία. Έχοντας δουλέψει, με τον τρόπο που είχαν δουλέψει στο Μεσοπόλεμο για την Ελλάδα, Οι κάτοικοί της τη θεωρούσαν δικό τους έργο, στενή ιδιοκτησία τους. Κανείς μα κανείς δεν έπρεπε να τους την πάρει. Επρόκειτο για ένα βαθύ αίσθημα πατριωτισμού απέναντι στο οποίο δεν έμεναν περιθώρια για υστερόβουλες σκέψεις ομάδων ή ηγετών. Απλά έτσι ήταν. Το «όχι» που είπε εκ των πραγμάτων ο Μεταξάς, απαντώντας στο τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη, ήταν μια ώριμη και καλά δουλεμένη απόφαση.

Επιπλέον η τύχη βοήθησε τους τολμηρούς. Η φασιστική Ιταλία ήταν ένα κράτος φανφαρόνων, οι πραγματικές δυνατότητες του οποίου ήταν αντιστρόφως ανάλογες της μεγαλοστομίας των ηγετών του. Στις 28 Οκτωβρίου η επίθεση στην Ελλάδα έγινε με εντυπωσιακά μικρές δυνάμεις, μόλις 100.000 στρατιώτες, και βασίστηκε σε φαντασιώσεις – περί απροθυμίας των Ελλήνων, περί εξέγερσης μειονοτήτων κλπ – παρά σε πραγματικά δεδομένα. Η ταχύτητα επιστράτευσης και συγκρότησης των μεγάλων στρατιωτικών μονάδων στην ελληνική πλευρά ήταν, βοηθούσης της γενικής προθυμίας, υποδειγματική σε τρόπο ώστε, στα μέσα Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός απέκτησε σημαντική αριθμητική υπεροχή στο μέτωπο, την οποία και κράτησε σχεδόν μέχρι τα τέλη του Ιανουαρίου. Η ιταλική επίθεση εκφυλίστηκε σε υποχώρηση και μετά σε απελπισμένη άμυνα στις διαβάσεις που οδηγούσαν προς την κεντρική Αλβανία.

Για τους πολεμιστές της πρώτης γραμμής ο πολεμικός θρίαμβος υπήρξε φορέας πολλών μηνυμάτων. Το ότι κέρδιζαν μία από τις μεγάλες δυνάμεις του τότε κόσμου – άσχετα από τις πραγματικές της δυνατότητες στο συγκεκριμένο πεδίο μάχης – ενίσχυε την πίστη στον εαυτό τους. Την πίστη αυτή τη βίωναν μάλιστα συλλογικά. Εξαιτίας του συστήματος της επιστράτευσης οι στρατιωτικές μονάδες ήσαν συγκροτημένες σε τοπική βάση: κάθε σύνταγμα προερχόταν από μία πρωτεύουσα νομού, γεγονός που σήμαινε ότι σε κάθε τάγμα, σε κάθε λόχο, σε κάθε διμοιρία τις περισσότερες φορές οι φαντάροι ήσαν συντοπίτες, γνωρίζονταν μεταξύ τους, αποτελούσαν ένα είδος αποσπάσματος της κοινωνίας από την οποία προέρχονταν. Ακόμη περισσότερο, οι αξιωματικοί που τους οδηγούσαν στις μάχες τούς ήταν οικείοι. Μεγάλο ποσοστό των διμοιριτών, ανθυπολοχαγών ή και υπολοχαγών ήσαν έφεδροι, οι «εγγράμματοι» που είχαμε δει να οργανώνουν και να συντονίζουν τις προσπάθειες ανασύνταξης του Μεσοπολέμου.

Αυτοί οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι, οι υπάλληλοι μάθαιναν τον πόλεμο μαζί με τους στρατιώτες τους. Ήταν δε ένας πόλεμος στα μέτρα τους. Το ορεινό τοπίο της Ηπείρου και της Αλβανίας, κατακερματισμένο και δυσπρόσιτο, δημιουργούσε πολυάριθμα μικρά πεδία σύγκρουσης, σχεδόν ανεξάρτητα και απομονωμένα το ένα από το άλλο. Οι κορυφές, οι χαράδρες, τα περάσματα ήσαν τα αντικείμενα διεκδίκησης ανάμεσα σε διμοιρίες, λόχους, διλοχίες, σπανιότερα τάγματα. Μερικές δεκάδες Ελλήνων μάχονταν το δικό τους πόλεμο σε κάθε ιδιαίτερη πτυχή των ατελείωτων βουνών, αντιμετώπιζαν το δικό τους εχθρό με τους δικούς τους τρόπους. Κανένα επιτελείο συντάγματος, μεραρχίας ή στρατιάς δεν μπορούσε να τους πει πώς να καταλάβουν την απέναντι κορυφή, πώς να νικήσουν το εχθρικό φυλάκιο. Οι τακτικές, σ’ ένα βαθμό, σχεδιάστηκαν επί τόπου από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Η ιταλική διάταξη, στον καιρό της αριθμητικής ανεπάρκειας των δυνάμεών της, άφηνε κενά ανάμεσα στα «σημεία στήριξης», τις κορυφές και τα περάσματα. Από αυτά τα κενά προχωρούσαν μικρές ομάδες, «πραγματοποιούσαν  διείσδυση στα μετόπισθεν της εχθρικής θέσης» που έλεγαν τα εγχειρίδια και οδηγούσαν τον εχθρό σε αναγκαστική υποχώρηση προς το επόμενο διάσελο και την επόμενη κορυφή. Εκατοντάδες μικρές νίκες αυτού του είδους έσπρωξαν των ιταλική διάταξη πίσω, βαθιά μέσα στα εδάφη της Αλβανίας.

Αυτό το είδος πολέμου έφθασε στα όριά του τον Ιανουάριο του 1941, όταν οι ιταλικές ενισχύσεις, που προοδευτικά έφθαναν στο αλβανικό μέτωπο, πύκνωσαν την εχθρική διάταξη και περιόρισαν τα κενά, τη στιγμή ακριβώς που οι καιρικές συνθήκες καθιστούσαν βασανιστική τη διαβίωση των στρατιωτών στα μεγάλα υψόμετρα και δύσκολο τον εφοδιασμό των προωθημένων μονάδων. Η προέλαση σταμάτησε, το μέτωπο καθηλώθηκε και το επιτελείο της Αθήνας, για να βγει από το αδιέξοδο, ξεκίνησε μία ατελείωτη σειρά αιματηρών όσο και άκαρπων επιθέσεων στην Κλεισούρα και το Τεπελένι. Τα κρυοπαγήματα, η κακή διατροφή, οι άσκοπες βαριές απώλειες προκάλεσαν καχυποψία αρχικά, δυσφορία στη συνέχεια στις ελληνικές δυνάμεις. Για τα κατώτερα κλιμάκια του στρατού, τους έφεδρους (αλλά και πολλούς μόνιμους), το γεγονός ότι οι απειράριθμες μικρές νίκες δεν οδήγησαν παρά στο βασανιστικό αδιέξοδο, γεννούσε ερωτηματικά και δυσάρεστες σκέψεις για τις προθέσεις της ηγεσίας. Ανάμεσα στην Αθήνα και το μέτωπο δημιουργήθηκε σιγά σιγά ένα αδιόρατο στην αρχή ρήγμα, το οποίο θα έπαιρνε διαστάσεις στα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Τον ίδιο καιρό, στις 29 Ιανουαρίου, ο Μεταξάς πέθανε, ο Γεώργιος Β’ έμεινε μόνος ισχυρός ηγέτης της χώρας και οι Άγγλοι ανέλαβαν ουσιαστικά την υψηλή εποπτεία της πολεμικής προσπάθειας της χώρας.

