Από N. on 16/02/2016 http://www.nostimonimar.gr/empros-elas-gia-tin-ellada/
Στις 16 Φεβρουαρίου 1942 δημοσιεύεται η ιδρυτική προκήρυξη του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού
Το πρώτο δεκαήμερο του Γενάρη του 1942 συνήλθε η 8η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Στην απόφαση της Ολομέλειας διατυπώνονταν οι άμεσοι και απώτεροι σκοποί του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και γινόταν έκκληση στο λαό και τα πολιτικά κόμματα να ενωθούν στην πάλη για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Η 8η Ολομέλεια τόνιζε ιδιαίτερα ότι:
«Ο εθνικοαπελευθερωτικός ανταρτοπόλεμος έχει πρωτεύουσα σημασία για την απελευθέρωση της χώρας από τον ξενικό ζυγό. Οι κομμουνιστές πρέπει να μαζικοποιήσουν και να επεκτείνουν το αντάρτικο κίνημα στην ύπαιθρο, να περιφρουρήσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό του χαρακτήρα…».
Το Γενάρη του 1942 οι Κεντρικές Επιτροπές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ συμφώνησαν να κάνουν επίσημα γνωστή την απόφασή τους για τη δημιουργία του νέου στρατού της Αντίστασης με την ονομασία Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ). Με τις ίδιες αποφάσεις, η Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή που καθοδηγούνταν από το ΕΜΑ και ήταν το ανώτατο μέχρι τότε στρατιωτικό επιτελείο του ένοπλου αγώνα, ανασυγκροτήθηκε, διευρύνθηκε και μετονομάστηκε σε Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ. Επίσης, ο Αρης Βελουχιώτης στάλθηκε οριστικά στο βουνό για να αρχίσει την οργάνωση του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη.
Στις 16 Φλεβάρη του 1942 κυκλοφόρησε πλατιά η Ιδρυτική Προκήρυξη του ΕΛΑΣ. Σ’ αυτή διατυπώνονται οι σκοποί του λαϊκού στρατού που ήταν:
1) Αγώνας για την απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους κατακτητές.
2) Περιφρούρηση των κατακτήσεων του λαού και των ελευθεριών του εναντίον κάθε επιβουλής.
3) Εξασφάλιση της τάξης μέχρι τη διεξαγωγή εκλογών, ώστε ο λαός να μπορεί να εκφράσει πραγματικά ελεύθερα τη θέλησή του, για το πολίτευμα και την κυβέρνησή του.
Με βάση την πείρα που συγκεντρώθηκε στη φωτιά του αγώνα εναντίον των κατακτητών, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ καθόρισαν το χαρακτήρα του στρατού, του ΕΛΑΣ και χάραξαν βασικά τη στρατηγική και την τακτική του. Ο ΕΛΑΣ έπρεπε να γίνει λαϊκός απελευθερωτικός στρατός, ένοπλο τμήμα του λαού, τιμωρός των εχθρών του, υπερασπιστής της ζωής και της περιουσίας του, ικανός να απελευθερώσει τη χώρα από τους κατακτητές. Αποστολή που εκπλήρωσε μέχρι τέλους, δημιουργώντας το έπος της Εθνικής Αντίστασης.
Στη φωτιά του αγώνα
Η τακτική του ΕΛΑΣ πρόβλεπε την όσο το δυνατόν πιο συντονισμένη διεξαγωγή του ανταρτοπολέμου και τη βαθμιαία ανάπτυξή του σε παλλαϊκό πόλεμο κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους. Τη συνεχή απασχόληση και τη φθορά του εχθρού. Την προοδευτική απελευθέρωση της υπαίθρου, αρχίζοντας από τις ορεινές περιοχές και στη συνέχεια τη διεύρυνσή τους και τη μετατροπή τους σε βάσεις εξόρμησης του ΕΛΑΣ για τη μεταφορά του πολέμου όλο και πιο κοντά στα κέντρα και τις συγκοινωνιακές αρτηρίες του κατακτητή.
Στα τέλη του 1942, η δύναμη του μόνιμου και του εφεδρικού ΕΛΑΣ πλησίαζε τις 6.000 μαχητές.Ως τις αρχές του φθινοπώρου του 1942, η δράση του ΕΛΑΣ απέβλεπε κυρίως στο ξεκαθάρισμα της υπαίθρου από τους συνεργάτες του εχθρού. Από το Σεπτέμβρη, όμως, του 1942, ο ΕΛΑΣ πέρασε σε πιο έντονη δράση κατά των κατοχικών στρατευμάτων και άρχισε να προκαλεί σοβαρά πλήγματα στον εχθρό, όπως με την επιχείρηση του Γοργοπόταμου, στις 24 προς 25 Νοέμβρη.
Από τις αρχές του 1943, το ένοπλο κίνημα αναπτύσσεται ραγδαία. Στη Στερεά,στη Θεσσαλία,στην Ηπειρο,στη Μακεδονία,στη Θράκη,στην Πελοπόννησο,στα νησιά, χιλιάδες πατριώτες πυκνώνουν τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Από το Δεκέμβρη του 1942 μέχρι το Μάη του 1943, που ιδρύθηκε το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, ο λαϊκός στρατός τριπλασίασε σχεδόν τις δυνάμεις του και ξεπέρασε τις 12.000 μόνιμους αντάρτες.
Με την ίδρυση, στις 2 Μάη του 1943, του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, που το αποτελούσαν ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης ,στρατιωτικός διοικητής, ο Αρης Βελουχιώτης,καπετάνιος και ο Ανδρέας Τζήμας, αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, ο λαϊκός απελευθερωτικός στρατός απέκτησε κεντρική διοίκηση, που εξασφάλιζε ενιαία και συντονισμένη καθοδήγηση και διεύθυνση του ένοπλου αγώνα. Το ΓΣ συνέβαλε στην αύξηση της δύναμης του ΕΛΑΣ και προώθησε το πρόβλημα της στελέχωσής του με μονίμους και εφέδρους αξιωματικούς του αστικού στρατού και με στελέχη που αναδείχθηκαν στην πάλη κατά των κατακτητών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Αύγουστο του 1943 από τη Σχολή Αξιωματικών του ΕΛΑΣ αποφοίτησαν συνολικά 1.260 ανθυπολοχαγοί. Ο ΕΛΑΣ εφάρμοσε την τακτική των υποχωρητικών ελιγμών, όταν ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν ήταν ευνοϊκός και της επίθεσης, όταν εξασφάλιζε υπεροχή δυνάμεων ή κατείχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Το ΓΣ από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του επιδίωξε και πέτυχε την ένταση της επιθετικής δραστηριότητας του ΕΛΑΣ κατά των εχθρικών φρουρών που ήταν εγκαταστημένες στον κορμό της Πίνδου και στις συνεχόμενες ορεινές περιοχές, καθώς και κατά των αρτηριών επικοινωνίας και ανεφοδιασμού του εχθρού. Ετσι δημιουργήθηκε μια σχετικά σταθερή ελεύθερη περιοχή με κέντρο την οροσειρά της Πίνδου.
Η ίδρυση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) στις 10 Μάη 1944 εγκαινίασε καινούρια περίοδο ορμητικής ανόδου του κινήματος Εθνικής Αντίστασης. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ, που στο μεταξύ συμπληρώθηκαν και ανασυγκροτήθηκαν, διεξάγουν σκληρές μάχες με τον εχθρό σε όλη τη χώρα. Η Ελλάδα ολόκληρη μετατράπηκε σε πραγματικό μέτωπο.
Στο μεταξύ, με την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, δημιουργήθηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1944 οι προϋποθέσεις για το πέρασμα των δυνάμεων της Αντίστασης σε γενική επίθεση για την απελευθέρωση της χώρας. Ο ΕΛΑΣ διέθετε σημαντικές δυνάμεις. Ο μόνιμος ΕΛΑΣ αριθμούσε 50.000 μαχητές και αξιωματικούς. Υπήρχαν, επίσης, 30.000 έφεδροι μαχητές του ΕΛΑΣ οργανωμένοι στρατιωτικά. Την ίδια ώρα, περισσότερα από 1.500.000 ήταν τα μέλη του ΕΑΜ,από τα οποία 300.000 μέλη του ΚΚΕ,ενώ 400.000 ήταν τα μέλη της ΕΠΟΝ.