Οι τελευταίες εβδομάδες του πολέμου στην Αλβανία ήταν εξαιρετικά πλούσιες σε πολιτικές διεργασίες στο επίπεδο των πολεμιστών του μετώπου και της κοινωνίας, της οποίας αυτοί αποτελούσαν το πλέον δραστήριο τμήμα. Από το Φεβρουάριο πολλαπλασιάζονταν οι ενδείξεις κρίσης στον ελληνικό στρατό. Σε μερικές μονάδες η έκφραση δυσαρέσκειας βγήκε φανερά στην επιφάνεια. Η απόκρουση της μεγάλης «Εαρινής επίθεσης» των Ιταλών δεν άλλαξε το γενικό κλίμα της δυσπραγίας. Όλοι γνώριζαν ότι η γερμανική επέμβαση πλησίαζε και ότι η τύχη της χώρας θα κρινόταν αλλού. Η μη ολοκλήρωση της νίκης στον καιρό της ελληνικής υπεροχής και των αλλεπάλληλων θριάμβων χρεώθηκε εξ ολοκλήρου στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Η ιδέα για «τρομαγμένους» και «άβουλους» ηγέτες και για «πεμπτοφαλαγγίτες», πράκτορες των Γερμανών, αξιωματικούς γεννήθηκε και εξαπλώθηκε μέσα στη γενική δυσαρέσκεια. Η ρήξη ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία και την ηγεσία της έγραψε τις μέρες αυτές το πρώτο της κεφάλαιο.

Εισαγωγή στην ιστορία της Κατοχής

Τα γεγονότα της αμέσως προγενέστερης ιστορίας προετοίμασαν το έδαφος για τα όσα θα επακολουθούσαν. Ας σταθούμε στα κεντρικά σημεία αυτού του ιστορικού πλαισίου που είχε διαμορφωθεί στα 1941. Η χώρα, με τη μορφή και τα χαρακτηριστικά που είχε στα 1940, ήταν ένα νεαρό μόρφωμα, με προϊστορία μόλις δεκαέξι χρόνων περίπου. Οι θεσμοί, οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ήταν ακόμη ρευστές και υπό διαμόρφωση. Αυτό σήμαινε ότι οι πολίτες ή οι πολιτικές δυνάμεις ήταν δυνατό να παρέμβουν σ’ αυτές, να τις αλλάξουν. Με άλλα λόγια, το μέλλον της χώρας ήταν ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, ένα λευκό χαρτί, όπου τα πάντα θα ήταν δυνατό να γραφτούν από την αρχή. Οι μεγαλύτερες ανατροπές ήταν εφικτές σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο.

Η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν επιπλέον ασταθής. Δεν υπήρχαν εδώ ισχυρές, οικονομικά και πολιτικά, άρχουσες τάξεις των οποίων οι δυνατότητες να μπορούν να υποκαταστήσουν τις αδυναμίες της πολιτικής, να καλύψουν τις ρωγμές και τα κενά που οι εξελίξεις δημιουργούσαν. Σε μια χώρα μικρών – όπου οι μεσαίοι φάνταζαν «νοικοκυραίοι» -  με παρονομαστή μάλιστα τον κοινό αγώνα για αξιοπρεπή επιβίωση, οι σχέσεις με το κράτος ήταν ιδιαίτερα κρίσιμες όσο και σύνθετες, ζωτικές θα τις ονομάζαμε καλύτερα. Κανένας λοιπόν δεν μπορούσε να παραμείνει αδιάφορος στις τυχόν περιπέτειες του τελευταίου.

Ακόμη, οι πολίτες είχαν κοινωνικές και πολιτικές αρετές, δυσεύρετες σε πιο ήπιους καιρούς. Αν και δεν είχαν ζήσει ως τότε σε μία πραγματική δημοκρατία, τα περιθώρια της αυτονομίας τους, της αυτενέργειάς τους στο δύσκολο περιβάλλον δεν ήσαν ασήμαντα. Ήταν πολίτες που με κόπο, με γνώση και με συλλογικό πνεύμα είχαν πετύχει πολλά με τις δικές τους και μόνο δυνάμεις. Οι δεξιότητές τους, στην πολιτική, στην οικονομία, στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή, ήταν αξιόλογες και επιπλέον, στην Αλβανία, οι στρατιωτικές δεξιότητες προστέθηκαν στις προηγούμενες. Συνηθισμένοι περισσότερο στις δύσκολες συνθήκες και στα δυσεπίλυτα προβλήματα, ελάχιστα τρόμαζαν μπροστά στις αντιξοότητες που θα παρουσιάζονταν μπροστά τους. Σε όλη την ως τότε ζωή τους είχαν μάθει να αντιμετωπίζουν αντιξοότητες.

Από την άποψη αυτή οι Έλληνες ήταν έτοιμοι – έτοιμοι με τον πλέον ριζοσπαστικό και απόλυτο τρόπο – να υποδεχθούν την Κατοχή. Και ακριβώς επειδή η άμεσα προηγούμενη ιστορία τούς είχε με τέτοιο τρόπο προετοιμάσει, μπόρεσαν να λειτουργήσουν, σε χρόνια δύσκολα και σκοτεινά, με έναν τρόπο που κανένας δεν περίμενε και που κανένας δεν είχε προμαντεύσει.

Σημείωση:

1.Η μέθοδος των συμψηφισμών, κλήρινγκ, αφορά τη μεταξύ δύο κρατών ανταλλαγή προϊόντων με βάση προσυμφωνημένες διοικητικά τιμές. Στην ουσία η μέθοδος υποκαθιστά την ελεύθερh αγορά και εφαρμόζεται σε περιόδους κλειστής οικονομίας, όταν μάλιστα η   μετατρεψιμότητα  του συναλλάγματος συμβαίνει να είναι, για πολλούς λόγους προβληματική. Η Ελλάδα χρησιμοποιούσε εντατικά αυτή τη μέθοδο ως την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, στις εμπορικές σχέσεις της με τις ανατολικές χώρες. Στη δεκαετία του ’30, μετά τη μεγάλη κρίση, αυτή η μέθοδος ήταν κανόνας στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα.

Το κείμενο είναι από το ένθετο «Ιστορικά» της Ελευθεροτυπίας (16-10-2003)

- See more at: http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.politikh&id=729#sthash.U6s3qciN.2IIuxnFy.dpuf

 

Ο ιστορικός λόγος του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία Κύρια

 

 

 

Στις 19 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Λαμία, ενώ οι ναζιστικές κατοχικές δυνάμεις αποχωρούν από την Ελλάδα. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ, καταφτάνουν στην πόλη και συγκαλείται στην πλατεία Ελευθερίας της πόλης συγκέντρωση του ΕΑΜ. Ο Άρης Βελουχιώτης θα εκφωνήσει από το μπαλκόνι τον περίφημο λόγο του που σηματοδοτεί το τέλος του αντάρτικου της κατοχής και παρουσιάζει ουσιαστικά τους βασικούς άξονες των θέσεων του ΚΚΕ για την μεταπολεμική ελληνική κοινωνία. 

 

 

 
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στονΡιζοσπάστη

Γιατί αγωνίστηκα.

Αδέλφια, Έλληνες και Ελληνίδες της Λαμίας και της περιοχής της!
Από μέρους του Γενικού Στρατηγείου του Ε.Λ.Α.Σ, σας φέρω τους πιο θερμούς χαιρετισμούς.
Όπως βλέπετε, πρόκειται «να βγάλω λόγο». Μα ο λόγος μου αυτός δεν θα μοιάζει καθόλου με τους λόγους που γνωρίσατε μέχρι σήμερα. Δεν πρόκειται να σας υποσχεθώ ούτε πως θα σας φτιάξω γεφύρια ή ποτάμια, όπως σας υποσχόντουσαν πως θα σας φέρουν οι παλιοί κομματάρχες. Ούτε και θα σας τάξω λαγούς με πετραχήλια. Δεν επιδιώκω ν' αποσπάσω επαίνους για τη ρητορική μου δεινότητα. Επιδιώκω απλώς ν' ακούσετε αυτά που θα σας πω. Προσέξτε. Θ' αρχίσω σαν τα παραμύθια:

Η αθάνατη ελληνική φυλή.

Κάποτε η γωνιά αυτή της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήτανε δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε ένα πολιτισμό, οπού επί 2 1/2 χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ' όλο τον κόσμο. Κανένας σοφός η άσοφος δεν μπορεί μέχρι σήμερα να γράψει ούτε μια λέξη, αν δεν αναφερθεί στα έργα που άφησαν οι δημιουργοί αυτού του πολιτισμού, που λέγεται αρχαίος ελληνικός πολιτισμός.
Κάποτε, λοιπόν, η χώρα μας ήτανε δοξασμένη, μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή δόξα. Μα ύστερα από κάμποσα χρόνια η χώρα μας σηκώθηκε στο πόδι κι ύστερα από σκληρούς αγώνες ενάντια στη σκλαβιά, πάλι λευτερώθηκε.

Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί «έξυπνοι», αναμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ' άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ότι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμία αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη.

Αυτό κάνεις δεν το ήθελε. Ούτε οι ξένοι βασιλιάδες, ούτε οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες. Οι ξένοι δεν το θέλανε, γιατί φοβισμένοι από τη γαλλική επανάσταση, χτυπούσαν όλες τις εξεγέρσεις και δημιούργησαν γι' αυτό μεταξύ τους την Ιερή Συμμαχία. Οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες γιατί τα είχανε καλά με τους Τούρκους και ξεζουμίζανε το λαό.

Η αντίδραση ουρλιάζει.

Μα ο ελληνικός λαός δεν θάτανε αυτός ο λαός, ο λαός δηλαδή της χώρας της λευτεριάς και του πολιτισμού, αλλά λαός ζούγκλας, αν δεν έβγαζε μέσα από τα σπλάχνα του τους αρχηγούς εκείνους, που θα οδηγούσανε στη λευτεριά του. Όπως βλέπετε, λοιπόν, όλοι - ξένοι και ντόπιοι - πάλεψαν για να μην ξεσηκωθεί ο λαός κι αποχτήσει τη λευτεριά του.

Μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς δε σταμάτησαν οι αγώνες. Μικροί ή μεγάλοι. Ένοπλοι ή όχι. Κι ύστερα μέσα απ' αυτό το λαό ξεπήδησε ο μεγάλος βάρδος της επανάστασης, πού ύμνησε με τα τραγούδια του την ιδέα της εξέγερσης του έθνους, ο πρόδρομος της Φιλικής Εταιρίας: ο Ρήγας. Η αντίδραση τον σκότωσε, πριν προλάβει να φέρει σε πέρας τις αρχές του. Μα ο σπόρος που έσπειρε βλάστησε σύντομα.
Σε λίγο, η Φιλική Εταιρία έγινε κι αγκάλιασε χιλιάδες Έλληνες.

Ας ούρλιαζε η αντίδραση. Ας υπόγραφε άτιμα χαρτιά, σαν αυτό πού υπογράφηκε στη διάσκεψη της Βιέννης στα 1815, κάτω από το όποιο έβαλε την υπογραφή του κι ο πολύς Γιάννης Καποδίστριας και που διαλάμβανε, ότι όχι μόνο δε θα ευνοηθεί και επιτραπεί ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα, μα και θα πνιγεί στο αίμα αν ξεσπάσει.

Ο Γιάννης Καποδίστριας, που μας τον παρουσιάζουν στα σχολειά σαν μεγάλο και τρανό, με προτομές και πορτραίτα, είναι ο πρώτος καταστροφέας της Ελλάδας. Μα ότι έκανε, δεν το έκανε σαν Καποδίστριας, μα σαν εκπρόσωπος όλης της ελληνικής αντίδρασης. Ας ούρλιαζε λοιπόν, μαζί με τη διεθνή και η ντόπια αντίδραση. Κι ας υπογράφανε άτιμα χαρτιά.

Ο λαός προχωρεί.

Τίποτα δεν ήτανε ικανό να συγκρατήσει τη φλόγα για τη λευτεριά, που έκαιγε μέσα στις καρδιές του λαού μας. Έτσι, στα 1821, ύστερα από κόπους και θυσίες και χάρη στον ενθουσιασμό και τη φλόγα του Παπαφλέσσα, που χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, ακόμα και την ψευτιά, κηρύσσοντας την εξέγερση, ξεσηκώθηκε πρώτος ο Μοριάς. Από δω, από το Μοριά, άρχισε η επανάσταση του 1821.

Στο άκουσμα της εξέγερσης όλοι οι ισχυροί της γης, ξένοι και ντόπιοι, τρόμαξαν. Οι κοτζαμπάσηδες, όμως, βλέποντας ότι δεν τους ήτανε δυνατό να συγκρατήσουν το λαό και φοβούμενοι την οργή του, αναγκάστηκαν να κόψουν τη συνεργασία τους με τους καταχτητές και για να ευνουχίσουν το λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα, πήρανε όλοι μέρος στην επανάσταση κι έτσι αυτή πήρε χαραχτήρα πανεθνικό.

Οι τρανοί της γης τρόμαξαν και, χρησιμοποιώντας όλα τα τερτίπια, προσπάθησαν να πνίξουν την επανάσταση. Μα γελάστηκαν. Επί 7 ολόκληρα χρόνια πάλεψαν οι προπάτορες μας, παρά το γεγονός ότι η ελληνική αντίδραση, δυο φορές, το 1823 και 1825, οργάνωσε τον εμφύλιο πόλεμο για να σπάσει ακριβώς τους αγώνες αυτούς. Έτσι οι πρόγονοι μας ανάγκασαν όλους τους εχθρούς μας να γλύψουν εκεί που έφτυσαν και ν' αναγνωρίσουν τους αγώνες μας και την ανεξαρτησία μας.

Κανείς δεν πίστευε προηγούμενα σ' αυτό το θαύμα, που συντελέστηκε από τις ίδιες τις δυνάμεις και τα μέσα του λαού. Άλλοι περίμεναν να τους έλθει η λευτεριά από τη Ρωσία κι άλλοι από τη μεγαλοψυχία των βασιλιάδων της Ευρώπης. Μα η επανάσταση απόδειξε, ότι αυτή μόνη της χάρισε τη λευτεριά της πατρίδας μας. Τα παραμύθια του φιλελληνισμού, χάρη στον οποίο αποκτήσαμε δήθεν τη λευτεριά μας, εφευρέθηκαν μόνο και μόνο για να γίνει πιστευτό, ότι η πατρίδα μας λευτερώθηκε, όχι από τις ίδιες της τις δυνάμεις, μα από τους ξένους. Υπήρξαν βέβαια φιλέλληνες, που αγωνίστηκαν, πολέμησαν κι έχυσαν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Τιμή και δόξα σ' αυτούς κι αιώνια ας είναι η ευγνωμοσύνη του έθνους. Μα αυτοί υπήρξαν μεμονωμένα άτομα μονάχα. Η θεωρία του οργανωμένου φιλελληνισμού είναι καθαρό παραμύθι.

Με την επικράτηση της επανάστασης αμέσως οι δικοί μας κοτζαμπάσηδες επιβλήθηκαν πάνω στη χώρα μας. Η αντίδραση, ντόπια και ξένη, για να ευνουχίσει το λαϊκό χαραχτήρα του κινήματος και να επιβάλει νέα σκλαβιά, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα. Και στο τέλος το πέτυχε. Η αρχή έγινε κολλώντας στο σβέρκο της πατρίδας μας αυτόν που σας είπα πρωτύτερα: Τον Καποδίστρια. Ο Γιάννης Καποδίστριας από την ανασύσταση του ελληνικού κράτους άρχισε την καταστροφή της χώρας μας, κι ένας άλλος Γιάννης, ο Μεταξάς, έβαλε σ' αυτήν το καπάκι.

Πώς μας επιβλήθηκαν οι βασιλιάδες.

Ο λαός νόμιζε, ότι μια που πέτυχε πια η επανάσταση, θα επακολουθούσαν τα χρόνια της ευτυχίας του, ότι όλη η ανθρωπότητα θάτανε στο πλευρό της χώρας μας και πως η χώρα μας, για μια ακόμα φορά, θα βρισκότανε σε θέση να ξαναπάρει, όπως και παλιότερα, ολόκληρη την ανθρωπότητα από το χέρι και να της δείξει καινούργιους δρόμους πολιτισμού και προόδου. Μα στη θέση αυτών η ντόπια και ξένη αντίδραση επιβλήθηκαν και φέρανε τον Καποδίστρια, τη Βαυαρική δυναστεία με τον Όθωνα.

Χρόνια και χρόνια απάτης και ρεμούλας μας κράτησαν μακριά από την ευτυχία και τον πολιτισμό και μας ρίξανε μέσα στην εξαθλίωση, την πείνα, την κακομοιριά και τη δυστυχία. Έτσι η Ελλάδα που υπήρξε κάποτε η πηγή των φώτων και του πολιτισμού, κατάντησε να βρίσκεται στο πιο χαμηλό επίπεδο οικονομικής, κοινωνικής και εκπολιτιστικής ανάπτυξης, όχι μόνο έναντι των λαών της Ευρώπης, αλλά και των Βαλκανίων.