Από δω και μπρος, ο ΕΛΑΣ καταδιώκει αμείλικτα τον εχθρό, που υποχωρεί και του καταφέρνει ισχυρά πλήγματα. Απελευθερώνει τη μια μετά την άλλη τις πόλεις και τις περιοχές της χώρας.Στις 12 Οκτώβρη 1944, απελευθερώθηκε η πρωτεύουσα, η αδάμαστη Αθήνα, και στις 30 Οκτώβρη η Θεσσαλονίκη. Στις 3 Νοέμβρη 1944, και οι τελευταίες δυνάμεις του εχθρού εγκαταλείπουν την αιματοποτισμένη ελληνική γη. Ο ΕΛΑΣ κατά την απελευθέρωση ξεπέρασε τις 130.000, από τις οποίες οι 80.000 στο μόνιμο ΕΛΑΣ.
Ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε την Ελλάδα πριν αποβιβαστούν οι αγγλικές δυνάμεις του Σκόμπι,οι οποίες στην πραγματικότητα έρχονταν, όχι για να πολεμήσουν, αλλά για να αφοπλίσουν τον ΕΛΑΣ, πράγμα το οποίο επιβεβαιώθηκε με τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’44 και όσα ακολούθησαν.
O όρκος του ΕΛΑΣίτη
Ο επίσημος «Ορκος του Ελασίτη»,καθιερωμένος με απόφαση της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) – «Κυβέρνησης του Βουνού», το 1944 ήταν ο εξής:
«Ορκίζομαι ότι θα αγωνιστώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για την πλήρη απελευθέρωση, ακεραιότητα και ανεξαρτησία της πατρίδας. Για την περιφρούρηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του. Για τον σκοπό αυτό θα υπακούω στις πράξεις και αποφάσεις της ΠΕΕΑ και θα εκτελώευσυνείδητα και πειθαρχικά τις εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου και θα αποφεύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζει σαν άτομο και σαν αγωνιστή του ελληνικού λαού».
Κομβικές εξάρσεις του εργατικού κινήματος
Διερεύνηση των όρων ανάταξης του κοινωνικού κινήματος
Τρία χρόνια μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας και την ολοσχερή μνημονιακή του μεταστροφή, την μετατόπισή του δηλαδή στο αντίπαλο στρατόπεδο της αστικής πολιτικής, διαπιστώνεται η αδρανοποίηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος στην αντιμετώπιση των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών της τελευταίας οκταετίας. Παράλληλα είναι περισσότερο από προφανές ότι η ανατροπή και ακύρωση των θεμελιωδών συνεπειών τους (υψηλή ανεργία, κατεδάφιση εργασιακών σχέσεων, μειώσεις μισθών και αποψίλωση συντάξεων, ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων κλπ.), παρόλες τις τοποθετήσεις των σχηματισμών του αριστερού κινήματος και των ταξικών εργατικών παρατάξεων, δεν μπορεί να αναδειχθεί παρά με αφετηρία και στην βάση της κίνησης του λαϊκού παράγοντα, η οποία προς ώρας δεν εμφανίζεται στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο.
Η αιτιολογία αυτής της λαϊκής κινηματικής παράλυσης, που έχει ήδη αναλυθεί, συνοπτικά εντοπίζεται : Στο μείζον πολιτικό πλήγμα που έχει επιφέρει το ιστορικά πρωτοφανές γεγονός της ανάδειξης ενός αριστερού κόμματος στην κυβερνητική εξουσία και της ευθύς εξ αρχής υιοθέτησης της πολιτικής γραμμής των αντίπαλων νεοφιλελεύθερων κομμάτων (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), της ελληνικής αστικής τάξης και των υπαγορεύσεων των ευρωπαϊκών οικονομικών κέντρων. – Στη νίκη που έχει πραγματοποιήσει το κεφάλαιο επί της εργασίας, με την έκλυση της μαζικής ανεργίας που έχει προέλθει από τις εκκαθαριστικές λειτουργίες της κρίσης υπερσυσσώρευσης και τις δρακόντειες δημοσιονομικές πολιτικές. – Την σταδιακή παραφθορά μέχρις εσχάτων του εργατικού συνδικαλισμού στην καπιταλιστική παραγωγή, αλλά και την άπνοια που διακρίνει το εργατικό κίνημα στον δημόσιο τομέα, παρόλη την στοιχειώδη του φορμαλιστική υπόσταση σ’ αυτόν. – Τον κατακερματισμό των εργατικών ταυτοτήτων που απορρέει από την ουσιαστική πανσπερμία πλέον των μορφών απασχόλησης (προσωρινή και μερική απασχόληση, μαύρη εργασία κ.ά.) που εμποδίζουν την ενιαία αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων. – Την δίχως ιστορικό προηγούμενο αφερεγγυότητα και αναξιοπιστία, την «εξαφάνιση» από το προσκήνιο των μηχανισμών του θεσμικού εργοδοτικού και μνημονιακού συνδικαλισμού όπως διαμορφώνονται σε τριτοβάθμιο επίπεδο (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ), και της πλήρους απροθυμίας και αδυναμίας να τροφοδοτήσουν τη οποιαδήποτε μορφή αντίστασης της μισθωτής εργασίας. – Τον διαχωρισμό και τις ασύμπτωτες πορείες που ακολουθούνται στο επίπεδο των ταξικών εργατικών παρεμβάσεων και κινήσεων από τις δυνάμεις των αγωνιστικών κοινωνικών παρατάξεων.
Όλη αυτή η αναφορά δεν γίνεται για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι έχει κλείσει ο κύκλος του κινηματικού εργατικού συνδικαλισμού, όπως είχε αναδειχθεί στην πρώτη περίοδο των μνημονίων. Ούτε εξίσου γίνεται για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι εφόσον το λαϊκό κίνημα έχει παροπλισθεί, θα πρέπει να στραφούμε ολοσχερώς προς πολιτικές αριστερές διαδικασίες ανάταξης των πραγμάτων, γιατί αυτές δεν μπορούν να γίνουν χωρίς μια ενεργό κοινωνική έδραση. Και κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί κανείς, κατά τρόπο ανεκδιήγητο, και εν πολλοίς πέραν της φυσιογνωμίας της Αριστεράς και της εργατικής τάξης, να αναζητήσει διεξόδους στα συλλαλητήρια του εθνικισμού και νεοναζισμού, της ακροδεξιάς, του εκκλησιαστικού σκοταδισμού, των στρατοκρατικών αντιλήψεων κ.ά. που είναι προϊόν της ήττας του αντιμνημονιακού λαϊκού κινήματος, και σε καμία περίπτωση «στρεβλής» ανάδειξης των επιδιώξεων του λαϊκού παράγοντα. Θεμελιακή επιδίωξη είναι η διερεύνηση των σημερινών υλικών όρων, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών για την επανεμφάνιση της εργατικής λαϊκής δυναμικής, κινητήριας δύναμης για οποιαδήποτε εναλλακτική αντιμνημονιακή, ριζοσπαστική, σοσιαλιστική πορεία χειραφέτησης του εργαζόμενου λαού. Μ’ αυτή την έννοια, σ’ αυτή την σημερινή δυσχερέστατη, από την άποψη των ταξικών συσχετισμών, συγκυρία, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στην 45χρονη πορεία της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας, και να προσεγγίσουμε αυτούς τους όρους ιστορικής κίνησης της εργατικής τάξης, ως οδηγό για την σημερινή ανάταξη.