Η προδοσία του αλβανικού έπους.

Η ουσία αυτού βρίσκεται στο γεγονός, ότι αντίδραση σκεφτόταν μόνο πώς να εκμεταλλευτεί, να βασανίσει, και να ξεζουμίσει το λαό, οργανώνοντας κινήματα κάθε τόσο και καλλιεργώντας τις φαγωμάρες, προπαγανδίζοντας και πείθοντας το λαό ότι είναι απαραίτητο να ζει φτωχός και κακομοιριασμένος.

Χαρακτηριστικό είναι ότι πιάνοντας μια λέξη του Κολοκοτρώνη, που ονόμασε κάποτε τη χώρα μας Ψωροκώσταινα, κατάφερε να πείσει το λαό ότι το ελληνικό κράτος δε μπορεί να ορθοποδήσει μόνο του κι ότι θα έπρεπε να μας κυβερνήσουν οι ξένοι, ονομάζοντας γι αυτό και τα πολιτικά κόμματα ρωσικά, αγγλικά και γαλλικά. Σ' αυτό το σημείο μας φέρανε οι κορυφές που διοικούσαν τον τόπο μας. Κάποτε φτάσαμε και στη δημοκρατία. Μα αυτό έμοιαζε με την παροιμία που έλεγε ο λαός: Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.

Μυρίστηκαν οι έξυπνοι ψητό από τη μοναρχία και βρίσκοντας ότι «έφταιγε» η δημοκρατία για τη δυστυχία του λαού, ξαναφέρανε το βασιλιά. Και τότε άρχισαν πιο ξετσίπωτα ακόμα να ξεζουμίζουν και να καταπιέζουν το λαό. Και για να μπορούν να πνίγουν τις κραυγές του, βάλανε στο κεφάλι μας το Μεταξά, που ήτανε πάντα πράχτορας του ΙΙ γραφείου του γερμανικού επιτελείου, από τον καιρό που σπούδαζε στη στρατιωτική σχολή της Γερμανίας.

Έτσι, ύστερα από 120 χρόνια, ξαναπέσαμε πάλι στη σκλαβιά, γιατί έτσι κακά μας κυβερνήσανε στο διάστημα αυτό.
Σ' αυτή την κατάσταση βρεθήκαμε, όταν ξέσπασε η πολεμική λαίλαπα και η σύγκρουση μεταξύ των κολοσσών. Μα κανένας απ' αυτούς δε σκέφτηκε ελληνικά και να δει πώς θα ξέφευγε η χώρα μας τη λαίλαπα αυτή. Με την επίγνωση ότι η χώρα μας θα τραβούσε στην καταστροφή μπήκανε στον πόλεμο.

Έχουμε ντοκουμέντα στα χέρια μας, πού μας αποδείχνουν, ότι οι άνθρωποι αυτοί είχανε σκοπό να ρίξουνε μόνο τρεις τουφεκιές στο Αλβανικό μέτωπο κι ύστερα να μας παραδώσουν στους φασίστες. Υπάρχουν ντοκουμέντα που μας πείθουν ότι το Νοέμβρη προς το Δεκέμβρη του 1940 μπορούσαμε να πετάξουμε τους Ιταλούς στη θάλασσα. Μα αυτοί συγκρατούσαν το στρατό μέχρι που να λύσει το στρατιωτικό της πρόβλημα, η Γερμανία στην Ευρώπη κι ύστερα να δικαιολογηθούν ότι δε μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με δυο κολοσσούς. Δεν πίστευαν στις δόξες του στρατού μας, στο θάρρος, στην τόλμη, στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό του, που πολεμούσε με φλόγα ενάντια στο φασισμό, νηστικός και ξυπόλυτος πάνω στα βουνό της Αλβανίας με τη βοήθεια όλου του ελληνικού λάου. Αυτοί δεν πίστευαν σ' αυτά και περιμένανε πως θα καμφθεί. Γι' αυτό το έπος της Αλβανίας είναι ολοκληρωτικά έργο του λαού. Είναι έργο του λαού που το πραγματοποίησε με το μένος που είχε ενάντια στο φασισμό και το ζυγό του Μεταξά, με θυσίες και ηρωισμούς.

Έτσι, μας ξαναδέσανε στη σκλαβιά.
Μα ο λαός μας δεν ήτανε σε θέση να συνεχίσει το έργο του αυτό. Όσο φλογερά κι αν ήτανε τα στήθη του, η φλόγα αυτή δεν θα άντεχε στα σιδερόφρακτα μεγαθήρια των φασιστών, μια που είχε μέσα του και την προδοσία των ηγετών του. Έτσι αναγκάστηκε να υποκύψει, μα όχι σαν ηττημένος. Γιατί αυτή η συνθηκολόγηση που έκαναν, υπογράφηκε πριν ακόμα πολεμήσει ο στρατός μας. Αυτή δεν ήτανε ήττα του λαού μας, μα ήττα και χρεοκοπία των καθεστώτων που μεσολάβησαν από το 1821-1941. Γι αυτό κι ο λαός μας τιμωρεί σήμερα την ήττα αυτή και θα την τιμωρήσει αργότερα πιο σκληρά ακόμα.

Έτσι ήλθαν οι Γερμανοί στον τόπο μας και μας σκλαβώσανε. Μα για μας, για το λαό μας, καμιά κηλίδα δε θα μπορούσε να προσαφθεί, ότι εγκαταλείψαμε τα εδάφη μας. Αυτή θα κολλούσε, όταν δεν ξεσηκωνόμαστε. Τι μπορούσαμε να περιμένουμε απ' αυτούς που φορούσαν τα κλακ και τα μπακαλιαράκια; Τι μπορούσαν να μας πούνε αυτοί; Το μόνο που βρίσκανε να μας λένε ήτανε:
Ησυχία, παιδιά, και τάξη. Κάναμε κυβέρνηση, ησυχάστε. Αυτό όμως θέλανε κι οι Γερμανοί. Μα τα λόγια αυτά τα εκστομίζανε οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται Έλληνες.
Κι όμως, δε θα συμβιβάζονταν με τη λογική και τη ράτσα μας, αν δε βγαίναν πάλι τα στοιχεία αυτά που θα κρατούσανε ψηλά την τιμή του έθνους μας, μέσα από το λαό μας.

Στο δρόμο του αντάρτικου.

Μια μαυρίλα πλάκωνε τον ελληνικό ορίζοντα. Κανείς δεν ήξερε τι θα έφερνε η αύριο και πώς θα ξεφεύγαμε από τη σιδερένια τανάλια που μας έσφιγγε. Κείνοι που ένιωθαν βρίσκονταν στις φυλακές και τα ξερονήσια. Κι εδώ πρέπει να στιγματιστεί μια άλλη ατιμία των ανθρώπων της 4ης Αυγούστου, που φεύγοντας, τους παράδωσε στα χέρια των καταχτητών.

Μια άλλη μερίδα πού ένιωθε, ασχολούνταν με τις μαύρες και άσπρες αγορές. Έτσι, όλο το βάρος έπεσε πάνω σε μια χούφτα ανθρώπων, απ' αυτούς που τρώγανε καρπαζιές μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια και τις ασφάλειες, μα που φλέγονταν από ηρωισμό και ανδρεία και μέσα τους υπήρχε μια ζεστή ελληνική καρδιά κι έτρεχε στις φλέβες τους πραγματικό ελληνικό αίμα. Αυτοί άναψαν το δαυλό κι έδωσαν το σύνθημα για τον ξεσηκωμό του Έθνους. Αυτοί που δώσανε το κουράγιο στους Έλληνες. Αυτοί που δημιούργησαν τη νέα Φιλική Εταιρία: το ΕAM.

Βέβαια, ποιος θάτανε κείνος που μπορούσε να πιστέψει τότε. Ότι αυτή η φούχτα των ανθρώπων θα έφερνε στη χώρα μας τη μεγαλόπρεπη αυτή νίκη. Μα η υφή, η ψυχοσύνθεση, το σκαρί των ανθρώπων αυτών ήτανε τέτοιο. Παρά τις φυλακές, τους κατατρεγμούς, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τις ομαδικές εκτελέσεις και την τρομοκρατία, οι άνθρωποι αυτοί οδηγούσαν ηρωικά και θαρραλέα τις μάζες στον δρόμο της λευτεριάς.

Ξέρετε όλοι πως άρχισε το κίνημα αυτό και δε σταματώ στις λεπτομέρειες του. Όταν έχουμε τη μέρα της εθνικής ανεξαρτησίας μας, πού γιορτάζουμε στις 25 Μάρτη, χαιρόμαστε, τραγουδάμε και κλαίμε από τη συγκίνηση. Μα από δω και πέρα θα έχουμε δυο εθνικές γιορτές: την 25η Μάρτη και την 27η Σεπτέμβρη επέτειο της δημιουργίας του ΕΑΜ, που αποτέλεσε τη βάση της σημερινής μας απελευθέρωσης.

Αυτό πρέπει να το νιώσουμε.

Στα προηγούμενα χρόνια πολλοί περνούσανε από την πλατεία του Διάκου, μα κανείς δεν ένιωθε τον παλμό που περιείχε το τραγούδι, που μας δίδασκε στο σχολείο ο παλιός καθηγητής μας Λάσκαρης: Σας ευλογεί του Διάκου μας το τιμημένο χέρι…
Κανείς δεν ένιωθε, ότι έπρεπε να φύγει μακριά από τα μικροσυμφέροντα του και να παλέψει για τη λευτεριά. Μα η χούφτα αυτή των ανθρώπων, που σας μίλησα πιο πάνω, ρίχτηκε ολόψυχα στον αγώνα.

Η αντίδραση στο άκουσμα της χρησιμοποίησε όλα τα μέσα κι έθεσε σε ενέργεια όλες τις ατιμίες για να τη σαμποτάρει. Μα όλα αυτά στάθηκαν ανίκανα να σπάσουν τον αγώνα της. Αντίθετα, αυτή ρίζωνε κάθε μέρα και πιο πολύ κι ανέπτυσσε τη δράση της. Κι επειδή δεν είχε σκοπό να καταπιαστεί με χαρτοπόλεμο έβγαλε στο βουνό το αντάρτικο.

Θυμάμαι όταν το χειμώνα του 1941 ήλθα εδώ σαν «μαυραγορίτης» για να βάλω μπροστά τη δουλειά. Σας γνώριζα όλους, μα κανείς από σας δεν ήξερε τι επεδίωκα εγώ. Τότε μαζί με το Γ. Φράγκο και Γ. Γιαταγάνα βγάλαμε το πρώτο διάγγελμα του ΕΑΜ. Πολλοί νομίζανε τότες, ότι αυτό ήτανε μόνο ντόρος και τίποτα άλλο.

Όταν λέγαμε ότι σε λίγο θα σφυρίζει το μάλιγχερ και θα κροταλίζει ξερά το πολυβόλο στις βουνοκορφές και τα φαράγγια μας κι οι Γερμανοί και Ιταλοί θα φεύγουν ντροπιασμένοι, ίσως πολλοί να λέγανε πως αυτά δεν ήτανε παρά ηχηρές φράσεις.

Μα ύστερα από 2 1/2 μήνες άρχισε πραγματικά να λαλεί το ντουφέκι. Και τι δεν είπανε τότε! Όπως και στα 1821 όλη η αντίδραση συνωμότησε εναντίον μας και στην αρχή δεν έλεγε τίποτα για το αντάρτικο, κάνοντας το ίδιο πού κάνει και η στρουθοκάμηλος, όταν κρύβει το κεφάλι της, ενώ όλο της το σώμα φαίνεται. Έτσι κι αυτοί, νομίζανε, ότι αν δε λέγανε τίποτα για το αντάρτικο και το αγνοούσαν, δε θα ξαναβροντούσε το καριοφίλι. Μα μπορούσε να σταματήσει αυτό; Κάθε μέρα κοκκίνιζαν τα βουνά και τα φαράγγια από το αίμα.

Κι όταν είδαν ότι το αντάρτικο μεγάλωνε, παρά τη σιωπή τους, τότε κι αυτοί άλλαξαν τρόπο για να μας πολεμήσουν. Μας ονόμασαν πλιατσικολόγους, κατσικοκλέφτες, ληστοσυμμορίτες κλπ. Ακόμα βρέθηκαν άνθρωποι να μας αποκηρύξουν με την υπογραφή τους γιατί σκοτώσαμε τον προδότη και εκβιαστή Μαραθέα. Αυτοί οι κύριοι ήτανε κυριολεκτικά ηλίθιοι.

Δεν ξέρανε ούτε το ατομικό τους συμφέρον. Νόμισαν, πως αν μας αποκήρυσσαν θα σταματούσε κι ο αγώνας μας κι ότι δεν θα είμαστε κάποτε ικανοί να τους σφίξουμε το λαιμό και να τους πνίξουμε.

Ας είναι. Τέτοιοι ηλίθιοι ήτανε και τέτοιες ηλιθιότητες λέγανε. Ας κάνουν τώρα τα ψηλά τους καπέλα κλωσοφωλιές.

Η ύπαιθρος αναπνέει.

Μα ήτανε δυνατό να πιάσει αυτό; Οι χωριάτες είχανε δει για πρώτη φορά το θαύμα ν' αφήνουν τα πράματα τους έξω χωρίς να τους τα πειράζει κανείς. Η ζωοκλοπή είχε καταργηθεί στην ύπαιθρο και η ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας ποτέ δεν ήτανε σ' αυτό το σημείο. Ήτανε θαύμα αυτό; Όχι. Αλλά για πρώτη φορά το χωριό γνώρισε την εξουσία, η οποία βγήκε για να χτυπήσει την εσχάτη προδοσία, το έγκλημα, τη ζωοκλοπή κλπ. και να εμπεδώσει την ασφάλεια.

Κι όταν χτυπήσαμε τα εγκλήματα αυτά και πατάξαμε την προδοσία, αυτοί σαν δεσποινίδες της αριστοκρατίας, που δε βλέπουν γύρω τους τη δυστυχία και την κακομοιριά πού βασιλεύει, αλλά συγκινούνται από ένα άρρωστο γατάκι, έμπηξαν τις φωνές και μας κατηγόρησαν ότι σκοτώνουμε. Επί Μεταξά βιάστηκαν γυναίκες, υπέστησαν μαρτύρια χιλιάδες άνθρωποι, σκοτώθηκαν και γκρεμίστηκαν από τα μπαλκόνια της Ασφάλειας γέροι, έγιναν τόσα εγκλήματα, μα κανείς απ' αυτούς δεν είπε τίποτα. Μα τώρα φωνάζουνε ότι ο Άρης σφάζει.

Ναι, σφάξαμε κι είμαστε έτοιμοι να ξανασφάξουμε, αν χρειαστεί. Ποιους όμως σφάξαμε; Εμείς είμαστε πιο πονόψυχοι απ' αυτούς. Απόδειξη είναι ότι εμείς είμαστε κείνοι που τρώγαμε χρόνια τώρα τις καρπαζιές και καταδιωκόμασταν. Σφάξαμε κείνους που πρόδιδαν στους καταχτητές τους Έλληνες, κείνους που κλέβανε το λαό και διαπράττανε εγκλήματα. Κι είναι κυριολεκτικά ηλίθιοι κείνοι πού τους πήρε ο πόνος γι' αυτούς, που τόσο δικαιολογημένα χτυπήσαμε, για να παίρνουν το μέρος τους ή είναι ολοκληρωτικά συνένοχοι τους. Μα ούτε και το κόλπο αυτό έπιασε.

Το αντάρτικο σώζει το λαό.

Τότε όμως αυτοί, σαν καλοί ζαχαροπλάστες που ήτανε, κατασκευάσανε ένα νέο χρυσό χάπι:
-Ναι, φωνάζανε. δεν υπάρχει αντίρρηση, ότι οι αντάρτες διεξάγουν εθνικό αγώνα. Μα το ζήτημα αυτό θα λυθεί από τους ισχυρούς. Τι μας χρειάζονται, λοιπόν, οι αγώνες κι οι σκοτωμοί, αφού τα ζητήματα μας θα τα λύσουνε άλλοι;
Λυτό το σύνθημα έπιανε. Είχανε όμως δίκιο; Ασφαλώς όχι!