Εργατικός ριζοσπαστισμός σε σοσιαλδημοκρατική διέξοδο
Α) Η πρώτη μεταπολιτευτική μαζική ανάδειξη του κινήματος της εργατικής τάξης, και μάλιστα με μορφές εξαιρετικά πρωτοποριακές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναδείχθηκε στην δεκαετία 1975 – 85, με την φαντασμαγορική εξάπλωση των εργοστασιακών σωματείων καθώς και εκείνων των δημόσιων κοινωφελών επιχειρήσεων, που συνδέθηκαν οργανικά με την ανερχόμενη σοσιαλδημοκρατία. Το κίνημα αυτό κατόρθωσε κυρίαρχα να «νομιμοποιήσει» την συλλογική υπόσταση της μισθωτής εργασίας , κατά έναν τρόπο αντί-συντεχνιακό, δηλαδή διεπαγγελματικό (από την καθαρίστρια μέχρι τον μηχανικό), μέσα στην ίδια την καρδιά της εργοστασιακής παραγωγής. Με την μεταρρυθμιστική πολιτική «αλλαγή» του 1981 κατόρθωσε και επέβαλε μια ισχυρή βελτίωση των εργατικών αποδοχών, την πενθήμερη εβδομάδα εργασίας των 40 ωρών και τον δημοκρατικό συνδικαλιστικό νόμο (1264 / 1982) που ήρθε να αντικαταστήσει την προηγούμενη αντεργατική νομοθεσία (330 / 1976), και την εκκαθάριση του θεσμικού συνδικαλισμού από τον χουντικό μακρη-θεοδωρισμό.
Οι παράγοντες που οδήγησαν σ’ αυτή την γόνιμη εξέλιξη ήταν μεταξύ των άλλων : Το γεγονός ότι σ’ αυτή την περίοδο η εργατική ανεργία βρίσκονταν σε εντελώς χαμηλά επίπεδα (ανεργία τριβής του 3%), πράγμα που βοηθούσε στο ξεδίπλωμα της εργατικής συνδικαλιστικής συγκρότησης. – Η βιομηχανική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού που είχε προηγηθεί θέτοντας τέρμα στην θεωρία της «ψωροκώσταινας» και στην ενδημική μιζέρια ορισμένων αριστερών θεωριών της «υπανάπτυξης» και «εξάρτησης» της ελληνικής οικονομίας. – Στην απελευθέρωση ενός πολλαπλά καταπιεσμένου εργατικού δυναμικού από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας (1967 – 74), με αποτέλεσμα η εργατική τάξη μεταπολιτευτικά να αναδείξει πολυάριθμα εργοστασιακά «πολυτεχνεία» του λαϊκού ριζοσπαστισμού. – Η σύνδεση αυτής της κοινωνικής κίνησης με ένα αντι-δεξιό μεταρρυθμιστικό πολιτικό κίνημα, που λειτούργησε κάτω και από την ισχυρή πίεση της ενεργοποιημένης κινηματικά εργατικής τάξης (άλλο αν η κομμουνιστική Αριστερά εκείνης της περιόδου αδυνατούσε να τεθεί επικεφαλής αυτής της κίνησης). – Τέλος, η προβολή στο προσκήνιο μιας εκρηκτικής ιδεολογικής ριζοσπαστικοποίησης, απότοκος των Ιουλιανών και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, που έδινε ταξική αυτοπεποίθηση στις εργαζόμενες τάξεις, και το κυριότερο ανίχνευε δρόμους στρατηγικής απελευθέρωσης της μισθωτής εργασίας, δηλαδή σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Συνέτρεξαν άρα σ’ αυτή την περίπτωση ένα σύνολο «ευνοϊκών» παραγόντων που αξιοποίησε ο εργαζόμενος κόσμος για να αλλάξει τους ταξικούς συσχετισμούς προς όφελός του : Καπιταλιστική ανάπτυξη, χαμηλή ανεργία, πολιτική εκπροσώπηση του νέου εργατικού κινήματος, ανθοφορία των αριστερών ιδεολογιών διαφόρων αποχρώσεων. Το μόνο που απουσίασε και στάθηκε καθοριστικό για τις παραπέρα εξελίξεις των πραγμάτων ήταν η ανεπάρκεια διαδραμάτισης καθοριστικού και αποφασιστικού ρόλου αυτών των εργατικών συλλογικοτήτων μέσα στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο των πολιτικών μηχανισμών της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, η λειτουργία τους ως αντίβαρο στην μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική του πολιτική, ως ανάχωμα στον βαθύτερο πολιτικό του ρόλο για την επιδίωξη της «μακροπρόθεσμης σταθεροποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής». Ο πρωτογενής και νευραλγικός παράγων ( = κινητοποιημένη εργατική τάξη) μετατράπηκε σε δευτερογενή υποτελή «συγγενή» της πολιτικής, διοικητικής και κοινοβουλευτικής μορφής της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία δεν άργησε να εγκαταλείψει ατάκτως τον μεταρρυθμισμό της και να προσχωρήσει στην πορεία προς τον μονεταρισμό και το νεοφιλελευθερισμό.
Ταξική αντιπαράθεση με την οικουμενική διακυβέρνηση ;
Β) Η δεύτερη έξαρση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος καταγράφεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, όπου άρχισε να υλοποιείται η μονεταριστική μεταστροφή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ως πρώτη μορφή προσχώρησης της σοσιαλδημοκρατίας στον αρχόμενο σε παγκόσμια κλίμακα νεοφιλελευθερισμό, συνέχεια των πολιτικών Μ. Θάτσερ και Ρ. Ρήγκαν. Αυτή η μεταστροφή, σε συνδυασμό με την ανάδειξη του κρίσιμου παραγωγικού ζητήματος των «προβληματικών» επιχειρήσεων (πτώση της καπιταλιστικής αποδοτικότητας εξ αιτίας της πρώτης μεταπολεμικά κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου), οδηγεί την μεγάλη πλειοψηφία της συνδικαλιστικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας (σωματεία βιομηχανίας και δημόσιων επιχειρήσεων) σε ανοιχτή ρήξη με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και καταλήγει στη δημιουργία της ΣΣΕΚ (Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Εργατοϋπαλληλική Κίνηση). Αυτή συγκροτεί συμμαχία με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις της Αριστεράς (ΕΣΑΚ με παρουσία στα κλαδικά συνδικάτα και ΑΕΜ κυρίως στο δημόσιο τομέα), και έτσι προκύπτει ταξική πλειοψηφία στο μεγαλύτερο μέρος των συνδικαλιστικών οργανώσεων της χώρας σε όλα τα επίπεδα εκπροσώπησης. Οι πολυσήμαντες πανεργατικές κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν διασφάλισαν μια δίχως προηγούμενο εργατική συμμετοχή και η δυναμική τους μπορούσε να αντιμετωπίσει ευθέως τον αρχόμενο νεοφιλελευθερισμό του ΠΑΣΟΚ και το νεοσυντηρητισμό της ΝΔ.
Ενώ λοιπόν τα πράγματα μετά το 1986 κινούνταν σε μία κατεύθυνση ισχυρής ανάπτυξης μιας ενωτικής ταξικής εργατικής δυναμικής, το κίνημα αυτό εξαντλήθηκε γιατί αντιμετώπισε την ολόπλευρη μεταστροφή της ενιαίας τότε Αριστεράς (ΚΚΕ + ΕΑΡ), προς τον κυβερνητισμό, τον εκσυγχρονισμό και την αναπτυξιολογία. Αντί η Αριστερά να αναλάβει την πολιτική εκπροσώπηση και την μαζική υποστήριξη αυτού του αντί – μονεταριστικού κινήματος, μετατράπηκε σε «αρχάγγελο της κάθαρσης» και μάλιστα συμμάχησε στο κυβερνητικό επίπεδο αρχικά με την αντιδραστική ΝΔ (κυβέρνηση Τ. Τζανετάκη) και στη συνέχεια και με το ΠΑΣΟΚ (οικουμενική κυβέρνηση Ξ. Ζολώτα). Αντί δηλαδή να αποσταθεροποιήσει την κλονιζόμενη τότε αστική δικομματική κυριαρχία, ήρθε να γίνει αρωγός της «εξυγίανσης» και αποκατάστασης της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος, συμβάλλοντας στην διάνοιξη του δρόμου για την αναρρίχηση της μετωπικής συντηρητικής παράταξης στην εξουσία το 1990, κόβοντας ταυτόχρονα τους δεσμούς με την εργατική βάση της σοσιαλδημοκρατίας που και τότε στρέφονταν προς τα «αριστερά».
Το συμπέρασμα από αυτή την δεύτερη περίπτωση έξαρσης του εργατικού κινήματος, και στη συνέχεια εκφυλισμού του, είναι ότι η ταξική εργατική κινητοποίηση δεν μπορεί να ανοίξει ευρύτερους ορίζοντες εφόσον στερείται πολιτικής διεξόδου, την οποία το μεν ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε με την υιοθέτηση του μονεταρισμού, η δε «ενωμένη» Αριστερά της γύρισε την πλάτη μια και ήθελε να δοκιμάσει την τύχη της στις συγκυβερνήσεις με τις δυνάμεις του αστικού δικομματισμού. Βέβαια σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να τεθεί το ζήτημα της ευθείας πολιτικής αντικαπιταλιστικής υποκειμενοποίησης του ίδιου του εν κινήσει εργατικού κινήματος. Ωστόσο δεν υπήρχαν πλέον τέτοιοι υποκειμενικοί όροι για ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, εφόσον οι αριστερές συνδικαλιστικές παρατάξεις «αποσύρθηκαν» χάριν του Κοινού Πορίσματος ΚΚΕ και ΕΑΡ, οι δε δυνάμεις που μαζικά είχαν αποχωρήσει από την ΠΑΣΚΕ ξαναπήραν τον δρόμο της επιστροφής στην «πατρώα γη», παίρνοντας ως ανταλλάγματα βουλευτικές έδρες, υπουργικές θέσεις και διοικητικά πόστα στον αστερισμό της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ.
Το κύκνειο άσμα του μεταρρυθμιστικού εργατικού κινήματος
Γ) Η τρίτη περίπτωση που το κίνημα της μισθωτής εργασίας ήρθε εκ των πραγμάτων στο προσκήνιο με εξαιρετικά μαζικούς όρους, πραγματοποιώντας την μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση στα σαράντα πέντε χρόνια της μεταπολιτευτικής διαδρομής της χώρας, ήταν η συγκυρία του Απριλίου 2001 με την πανεργατική κινητοποίηση όλων των συνδικαλιστικών φορέων απέναντι στην επιχειρούμενη βαθειά μετάλλαξη του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος (σχέδιο νόμου Τ. Γιαννίτση). Ήταν από τις ελάχιστες ιστορικές φορές που μια τόσο μεγάλων διαστάσεων πανελλαδική απεργία υποχρέωσε εντός της ημέρας την εκσυγχρονιστική και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του Κ. Σημίτη να ανακρούσει πρύμναν και να αποσύρει αυτή την αντί – ασφαλιστική μεταρρύθμιση (συνέχεια των προηγούμενων του 1990 – 93 του Δ. Σιούφα).
Ωστόσο όμως από ό,τι αποδείχθηκε στην συνέχεια επρόκειτο για το «κύκνειο άσμα» του εργατικού συνδικαλισμού της εποχής, στο μέτρο που οι δυνάμεις της μεταρρυθμιστικής εργατικής σοσιαλδημοκρατίας είχαν ήδη μπει στην τροχιά του μετασχηματισμού τους στον μετέπειτα ανοιχτό εργοδοτικό και συναινετικό συνδικαλισμό, η δε Αριστερά, πολιτικά και συνδικαλιστικά, δεν είχε πλέον την δυναμική να διαμορφώσει μια προοπτική διεξόδου απέναντι στον κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό. Άλλωστε, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, μέσα στην επόμενη διετία, η κυβέρνηση του εκσυγχρονισμού και της ενσωμάτωσης του ελληνικού καπιταλισμού στην ΟΝΕ (μεταίχμιο του 2000), δεν άργησε να εισάγει εκ νέου το νομοσχέδιο Δ. Ρέππα για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που και υπερψηφίστηκε, σηματοδοτώντας την απαρχή όλων των μετέπειτα αλλαγών αποψίλωσης των εργατικών ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Σε κάθε περίπτωση ήταν πλέον η εποχή μιας έντονα κερδοφόρας ανάκαμψης του ελληνικού κεφαλαίου από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι την έναρξη της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης (2008), υλοποίησης των μεγάλων τεχνικών έργων υποδομών, και του μπλοκαρίσματος των εργατικών συνδικαλιστικών διεκδικήσεων. Πλέον η μισθωτή εργασία στρέφονταν στην δεκάωρη καθημερινή και εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία, προκειμένου να βελτιώσει τους όρους ζωής της μέσα από την υπερεργασία, και όχι δια μέσου των ταξικών εργατικών κινητοποιήσεων, πράγμα που συνέβαλε σε μια ισχυρή απονεύρωση του εργατικού κινήματος. Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ήδη αρχίσει να αλώνει εργατικές συνειδήσεις και πρακτικές…
Εργατική προοπτική που μετακόμισε στο νεοφιλελευθερισμό
Δ) Η τελευταία περίπτωση σπουδαίας έξαρσης των εργατικών κινητοποιήσεων στάθηκαν οι συνεχόμενες πανελλαδικές απεργίες της περιόδου Άνοιξη 2010 – Άνοιξη 2012, απέναντι στα μέτρα του πρώτου και δεύτερου μνημονίου του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Παρόλη την μαζικότητα και τον επίμονο χαρακτήρα τους δεν κατόρθωσαν ευθέως να ακυρώσουν την ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων των δύο μνημονίων, ωστόσο προκάλεσαν την ολοσχερή απονομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, την εκλογική της καταβαράθρωση και την αναζήτηση πολιτικής διεξόδου από τον εργαζόμενο λαϊκό κόσμο «προς τα αριστερά» και εν προκειμένω στον ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα αυτός να εκτοξευθεί εκλογικά και να καταλάβει την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (27% του Ιουνίου 2012).
Ωστόσο από εκεί και πέρα και μέχρι σήμερα, τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετική τροχιά, εφόσον αυτή η αριστερή στροφή νοήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ μονοδιάστατα ως «εκλογική» έκφραση και επιλογή, μια και ο ίδιος προσανατολίστηκε στον εκλογικισμό, τον κυβερνητισμό και τον κοινοβουλευτικό δρόμο (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015). Αυτή η πολιτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να επανατροφοδοτήσει την στήριξη και ενίσχυση του εργατικού κινήματος που είχε υποστεί μια «αγωνιστική κόπωση», αντί να διαμορφώσει οργανικές (και όχι μόνον εκλογικές) σχέσεις εκπροσώπησης με την εργατική τάξη, χρησιμοποίησε την πλειοψηφική εργατική ψήφο για την υπηρέτηση των δικών του υποκειμενικών σκοπών, των σχεδιασμών της ηγεμονικής μικροαστικής εκσυγχρονιστικής τεχνοκρατίας : Η εργατική τάξη ήταν ευπρόσδεκτη για τον ΣΥΡΙΖΑ μόνον ως «εκλογική πελατεία» και όχι ως η πρωταρχική κοινωνική δύναμη ριζοσπαστικών λαϊκών μετασχηματισμών. Η παρουσία της μισθωτής εκτελεστικής εργασίας εντός της πολιτικής υποκειμενικότητας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς ήταν το λιγότερο περιθωριακή, έναντι των κυρίαρχων στρωμάτων της μικροαστικής διανοητικής εργασίας, που ως εκ της ταξικής τους φύσης διέπονταν από κατευθύνσεις αστικού εκσυγχρονισμού, ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενσωμάτωσης, τεχνοκρατικού εξορθολογισμού, εν ολίγοις ό,τι συγκροτεί μια αστική πολιτική.