Γιατί δεν είχανε δίκιο;

Στα 1941-42 το ΕΑΜ δεν ήτανε ακόμα ισχυρό. Γι' αυτό δεν είχε αρχίσει ο αγώνας να παίρνει μαζικό χαραχτήρα. Ούτε κι αντάρτικη δράση υπήρχε. Κι όμως. Στα 1941-42 πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες, που επακολούθησαν απ' αυτήν, 300.000 άνθρωποι μόνο στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα περίχωρα τους. Και θα πέθαιναν αργότερα ακόμα περισσότεροι, αν το ΕΑΜ δεν κινητοποιούσε με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια και απεργίες το λαό και δεν τον εμψύχωνε: 1. Να επιβληθεί το σταμάτημα της αρπαγής της παραγωγής μας από μέρους των κατακτητών. 2. Να επιβληθεί σ' αυτούς ν' αφήσουν το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό να αναλάβει την τροφοδοσία του λαού μας. 3. Να προσέξουν την κατάσταση της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Αν το αντάρτικο δε σταματούσε τις φάλαγγες των Γερμανών που κλέβανε την παραγωγή της χώρας μας και δεν καταργούσε τη συγκέντρωση της παραγωγής που τη βάζανε στο χέρι οι καταχτητές, αν δε γίνονταν όλα αυτά, τότε τα θύματα από την πείνα και τις αρρώστιες θα ήταν πολύ περισσότερα. Όλες οι χιλιάδες των θυμάτων, που πέσανε για τη ζωή και τη λευτεριά του λαού μας, ποτέ δε φθάνουν τα θύματα της πείνας και των ασθενειών. Πότε ακούστηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας να πραγματοποιείται η απελευθέρωση μέσω της μπαγαποντιάς; Ποτέ. Η λευτεριά δεν κερδίζεται με ξόρκια, αλλά με αγώνες και θύματα!

Μα κι αν το θέλαμε, δεν είχαμε αυτό το δικαίωμα. Το δικαίωμα δηλαδή να κηλιδώσουμε την ιστορία της πατρίδας μας. Αυτό θα ήτανε ασέβεια στη μνήμη των ηρωικών μας προγόνων. Μα ούτε είχαμε το δικαίωμα να κολλήσουμε μια ατιμωτική σφραγίδα, μια σφραγίδα αίσχους, στο κούτελο των επερχομένων γενεών, των παιδιών μας και των εγγονιών μας, ότι κατάγονται από γενιά ευνούχων, που δέχονται να πεθαίνουν στα πεζοδρόμια από τον ατιμωτικότερο των θανάτων, από την πείνα, παρά να πεθαίνουν με το όπλο στο χέρι, παλεύοντας για τη λευτεριά.

Τι θα έπρεπε να προτιμούσαμε; Το πρώτο ή το δεύτερο; Όχι! Χίλιες φορές όχι!
Καλύτερα να γινότανε το παν ένα μπουρλότο, παρά να υποταχθούμε στους καταχτητές.
Αυτό ο λαός μας το κατάλαβε, τους μούντζωσε κι έδωσε αυτά τα γενναία παλικάρια, πούναι τώρα στεφανωμένα με δόξες, με δάφνες και με νίκες.

Η αντίδραση συνωμοτεί.

Τότε κι αυτοί αναγκάστηκαν ν' αλλάξουν βιολί κι αποφάσισαν να βγάλουν στο βουνό δικές τους ανταρτοομάδες.
Μα γιατί αυτό; Το ΕAM είχε δηλώσει ότι δεν είχε μονοπώλιο τον αντάρτικο αγώνα. Γι' αυτό και τους κάλεσε να σχηματιστούν κοινές ανταρτοομάδες. Αν είχανε την πρόθεση να παλέψουν ενάντια στους καταχτητές, θα το κάνανε. Τότε όμως, ισχυρίζονται, ότι η χωρογραφία της Ελλάδας και η πυκνότητα της κατοχής δεν επέτρεπε την ύπαρξη ανταρτοομάδων.
Όταν όμως είδανε εμάς, όταν λευτερώσαμε την ύπαιθρο, τότε κι αυτοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν αντάρτικο.
Τι θα περίμενε κανείς άπ' αυτούς αρχή αρχή; Ποια κραυγή, έστω και τυπικά, να βγει από το στόμα τους; Φυσικά, "Κάτω οι καταχτητές" !
Μα την θέση τους τη γνωστοποίησαν από την αρχή. Η πρώτη κραυγή τους ήτανε:

"Κάτω το ΕΑΜ!"

Μα εμείς και πάλι τους καλέσαμε για να ενωθούμε. Αυτοί όμως αρνήθηκαν, γιατί δεν θέλανε να υποβληθούν σε κόπους και μόχθους για να πολεμήσουν τον καταχτητή. Γιατί αυτοί δεν ήτανε εντολοδόχοι του ελληνικού λαού, μα της αντίδρασης από το φόβο της λαοκρατίας που ζητούσαν να πολεμήσουν.
Στο τέλος μας κήρυξαν κι ανοιχτά τον πόλεμο, ένοπλα, συνεργαζόμενοι με τους καταχτητές.
Θα είμαστε ασυνεπείς στον αγώνα μας και προδότες του λαού μας, αν σιχαινόμαστε τα αίματα. Γι' αυτό, σαν εντολοδόχοι του λαού, συντρίψαμε τους συνεργάτες αυτούς των καταχτητών, τους πολέμιους του εθνικού μας αγώνα.

Ο ΕΛΑΣ στο πλευρό των συμμάχων.

Ύστερα απ' αυτό χρησιμοποίησαν το κόλπο: Μας κατηγόρησαν, ότι δε βοηθάμε το συμμαχικό αγώνα, αλλά θα υπακούσουμε μόνο στους Ρώσους. Κι απειλούσαν ότι όταν θάρθουν οι σύμμαχοι εδώ, θα μας κανονίσουν. Αυτοί, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, απειλούσανε ότι θα μας χτυπήσουν οι σύμμαχοι!

Αυτοί που στα 1941 πρόδωσαν το συμμαχικό αγώνα. Αυτοί που μαγάρισαν τις Θερμοπύλες και τους Τριακόσιους μας κι άφησαν τους συμμάχους Άγγλους να μάχονται μόνοι τους εκεί, ενώ αυτοί είχαν παραδώσει την Ελλάδα με τη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου, μας κατηγορούσαν ότι δεν ενισχύουμε τον συμμαχικό αγώνα κι έβαζαν στο μυαλό των συμμάχων την άτιμη σκέψη, ότι δήθεν θα μας χτυπούσαν ερχόμενοι εδώ.

Ο Γοργοπόταμος.

Μα σε λίγο τους ήλθε το πρώτο χαστούκι! Η πρώτη ομάδα των Άγγλων αλεξιπτωτιστών έπεφτε, όχι σ' αυτούς, μα στον Άρη, πάνω στη Γκιώνα. Και μαζί μ' αυτούς τραβήξαμε κι ανατινάξαμε το Γοργοπόταμο. Ο αρχηγός των συμμαχικών στρατευμάτων της Μ. Ανατολής, στρατηγός Ουίλσον, δήλωνε ανοιχτά, ότι οι επιτυχίες των συμμάχων στην Αφρική οφείλονται κατά 80% στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, γιατί αυτή εμπόδισε την αποστολή γερμανικών ενισχύσεων και εφοδιασμού. Μα να κι ένα τελευταίο: Στην Πελοπόννησο προτείναμε στους τσολιάδες να καταθέσουν τα όπλα κι εμείς θα τους αφήσουμε ελεύθερους. Μα οι Άγγλοι το απέρριψαν αυτό και συνέλαβαν όλους τους τσολιάδες, τους έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους παραπέμπουν να δικαστούν από τα στρατοδικεία.