Έτσι στο διάστημα αυτό επήλθε ένας «παροπλισμός» του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, η συστηματική καλλιέργεια μιας στάσης κοινοβουλευτικής «αναμονής» (από την αξιωματική αντιπολίτευση στην κοινοβουλευτική διακυβέρνηση), εξαφανίζοντας από το προσκήνιο τον θεμελιώδη παράγοντα (=κίνηση εργατικής τάξης) ακόμη και στην οπτική μιας υποτιθέμενης «αριστερής εκδοχής» του ούτως ή άλλως αναποτελεσματικού ευρωκομμουνισμού. Κι’ ακόμη περισσότερο στην επόμενη κυβερνητική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ (Ιανουάριος 2015 – Ιανουάριος 2018), η καθολική μνημονιακή μεταστροφή του (σπάνια περίπτωση κόμματος που εκλέγεται στη διακυβέρνηση μιας χώρας και αναλαμβάνει να εφαρμόσει επακριβώς την πολιτική των αντιπάλων του), επέφερε το χειρότερο πλήγμα που θα μπορούσε να δεχθεί ο εργαζόμενος και άνεργος κόσμος, από τον ίδιο τον πολιτικό σχηματισμό που είχε πλειοψηφικά ψηφίσει. Αυτή είναι η κύρια πολιτική αιτία που επέφερε όπως ήταν φυσικό την αδράνεια και παράλυση του εργατικού κινήματος στα τρία τελευταία χρόνια που σημαδεύτηκαν από την εφαρμογή του τρίτου υπέρ – μνημονίου.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι δεν μπορεί να αναδειχθεί μια λαϊκή ριζοσπαστική εναλλακτική λύση από πολιτικές δυνάμεις που διέπονται από την μικροαστική εκσυγχρονιστική και τεχνοκρατική ηγεμονία, που εκ της ταξικής τους φύσεως είναι η «εμπροσθοφυλακή» της αστικής στρατηγικής, είναι οι «διαμεσολαβητές» της αστικής κοινωνικής εξουσίας, ακόμη και αν εκπροσωπούν «εκλογικά» τα λαϊκά εργαζόμενα στρώματα. Δεν πρόκειται για θέμα βούλησης ή προθέσεων, ούτε για «προδοσίες» και «κωλοτούμπες», αλλά για την αναπότρεπτη πολιτική συνέπεια των ταξικών δυνάμεων που κυριαρχούν στο εσωτερικό τους. Αντιμνημονιακές αλλαγές τελικά ή ακόμη περισσότερο αντικαπιταλιστικοί μετασχηματισμοί δεν μπορούν να προωθηθούν, με βάση την υπαρκτή πλέον τραγική εμπειρία, παρά από πολιτικούς σχηματισμούς που έχουν οργανικές σχέσεις με την εργατική τάξη, βασίζουν την τακτική τους στο έδαφος κινηματικών λαϊκών διαδικασιών, έχουν κατοχυρωμένο στο εσωτερικό τους τον πρωτεύοντα ρόλο ταξικών δυνάμεων των «από κάτω» και όχι μικροαστών τεχνοκρατών και εκσυγχρονιστών, και δεν εξαντλούν τη στρατηγική τους στο αστικό πολιτικό παιχνίδι, αλλά εισάγουν παράλληλα τη διάσταση του εργατικού ελέγχου και εξουσίας ως θεμελιακή παράμετρο και δικλείδα ασφαλείας της όποιας αριστερής διαδικασίας μετάβασης.
https://newreport.gr/%CE%B1%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%BF%CE%B9/120226/pos-kineitai-istorika-ergatiki-taksi/
Εργαζόμενοι – Αριστερά : Ιστορία προσδοκιών – διαψεύσεων
Από ολόκληρη αυτή την συνοπτική ιστορική κριτική αναφορά προκύπτει ότι η αναγκαία κίνηση της εργατικής τάξης δεν είναι ένα μονοδιάστατο «συνδικαλιστικό» φαινόμενο, όπως αρέσκονται να το εμφανίζουν ορισμένοι φορείς του αριστερού κινήματος, αλλά απεναντίας ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, όπου διαπλέκονται οι παράμετροι της πολιτικής, της ιδεολογίας και του κοινωνικού κινήματος. Καθοριστικό ζήτημα για μια τέτοια κίνηση είναι το επίπεδο ανεργίας της μισθωτής εργασίας, που από ό,τι προκύπτει όταν είναι χαμηλό και συνοδεύεται από μια ορισμένη καπιταλιστική ανάπτυξη καθιστά ευχερέστερη αυτή την κίνηση, ενώ όταν σκαρφαλώνει σε διψήφια νούμερα, οδηγεί σε παραλυτική επίδραση του εφεδρικού στρατού των ανέργων επί της ενεργού εργασίας. Παράλληλα οι μορφές συλλογικής υπόστασης των εργαζομένων διαδραματίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο : Εκείνες που διασφαλίζουν την ενιαία οργάνωση του συλλογικού εργάτη μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου (εργοστασιακά σωματεία και κλαδικά διεπαγγελματικά συνδικάτα) έχουν μεγαλύτερη μαζικότητα και αποτελεσματικότητα, ενώ εκείνες που βασίζονται στην ομοιοεπαγγελματική οργάνωση (χειριστών, μηχανικών, οδηγών, γιατρών, λογιστών κλπ.), διέπονται από συντεχνιακά και άρα αναποτελεσματικά, ως επί το πλείστον χαρακτηριστικά. Τέλος η ίδια η ένταση των ακολουθούμενων αστικών πολιτικών, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων και γενικευμένης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που απειλούν την ίδια την συλλογική οργάνωση των εργαζομένων και τις πλέον βασικές ελευθερίες και δικαιώματά τους.
Εντούτοις, πέραν αυτών των παραγόντων που επιδρούν σημαντικά στην κίνηση της εργατικής τάξης, καθοριστικοί είναι οι επόμενοι παράγοντες : Οι σχέσεις εκπροσώπησης των τμημάτων της μισθωτής εργασίας με τα αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, καθώς και οι όροι ιδεολογικής ηγεμονίας που κυριαρχούν σε μια ορισμένη περίοδο και συγκυρία. Αυτοί καθορίζουν και τις μορφές πολιτικής ολοκλήρωσης των εργατικών ταξικών συμφερόντων ή απεναντίας ποδηγέτησής τους σε διαφοροποιημένες κατευθύνσεις. Κύριο δεδομένο στην μέχρι σήμερα 45χρονη μεταπολιτευτική πορεία του ελληνικού εργατικού κινήματος, είναι ότι οι εργατικές εκπροσωπήσεις «χρησιμοποιήθηκαν» από τα κόμματα που επαγγέλθηκαν τη λαϊκή πολιτική, τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ακόμη περισσότερο την οικονομική απελευθέρωση, ως εργαλεία άσκησης αστικών πολιτικών, ή σε κάθε περίπτωση αποχής υλοποίησης ενός τέτοιου ρόλου.
Κανένας πολιτικός σχηματισμός λαϊκής εργατικής αναφοράς δεν έχει ξεφύγει από αυτή την εξέλιξη. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ σε δύο τουλάχιστον ιστορικές συγκυρίες, και παρόλο που είχε κατακτήσει την πλειονότητα των εργατικών εκπροσωπήσεων, τους γύρισε την πλάτη και προσχώρησε σε ηπιότερες ή σκληρότερες εκδοχές του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Η μία περίπτωση ήταν εκείνη των μέσων της δεκαετίας του 1980, όπου επήλθε η «διάρρηξη του συμβολαίου με το λαό», και η μεταστροφή στο μονεταρισμό που τον ακολούθησε τελικά ο νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός. Η δεύτερη περίπτωση ήταν η εκλογική αναμέτρηση του Οκτωβρίου 2009 όπου το ΠΑΣΟΚ είχε κατορθώσει εκ νέου να εξασφαλίσει την ψήφο της εργατικής πλειοψηφίας (44%), και την «χρησιμοποίησε» προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου μέσα στην εξελισσόμενη κρίση υπερσυσσώρευσης και τις εξοντωτικές μνημονιακές πολιτικές.
Αλλά και οι σχηματισμοί της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΕΑΡ – ΣΥΝ – ΣΥΡΙΖΑ) δεν έμειναν πίσω : Σε μια πρώτη περίπτωση, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, ενώ το ενωτικό ταξικό εργατικό κίνημα ΕΣΑΚ – ΣΣΕΚ – ΑΕΜ πραγματοποιούσε πολυσήμαντες απεργιακές κινητοποιήσεις απέναντι στον μονεταρισμό, οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της «ενωμένης» Αριστεράς άνοιγαν πανιά για την συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, και έτσι στη μεν ΝΔ άνοιγαν τον δρόμο στην κυβέρνηση, το δε ΠΑΣΟΚ το οδήγησαν στον «εξαγνισμό» και στη νεκρανάστασή του. Στη δεύτερη περίπτωση (Ιούνιος 2012), όταν ολόκληρη η λαϊκή βάση της σοσιαλδημοκρατίας κατευθύνθηκε «προς τα αριστερά», το ΚΚΕ όρθωσε τοίχο απροσπέλαστο για να διατηρήσει το «ερμητικά κλειστό του φρούριο», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε όλη αυτή την εκλογική μετατόπιση, θέτοντάς την όμως στη συνέχεια στην ανοιχτή υπηρεσία της αστικής μνημονιακής πολιτικής. Τέλος σε μια τρίτη περίπτωση (Ιούλιος 2015), όταν η εργατική τάξη με όλα τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα βροντοφώναξε το «όχι» στο τρίτο μνημόνιο, με τα δύο-τρίτα της εκλογικής ετυμηγορίας, το μεν ΚΚΕ προπαγάνδιζε την «αποχή – άκυρο – λευκό» ( = πολιτική αυτοκτονίας των κομμουνιστών), ο δε ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεπε το μεγαλειώδες «όχι» στο ταπεινωτικό «ναι» του τρίτου μνημονίου (Αύγουστος 2015).