Στο κάτω-κάτω, να τώρα οι Άγγλοι μπροστά σας. Διαβαίνουν τους δρόμους της Λαμίας και πάνε να χτυπήσουν τους Γερμανούς μαζί με μας. Μαζί τους θα πολεμήσουμε εμείς κι όχι αυτοί, μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού. Μα τα κατακάθια αυτά βρήκανε νέο τροπάρι: Μας κατηγορούν ότι είμαστε όλοι κομμουνιστές και ισχυρίζονται, ότι το ΕΑΜ. και ο ΕΛΑΣ είναι σκεπασμένες κομμουνιστικές οργανώσεις. Μα αυτή η κατηγορία μπορεί ν' αποτελέσει ντροπή ή έπαινο;

Αγωνιζόμαστε για την Δημοκρατία.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα δε βαδίζει τώρα για τον κομμουνισμό. Το ΚΚΕ έχει βέβαια στο πρόγραμμα του σαν τελική του επιδίωξη τον κομμουνισμό. Μα όχι για τώρα. Τον κομμουνισμό θα τον επιβάλλετε σεις, ο λαός κι όχι το ΚΚΕ. Κι είμαι βέβαιος ότι πολλοί από τους μορφωμένους μας, που δεν τον θέλουν σήμερα, θα ψηφίσουν τότε για να επικρατήσει ο κομμουνισμός.
Σήμερα, όμως, το ΚΚΕ. δεν επιδιώκει παρά μόνο μια δημοκρατική λύση του ελληνικού προβλήματος.

Μα ας πούμε, ότι το ΚΚΕ. θα εφαρμόσει τον κομμουνισμό. Λένε ότι ο κομμουνισμός χαλνά τις εκκλησιές και γδέρνει τους παπάδες. Τόσο χαζοί είναι λοιπόν οι κομμουνιστές να χαλάσουν τις εκκλησιές, που δεν τους εμποδίζουν σε τίποτα;
Οι εκκλησιές μας φταίνε ή τα καράβια του Εμπειρίκου; Γιατί λοιπόν να κάψουμε τις εκκλησιές;

Ποιος χτυπά τη θρησκεία;

Θα γδάρουμε τους παπάδες; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματος μας και η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη. Μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Γιατί αυτοί που εμφανίζονται σαν προστάτες της εκκλησίας, γκρεμίσανε μαζί με τους Γερμανούς και γδέρνουνε παπάδες.

Ο κομμουνισμός, λένε, θα καταργήσει την θρησκεία. Μα η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης. Πώς θα καταργηθεί λοιπόν; Η κατάργηση της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράμα αδύνατο, έστω κι αν ακόμα οι κομμουνιστές θέλανε να την καταργήσουν. Η θρησκευτική συνείδηση δεν καταργείται με απλές διαταγές. Αν συνέβαινε ένα τέτοιο πράμα, αυτό θα έμοιαζε με την διαταγή πού έβγαλε κάποτε ένας αστυνόμος στην Ανάφη, με την οποία απαγόρευε την πάλη των τάξεων! Το τι θα γίνει στο πολύ μακρινό μέλλον, το πώς θα σκέπτονται οι άνθρωποι τότε, είναι άλλο πρόβλημα. Και κανένας πολιτικός δε μπορεί να βγάλει νόμο για το τι θα πρέπει να γίνει ύστερα από 200 η 500 χρόνια. Ούτε λοιπόν κι εμείς θα βγάλουμε τέτοιο νόμο. Μας ενδιαφέρει το πώς θα προκόψει ο λαός μας σήμερα κι όχι το τι φιλοσοφικές πεποιθήσεις θα έχει ύστερα από 500 χρόνια.

Συνεπώς καταλαβαίνετε τώρα, ότι αυτοί που διαδίδουν αυτές τις συκοφαντίες επιδιώκουν άλλους σκοπούς, προσπαθώντας με το μέσο αυτό της συκοφαντίας να εξαπατήσουν το λαό και να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους πάνω του. Αν μάλιστα εξετάσουμε βαθύτερα το πράμα αυτό, θα δούμε ότι αυτοί είναι άθρησκοι, γιατί σε αυτούς δεν υπάρχει ούτε ίχνος θρησκευτικής συνείδησης κι ο μόνος που λατρεύουν είναι ο Θεός Μαμμωνάς, ο Θεός του χρήματος…

Θα συσπειρώσουμε την οικογένεια.

Κατηγορούν τους κομμουνιστές, ότι αυτοί θα διαλύσουν επίσης την οικογένεια. Λες κι εμείς κατεβήκαμε από τον ουρανό και δε γεννηθήκαμε από σπίτια ή φυτρώσαμε μόνοι μας σαν τα μανιτάρια. Η οικογένεια δημιουργήθηκε από ορισμένες οικονομικές συνθήκες. Σε μια ορισμένη ανάπτυξη της κοινωνίας δημιουργήθηκε η ανάγκη της οικογένειας, γιατί έτσι θα αντιμετωπίζονταν καλύτερα οι ανάγκες της ζωής.
Χρειάζονταν να δουλεύουν όλοι: ο πατέρας και τα παιδιά στα χτήματα, οι γυναίκες στον αργαλειό και το σπίτι, γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό θ' αντιμετωπίζονταν οι βιοτικές ανάγκες τους.

Αυτού του είδους οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε, πλησίαζαν όπως βλέπετε, πιο στενά τα μέλη της οικογένειας μεταξύ τους. Σήμερα όμως τι γίνεται; Οι σημερινές οικονομικές συνθήκες αναγκάζουν όχι πια το στενό πλησίασμα της οικογένειας, αλλά αντίθετα την απομάκρυνση της.

Να ένα παράδειγμα: Ένας άντρας παντρεύεται, μα την επομένη του γάμου του φεύγει στην Αμερική για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της ζωής του και της γυναίκας του. Ποιος διαλύει στην περίπτωση αυτήν την οικογένεια; Οι κομμουνιστές ή οι οικονομικές συνθήκες πού δημιούργησε η κεφαλαιοκρατία;

Κι εδώ, λοιπόν, βλέπουμε φανερά, ότι αυτοί που μας κατηγορούν πως θέλουμε να διαλύσουμε την οικογένεια, δεν είναι άλλοι, παρά αυτοί οι ίδιοι πού τη διαλύουν στην πραγματικότητα, ενώ εμείς επιδιώκουμε το στερέωμα της. Θα δώσουμε στο λαό τα οικονομικά μέσα για να μπορεί να μη σκορπάει την οικογένεια του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι' αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους.
Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.

Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ; Όταν έξαφνα στα 1929-31 το κράτος ζήτησε, λόγω της οικονομικής κρίσης πού μάστιζε τότε τη χώρα μας να κατεβάσουν οι ξένοι ομολογιούχοι το ποσοστό που πληρώναμε σε τοκοχρεολύσια, οι Άγγλοι δέχτηκαν να το μειώσουν σε 35%, αλλά οι Έλληνες ομολογιούχοι αρνήθηκαν. Να λοιπόν, ποιος είναι ο πατριωτισμός τους! Αυτός φτάνει μέχρι το σημείο που δεν θίγονται τα οικονομικά τους συμφέροντα. Αυτοί λοιπόν οι ίδιοι που μας κατηγορούν ότι επιδιώκουμε την κατάργηση των συνόρων και την διάλυση του κράτους, αυτοί τα ξεπουλάνε αυτά στην πρώτη ευκαιρία.

Όταν οι άτιμοι μιλάνε για τιμή.

Μας κατηγορούν επίσης, ότι εμείς επιβουλευόμαστε την τιμή. Βλέπετε, όλοι αυτοί οι «ηθικοί», που όταν περπατάνε μπερδεύουνται τα κεφάλια τους στα σύρματα, μιλάνε για τιμή! Αυτοί που πούλησαν τις γυναίκες και τις αδελφές στον κατακτητή, για να κάνουν τα νταραβέρια μαζί του και μας σκλάβωσαν διπλά, αυτοί πάνε τώρα να μας πείσουν ότι είναι οι κέρβεροι της τιμής και της ηθικής. Με αυτά τα μέσα προσπαθούν να εξαπατήσουν το λαό για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευση του. Και πολλές φορές το καταφέρνουν αυτό και μας πείθουν μάλιστα ότι έτσι είναι όπως τα λένε.