Αριστερά στην υπηρεσία της εργατικής ανασύνταξης
1)Άρα καθοριστικής και κυρίαρχης σημασίας ζήτημα για την προαγωγή των τακτικών αντιμνημονιακών και στρατηγικών σοσιαλιστικών στόχων της εργατικής τάξης είναι οι σχέσεις της αντιπροσώπευσης με τα κόμματα της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, που και τα τρία κατέδειξαν την ιστορική τους αχρηστία, από τη σκοπιά βέβαια των λαϊκών συμφερόντων, για να χρησιμοποιήσουμε τον ηπιότερο δυνατό χαρακτηρισμό. Πολύ περισσότερο σήμερα όπου η κοινωνική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δυσχεραίνει τα μέγιστα την κίνηση της εργατικής τάξης : Πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και ολοσχερής αθέτηση των λαϊκών του δεσμεύσεων. – Μαζική ανεργία με παραλυτική επίδραση στους ενεργούς εργαζόμενους. – Ισχυρή νεοφιλελεύθερη ηγεμονία σε ένα μέρος των εργατικών συνειδήσεων. – Πολυμορφία των εργατικών ταυτοτήτων στους επιμέρους τομείς απασχόλησης. – Απαξίωση και αναξιοπιστία των θεσμών του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. – Εισοδηματικές μειώσεις μισθών και συντάξεων που καθιστούν το «κόστος κινητοποίησης» εξαιρετικά υψηλό κλπ. Έτσι, ενώ στις προηγούμενες περιπτώσεις η κίνηση της εργατικής τάξης προέκυπτε εγγενώς από τις ίδιες τις συνθήκες του ταξικού ανταγωνισμού, στη σημερινή συγκυρία οι εγγενείς ροπές προς την εργατική υποκειμενοποίηση τείνουν να ακυρώνονται στην γέννησή τους, εξ αιτίας της επίδρασης όλων των παραγόντων που έχουν καταγραφεί.
Γι’ αυτό πρόκειται για μία περίοδο όπου η Αριστερά, εάν επιθυμεί να συμβάλει στη διάνοιξη οδών για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, χρειάζεται, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά να κινηθεί πρωτίστως στην κατεύθυνση υποστήριξης αυτής της εργατικής ανάταξης, αν θέλει βέβαια να έχει ένα πρόσφορο έδαφος για την διασφάλιση ουσιαστικών πολιτικών εκπροσωπήσεων, διαφορετικά ο πολιτικός της λόγος (αντιμνημονιακός, ριζοσπαστικός, αντικαπιταλιστικός) θα πέφτει στο «κενό». Κατά συνέπεια, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι σήμερα, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους της μεταπολίτευσης, που οι εργατικές κινητοποιήσεις έρχονταν από μόνες τους στο προσκήνιο, και η Αριστερά επιχειρούσε να τις «εκπροσωπήσει» με τους όρους που η κάθε της έκφραση θεωρούσε προσφορότερους, η Αριστερά οφείλει να ανταποκριθεί σε ένα πολύ δυσκολότερο έργο, να διαμορφώσει δηλαδή το κοινωνικό έδαφος στο οποίο να μπορούν να βλαστήσουν αυτές οι πολιτικές «εκπροσωπήσεις».
Μεταβατική μορφή υποκειμενοποίησης της εργατικής τάξης
2)Το δεύτερο μείζον ζήτημα που προκύπτει από όλη την προηγούμενη ιστορική αναδρομή είναι οι όροι διαμόρφωσης των σχέσεων κοινωνικού κινήματος και αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, που σε όλες τις περιπτώσεις λειτούργησαν σε βάρος της πραγμάτωσης των εργατικών ταξικών συμφερόντων. Είναι δηλαδή καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση ανάδειξης στο πολιτικό επίκεντρο του εργατικού κινήματος, αυτό, μετά από τις κινητοποιήσεις του, εξαντλούσε την δυναμική του στις κοινοβουλευτικές εκπροσωπήσεις της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς, στις οποίες και εναπόθετε τον ρόλο του κυβερνητικού φορέα πραγμάτωσης των επιδιώξεών του. Εντούτοις σε όλες τις περιπτώσεις, αυτοί οι φορείς λειτούργησαν ως εργαλεία ουσιαστικά αστικής ενσωμάτωσης και σε τελική ανάλυση ματαίωσης των εργατικών προσδοκιών. Βέβαια, η ασφαλέστερη περίπτωση για την υλοποίηση των λαϊκών κοινωνικών αναγκών σε μια φάση έξαρσης του κοινωνικού κινήματος, θα μπορούσε να υπηρετηθεί από μορφές πολιτικής υποκειμενοποίησης της ίδιας της εργατικής τάξης, στη λογική ότι η χειραφέτησή της είναι έργο της ίδιας.
Παρόλα αυτά δεν καταγράφηκαν τέτοιας μορφής διαδικασίες στα 45 χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου, με εξαίρεση εκείνην των μέσων της δεκαετίας του 1980 με την περίπτωση της ΣΣΕΚ, που επιχείρησε να συγκροτήσει ευρύτερο Μέτωπο Εργαζομένων και Κόμμα Εργαζομένων, πράγμα όμως που δεν ευδοκίμησε, αν και κατατέθηκε ως μια πολιτική υποθήκη. Οι αιτίες για την αδυναμία μέχρι σήμερα του κόσμου της μισθωτής εργασίας να αναδειχθεί αυτή φορέας υλοποίησης των επιδιώξεών της, αντί της επένδυσης των εργατικών κινητοποιήσεων σε σοσιαλδημοκρατικούς ή αριστερούς σχηματισμούς είναι πολλαπλές, μεταξύ των οποίων μπορεί να διακρίνει κανείς : Το γεγονός ότι η εργατική τάξη εξ ορισμού και από την ίδια της την ταξική φύση συγκροτείται πλειοψηφικά από τα στρώματα της εκτελεστικής / χειρωνακτικής εργασίας, τα οποία στερούνται του γνωστικού επιστημονικού εκείνου μορφωτικού κεφαλαίου, που είναι αναγκαίο για την ταξική αυτοπεποίθηση και την διαχειριστική πολιτική ικανότητα. Αυτό με δεδομένο ότι οι δυνάμεις της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας τοποθετούνται ως επί το πλείστον στον πόλο της διευθυντικής εξουσίας του κεφαλαίου, και εκ των πραγμάτων λειτουργούν στην κατεύθυνση υπηρέτησης της καπιταλιστικής στρατηγικής, ανεξαρτήτως ενδεχόμενων υποκειμενικών προθέσεων.
Από την άλλη πλευρά η εργατική τάξη είναι εκ των πραγμάτων υποταγμένη στην εργοδοτική εξουσία και δεσμευμένη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, δηλαδή είναι θεσμικά αποκομμένη από οποιαδήποτε διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής διεύθυνσης. Μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αυτός ο ρόλος απονέμεται στα πολιτικά κόμματα εκπροσώπησης των κοινωνικών τάξεων, τα οποία, ακόμη και στην μεταρρυθμιστική, λαϊκή, ριζοσπαστική τους εκδοχή καταλήγουν στην υπηρέτηση των πολιτικών του αστικού κράτους, χωρίς σπουδαίες δυνατότητες διαφυγής από αυτό τον ρόλο. Τέτοιες υπήρξαν οι περιπτώσεις της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά, καθώς και από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 και στη συνέχεια, τέτοια υπήρξε και η περίπτωση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία τριετία 2015 – 18.