Πάρτε ένα παράδειγμα, απ' αυτό που γίνεται στα χωριά: Ο χωριάτης καπνίζει τον καπνό που παράγει ο ίδιος. Μα τον πείσανε ότι αυτός είναι λαθραίος. Κι ο ίδιος ο χωρικός σου λέει ότι καπνίζει λαθραίο καπνό. Λες και δεν τον έσπειρε αυτός στον τόπο μας, αλλά τον έφερε από την Αμερική. Όπως βλέπετε λοιπόν κι ο ίδιος ο χωριάτης το πίστεψε, πως ο καπνός του είναι «λαθραίος». Η αντίδραση δεν σταματά σε τίποτα μπροστά προκειμένου να εξαπατήσει το λαό, χρησιμοποιώντας γι αυτό όλα τα μέσα, όλη τη συκοφαντία και το ψέμα. Μα αυτές οι συκοφαντίες στην ύπαιθρο, όπου μας είδανε και μας νιώσανε, έγιναν συντρίμμια. Στις πόλεις θα γίνει κι αυτού το ίδιο.

Σε λίγες μέρες θα δείτε κι εσείς μόνοι σας την πραγματικότητα. Γιατί ο δικός μας σκοπός είναι ένας: Πώς θα ζήσει καλύτερα ο λαός μας!
Όταν είταν εδώ ο κατακτητής, αυτοί θέλανε τότε την τάξη. Εμείς θέλαμε την αταξία για να κάνουμε ανυπόφορη τη ζωή του κατακτητή. Τώρα αυτοί θέλουνε την αταξία. Μα εμείς θέλουμε την τάξη. Αυτοί είναι οι οργανωτές του εμφυλίου πολέμου για να εκμεταλλεύονται το λαό μας. Αυτοί είναι οι λύκοι, που προσπαθούν να κατασπαράξουν το κοπάδι, εμάς, εσάς, όλους μας, το λαό δηλαδή.

Τηρήσαμε τις υποσχέσεις μας.

Ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ υποσχέθηκαν στο λαό την πάλη ενάντια στον κατακτητή και την απελευθέρωση της χώρας μας. Αυτές τις υποσχέσεις τις τηρήσαμε. Εμείς δεν δημιουργήσαμε κυβερνητικό τύπο. Αυτός δημιουργήθηκε μόνος του από το λαό. Από τον Οκτώβρη του 1942 μόνος του ο λαός τράβηξε στις εκλογές της αυτοδιοίκησης του. Ο θεσμός αυτός της αυτοδιοίκησης, που για πρώτη φορά εμφανίστηκε στην Ευρυτανία, αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας του από το χωριό μέχρι την Π.Ε.Ε.Α. αργότερα.

Εμείς είμαστε υπέρ της ενότητας και χάρη στις προσπάθειες τις δικές μας οφείλεται κατά 9 5% η δημιουργία της εθνικής κυβερνήσεως, κάτω από την οποία αγωνιζόμαστε σήμερα. Μέχρι τη Λάρισα η πατρίδα μας είναι τώρα ελεύθερη. Και γρήγορα θ' απελευθερώσουμε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Έτσι και η δεύτερη μας υπόσχεση τείνει να πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά.

Η πάλη μας για τη λαοκρατία.

Μα εμείς υποσχεθήκαμε στο λαό και κάτι άλλο: Ότι δεν θ' αφήσουμε το όπλο από το χέρι μας αν δεν πετύχουμε και τη διπλή λευτεριά: τη λαοκρατία. Για αυτό θα παλέψουμε για να εκτελέσουμε κι αυτή την υπόσχεση μας, αφιερώνοντας και θυσιάζοντας την ζωή μας ακόμα για τη λαοκρατική λύση του ελληνικού προβλήματος.

Ο ΕΛΑΣ στα χέρια πρώτα της Κ.Ε. του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ αργότερα αποτέλεσε το δυνατό όπλο της διατήρησης του λαού μας στη ζωή. Τον μοχλό της γρηγορότερης απελευθέρωσης μας. Τώρα, στα χέρια της εθνικής μας κυβέρνησης, που αποτελείται απ' όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις και που υπόσχεται στο πρόγραμμα της λαοκρατικές λύσεις, θ' αποτελέσει την εγγύηση, ότι θα συνεχίσουμε τον πόλεμο μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού κι ότι θα εξασφαλισθούν οι ως τώρα κατακτήσεις του λαού μας και θα κερδηθούν και νέες.
Φωνάζατε πολύ για την θανατική καταδίκη των προδοτών, των συνεργατών του καταχτητή και των εκμεταλλευτών της δυστυχίας τού λαού στα χρόνια της κατοχής. Όταν εμείς δεν είχαμε τη δυνατότητα να τους δικάσουμε, τους εκτελούσαμε. Αργότερα τους δικάζαμε σε στρατοδικεία. Τώρα, όσους έχουμε συλλάβει θα τους παραδώσουμε στην δικαιοσύνη. Υπάρχει η νόμιμη πια κυβέρνηση και αυτή θα αποφασίζει για όλα. Μη φωνάζετε λοιπόν. Αυτοί θα δικασθούν και θα καταδικασθούν. Μα δεν θάχει και μεγάλη σημασία.

Τεράστια σημασία θάχει αν καταδικάσετε και θανατώσετε εσείς, ο κυρίαρχος λαός, το καθεστώς που γεννάει τέτοια καθάρματα.
Μεθαύριο θα τραβήξουμε στις εκλογές. Το πρώτο ράπισμα πρέπει να δοθεί στο δημοψήφισμα, με την οριστική καταδίκη του φιλοβασιλισμού και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.

Αλλά γιατί στρεφόμαστε με τόση μανία ενάντια στο βασιλιά;
1.Γιατί αυτός πρώτα-πρώτα δεν είναι ούτε Έλληνας. 2.Γιατί μας τον φέρανε με το ψεύτικο δημοψήφισμα του 1935. 3.Γιατί είναι επίορκος. Καταπάτησε το Σύνταγμα του 1911 κι έβαλε δικτάτορα τον πεμπτοφαλαγγίτη Γιάννη Μεταξά. 4. Γιατί άφησε όλους τους ανίκανους και πεμπτοφαλαγγίτες στρατηγούς και υπουργούς να προδώσουν τον πόλεμο της Αλβανίας και να υποδουλώσουν την πατρίδα μας. 5. Τέλος, γιατί στην εθνική μας συμφορά του 1941, αντί να καθίσει εδώ και να θυσιαστεί σαν άλλος Κόδρος των Αθηνών, μας εγκατέλειψε.
Αν ήτανε καλός έπρεπε να καθίσει εδώ κι αντί να βγει στο κλαρί ο Άρης και δεν ξέρω ποιος άλλος, να βγει αυτός να οργανώσει τον αγώνα και να είναι τώρα δικαιωματικά βασιλιάς μας και αρχηγός μας. Με τη στάση του ο ίδιος παραιτήθηκε ουσιαστικά και τυπικά του δικαιώματος επί του θρόνου της Ελλάδος.

Αυτά βέβαια γι' αυτόν προσωπικά κι ανεξάρτητα από την πεποίθηση μας πώς δεν χρειάζεται κανένας θρόνος, μα δημοκρατία για να προκόψει η Ελλάδα μας.

Σεβόμαστε τη λαϊκή θέληση.

Το δεύτερο ράπισμα πρέπει να δοθεί στις εκλογές, που θα καθορίσουν το πολίτευμα της χώρας μας. Εμάς, η μόνη μας φιλοδοξία είναι να είμαστε υπηρέτες του λαού. Γι' αυτό θα σεβαστούμε την ετυμηγορία σας, όποια κι αν είναι αυτή.
Μα έχουμε αυτές τις απαιτήσεις: Να ψηφίσει ο λαός ανεπηρέαστα και να σεβασθούν το λαό.
Αν αυτά δεν εκτελεστούν, τότε σας υποσχόμαστε ότι πάλι θα ξαναβγούμε στο βουνό. Μα είμαι βέβαιος ότι αυτά δεν θα συμβούν. Γιατί ο λαός μας χειραφετήθηκε πια. Δοκιμάσθηκε και ξύπνησε. Θ' ακολουθήσει τους δρόμους που του δείχνουμε και που μοναδικά τον συμφέρουν.
Με την πεποίθηση αυτή, τελειώνοντας, σας καλώ να φωνάξουμε:
Ζήτω ο κυρίαρχος λαός μας!

ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ

    hortiatis570.gr | 2008 - 2012 | Διαχείριση ιστοσελίδας: Κώστας Παράδας, kaparadas@hortiatis570.gr | Γιώργος Ρηγόπουλος, rigopolulos@hortiatis570.gr | Σωτήρης Τοκαλατσίδης, admin@hortiatis570.gr