Πρώτα από όλα εργατική εξουσία εντός της Αριστεράς
3) Επιπρόσθετα δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς το υπαρκτό γεγονός ότι εξ αυτών των λόγων, οι πολιτικοί μηχανισμοί των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς (κοινοβουλευτικοί, διοικητικοί, κυβερνητικοί), συγκροτούνται σχεδόν αποκλειστικά από εκπροσώπους των μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας (μηχανικούς, δικηγόρους, οικονομολόγους, πανεπιστημιακούς, γιατρούς κλπ.), που αναλαμβάνουν τον ρόλο της «διαμεσολάβησης» των λαϊκών συμφερόντων στο πεδίο της αστικής κρατικής διαχείρισης. Φυσικά η ίδια σύνθεση και ρόλος αναδεικνύονται και στις περιπτώσεις αριστερών κομμάτων του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, των οποίων οι μηχανισμοί απαρτίζονται από πολιτικές γραφειοκρατίες μακροχρόνιου χαρακτήρα, οι οποίες εκ των πραγμάτων λειτουργούν κατά έναν αντίστοιχο τρόπο με τα προηγούμενα στρώματα της μικροαστικής διανοητικής εργασίας.
Οι πολιτικοί αυτοί μηχανισμοί είναι «αποξενωμένοι» από την εργατική τάξη, ενώ ταυτόχρονα ανήκουν στην κορυφή της πυραμίδας του αστικού ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, κατέχοντας ακριβώς τη δεύτερη θέση αμέσως μετά την τάξη των καπιταλιστών. Φυσιολογικό επακόλουθο είναι ότι όταν αυτοί οι μηχανισμοί αυτών των στρωμάτων εισέλθουν στο πεδίο της διαχείρισης του αστικού κράτους, να κάνουν εγγενώς αυτό που γνωρίζουν από την ίδια τους την ταξική φύση, δηλαδή να επιτελούν λειτουργίες διεύθυνσης, διαχείρισης, ιεραρχικής οργάνωσης, εξορθολογισμού, ανάπτυξης κλπ. Ακόμη και αν είναι φορείς μιας ορισμένης ακαδημαϊκής ανάγνωσης ενός ορισμένου μαρξισμού, τον χρησιμοποιούν για την «νομιμοποίηση» των αστικών κρατικών πρακτικών τους : Ο αστερισμός του σημερινού κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ είναι το πλέον εύγλωτο παράδειγμα όπου οι μαρξίζοντες αριστεροί χρησιμοποιούν την αριστεροσύνη τους για να «νομιμοποιήσουν» την μνημονιακή και νεοφιλελεύθερη πολιτική τους διαχείριση.
Συμπερασματικά, ένας πολιτικός σχηματισμός λαϊκής αναφοράς, πέραν των αυτόκλητων προσδιορισμών του (κομμουνιστικός, αντικαπιταλιστικός, αριστερός, ριζοσπαστικός), δεν μπορεί να συντίθεται παρά από τμήματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, των ανέργων, της νεολαίας, των αυτοαπασχολουμένων, των συνταξιούχων κλπ., ωστόσο δεν μπορεί να έχει στο επίκεντρό του τις μικροαστικές τάξεις και τα μικρομεσαία στρώματα. Αυτά τα τελευταία διαθέτουν επαρκέστατες εκπροσωπήσεις στο πολιτικό φάσμα των αστικών κομμάτων (ΝΔ, ΔΗΣΥ, Ποτάμι, ΣΥΡΙΖΑ), και δεν χρειάζεται η Αριστερά να αποτελεί γι’ αυτά μια νέα μορφή πολιτικής εκπροσώπησης. Άλλωστε τα λαϊκά στρώματα αυτής της αναφοράς είναι ήδη επαρκέστατα στην ταξική δομή της ελληνικής κοινωνίας, και στο πολιτικό επίπεδο καθαρά αποτυπώθηκαν στην μεγάλη πλειοψηφία του 62% του αντιμνημονιακού δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015.
Η Αριστερά δεν μπορεί να «καθοδηγεί», να «εκπροσωπεί», να «αναφέρεται» σ’ αυτά τα υποτελή κοινωνικά στρώματα, αλλά να αποτελεί «σάρκα από τη σάρκα» τους, να συντίθεται και να επικαθορίζεται από αυτά. Προφανέστατα συνεκτικός ιστός αυτών των λαϊκών κατηγοριών δεν μπορεί παρά να είναι αφενός οι πρακτικές της ταξικής διαπάλης σε όλα τα επίπεδα, καθώς και οι οργανικές σχέσεις με τα ρεύματα της προλεταριακής μαρξιστικής διανόησης, εντούτοις μακράν των εκπροσώπων ενός ορισμένου ακαδημαϊκού μαρξισμού, που έχει χρησιμεύσει κατά κόρον στις τελευταίες δεκαετίες ως σκαλοπάτι για την πανεπιστημιακή και κοινωνική ανέλιξη των φορέων του. Η προλεταριακή μαρξιστική διανόηση δεν είναι μια επιστήμη όπως η αστική ιστορία, η φιλολογία ή φιλοσοφία, η οικονομία και κοινωνιολογία, των οποίων η γνώση παρέχει στους φορείς τους πλεονεκτικές θέσεις στον αστικό καταμερισμό εργασίας. Αντίθετα είναι η θεραπαινίδα του εργατικού εκπαιδευτικού και πολιτιστικού διαφωτισμού, ο υπηρέτης της γενικευμένης εργατικής χειραφέτησης, πάντοτε στο καμίνι των ίδιων των ταξικών ανταγωνισμών.
Ο εργαζόμενος κόσμος δεν μπορεί να κατέχει παρά πρωταρχική θέση εντός των αριστερών πολιτικών δομών με αποφασιστική γνώμη και αρμοδιότητες, πράγμα που δεν μπορεί να εκχωρείται τόσο σε γραφειοκρατικούς φορείς που συνήθως προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά μονιμότητας, όσο και σε μικροαστούς τεχνοκράτες οι οποίοι αναπαράγουν τον αστισμό εντός της Αριστεράς. Είναι τέτοιου είδους χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν έναν πολιτικό σχηματισμό ως αντικαπιταλιστικό ή ριζοσπαστικό κλπ., και όχι η αναπαραγωγή του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας του καπιταλισμού μέσα στις εργατικές λαϊκές συγκροτήσεις. Για να καταλήξεις να επιτύχεις την καθολική εργατική χειραφέτηση, χρειάζεται πρώτα να την πραγματώνεις μέσα στα ίδια σου τα πλαίσια, γιατί διαφορετικά η αναξιοπιστία και η αφερεγγυότητα σε περιμένει στη γωνία.
Οργανική σύζευξη αντιπροσωπευτικής και λαϊκής εξουσίας
4) Τέλος, η σχέση εργατικού κινήματος και αστικού κοινοβουλευτισμού παραμένει νευραλγικής σημασίας για τη τύχη των κάθε φορά λαϊκών επιδιώξεων και προσδοκιών. Είναι αναγκαίο βέβαια να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και της εμπεδωμένης λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτισμού, η διεκδίκηση της κατάκτησης της σχετικής πλειοψηφίας και της κυβερνητικής εξουσίας, αντιπροσωπεύει θεμελιώδη διάσταση της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, που ωστόσο είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος του αντιμνημονιακού και ριζοσπαστικού μετασχηματισμού. Μ’ αυτή την έννοια η παράκαμψη αυτής της διάστασης, και η παραπομπή της αριστερής στρατηγικής στο μελλοντικό «υπερπέραν», όταν θα έχει εγκαθιδρυθεί κατά έναν ανεξήγητο τρόπο η εργατική και λαϊκή εξουσία, που θα βάζει στην άκρη τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πάσχει από δύο απόψεις : Αφενός αντιπροσωπεύει μια πολιτική φαντασίωση ως ένα είδος θρησκευτικής «δευτέρας παρουσίας» που όλο και απομακρύνεται από τον χρονικό ορίζοντα. – Αφετέρου δεν δίνει καμία ορατή μεταβατική διέξοδο για την απαρχή πραγμάτωσης των λαϊκών επιδιώξεων στο ορατό ιστορικό παρόν.
Εντούτοις, παράλληλα όπως έχει περίτρανα αποδειχθεί, από μόνη της μια κοινοβουλευτική πολιτική αλλαγή, ακόμη και αν διαθέτει μια λαϊκή πλειοψηφία (π.χ. 36% στις βουλευτικές εκλογές και 62% στο δημοψήφισμα του 2015), είναι απαραίτητη αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την κυβερνητική πραγμάτωση των λαϊκών συμφερόντων. Αυτό τελικά προϋποθέτει την πλήρωση τουλάχιστον τριών προϋποθέσεων : Από τη μια πλευρά τον εργατικό χαρακτήρα της Αριστεράς, όχι μόνον σε διακηρυκτικό πολιτικό επίπεδο, αλλά και στην ίδια τη σύστασή της : Π.χ. την ίδια τη σύνθεση των κοινοβουλευτικών της εκπροσωπήσεων από αντιπροσώπους των εργατικών και λαϊκών εκφράσεών της, μακράν των μικροαστών εκσυγχρονιστών και τεχνοκρατών, καθώς και την κατοχύρωση στο εσωτερικό της την επιβολή της καθοριστικής παρουσίας των λαϊκών τάξεων, κατά έναν υποχρεωτικό καταστατικό τρόπο.
Από την άλλη πλευρά, τον συνδυασμό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και πολιτικής διακυβέρνησης με μορφές εργατικής δημοκρατίας «σοβιετικού» τύπου, δηλαδή καθοριστικών εξουσιών στα εκλεγμένα θεσμικά όργανα των εργαζομένων, των ανέργων, της νεολαίας, των αυτοαπασχολουμένων αγροτών κλπ., εξουσιών τουλάχιστον ισότιμης βαρύτητας με αυτές της εθνικής αντιπροσωπείας. Αυτό το πρότυπο μεταβατικής εργατικής εξουσίας ουδόλως έχει αποτύχει ιστορικά, γιατί ακριβώς δεν εφαρμόστηκε καν στην περίπτωση της οκτωβριανής επανάστασης: Από τη μια πλευρά τα λαϊκά «σοβιέτ» τάχιστα αποστερήθηκαν των εξουσιών και νομοθετικών τους αρμοδιοτήτων και απονευρώθηκαν εξολοκλήρου, και από την άλλη πλευρά ολόκληρη η εξουσία (εκτελεστική + νομοθετική) συγκεντρώθηκε στα χέρια του «σοβναρκόμ», στερώντας την εργατική τάξη και τους αγρότες από τις δικές τους αντιπροσωπευτικές αποφασιστικές αρμοδιότητες και εξουσίες. Πολύ περισσότερο που αυτή η συγκεντρωτική διαδικασία συνδυάστηκε με την κατάργηση της συντακτικής εθνοσυνέλευσης, όπου μάλιστα σε κάθε περίπτωση πλειοψηφούσαν δημοκρατικά, σοσιαλιστικά, προοδευτικά ρεύματα και σχηματισμοί.
Τέλος τρίτη προϋπόθεση μιας τέτοιας διαδικασίας μετάβασης που συνδυάζει την αντιπροσωπευτική (όχι κατ’ ανάγκην αστική) κοινοβουλευτική δημοκρατία με την άμεση εργατική δημοκρατία, δεν μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα σε τελική ανάλυση, χωρίς την ευθύς εξ αρχής κοινωνικοποίηση των στρατιωτικών, αστυνομικών και δικαστικών μηχανισμών, και την αντικατάστασή τους από αντίστοιχους θεσμούς λαϊκής σύστασης και ελέγχου. Όλες οι υπαρκτές ιστορικές εμπειρίες μετάβασης καταδεικνύουν αυτή την αναγκαιότητα, τουλάχιστον στο επίπεδο αυτών των τριών κρατικών μηχανισμών (αφετηριακή συντριβή του αστικού κράτους), μακράν των γλυκανάλατων θεωριών περί «εκδημοκρατισμού» τους : Η μαρξιστική αντίληψη της «δικτατορίας του προλεταριάτου» σηματοδοτεί πρωταρχικά και αποκλειστικά τον μαρασμό των κρατικών μηχανισμών καθώς και την κοινωνική κυριαρχία της εργατικής τάξης, και ουδεμία σχέση έχει με την κατάπνιξη των πολιτικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, που αποτελούν θεμελιακή παράμετρο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, και μάλιστα στην πιο ολόπλευρη ανάπτυξή τους.
από την εφημερίδα Προλεταριακή Σημαία
Κατά 5 τρισεκατομμύρια δολάρια ξεφούσκωσαν οι «φούσκες» των χρηματοπιστωτικών αγορών μέσα σε λίγες μόνο μέρες, στο πρόσφατο παγκόσμιο ξεπούλημα! Μέγεθος ενδεικτικό του χρηματοπιστωτικού τέρατος, δηλαδή του κυρίαρχου παρασιτικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Που όσο και αν εντείνει την εκμετάλλευση των εργατών, τη ληστεία λαών και χωρών, αδυνατεί εξαιτίας των δικών του εγγενών χαρακτηριστικών, εξαιτίας των αξεπέραστων και οξυνόμενων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, να βάλει την κλεμμένη του λεία στην πραγματική οικονομία. Οι φούσκες του τρίζουν λοιπόν ξανά και προειδοποιούν για νέα κραχ και νέα αδιέξοδα.
Και δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε πως αυτά τα τριξίματα «επικοινωνούν» με τα χτυπήματα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ανά τον πλανήτη και με τα εμπόδια που συναντά από τους ανταγωνιστές του. Όπως, για παράδειγμα, με την επιχείρηση «διόρθωσης των Δυτικών Βαλκανίων» που είναι σε πλήρη εξέλιξη και τμήμα της αποτελεί η λεγόμενη επίλυση του ζητήματος της πΓΔΜ και των σχέσεών της με την Ελλάδα.
Όπως επίσης δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η μπόχα του FBI που μύρισε έντονα στη χώρα τις τελευταίες μέρες είναι κι αυτή ένα μέρος μόνο της επιχείρησης διάταξης και συμμόρφωσης του πολιτικού προσωπικού κατά τις ανάγκες των ΗΠΑ. Όχι γιατί δεν πιστεύουμε στα «σκάνδαλα». Αλλά γιατί θεωρούμε πως αυτά είναι αναπόσπαστο συστατικό του συστήματος της μόνιμης και νόμιμης ληστείας, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών. Ως εκ τούτου δεν πιστεύουμε στην «κάθαρση» και στην «εξυγίανσή» του. Και άρα, όταν γίνονται καταγγελίες και δικογραφίες για μίζες και δωροδοκίες, δεν θεωρούμε ότι εμφανίζονται τάσεις… αυτοκατάργησης του συστήματος και των κέντρων εξουσίας του. Αλλά ότι αυτοί που έχουν το πάνω χέρι μεταξύ των από πάνω κάπου αλλού και αλλιώς θέλουν να πάνε τα πράγματα.
Στη χώρα μας λοιπόν, που η κυβέρνηση έχει κιόλας αναλάβει ένα σωρό αμερικάνικες «αποστολές» μιας και βρίσκεται στη θερμή ζώνη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, στην Ελλάδα των πολλών αφεντάδων που ετοιμάζεται να περάσει σε μια νέα φάση της επιτροπείας της, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να μη θεωρούμε ότι «εξυγιαίνεται το κύκλωμα του φαρμάκου» και ότι η υπόθεση Novartis είναι ιμπεριαλιστικός μοχλός εκβιασμών και πολιτικών διαμορφώσεων…
Είναι μάλλον περιττό να επισημάνουμε ότι τα κέρδη των πολλών δισ. που έχουν οι εταιρείες όπως η Novartis δεν πραγματοποιούνται μέσα σε ένα πλαίσιο «υγιούς ανταγωνισμού». Τέτοιος δεν υπάρχει στο καπιταλιστικό σύστημα και ακόμα περισσότερο για εταιρείες παγκόσμιας εμβέλειας σε ένα χώρο (φάρμακο-εμβόλια) με πολλές διαστάσεις και συνυφάνσεις με ευρύτερες ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Σε κάθε περίπτωση οι τιμές της «αγοράς» και τα δίκτυα για τον έλεγχό της και την απόσπαση του μεγαλύτερου μεριδίου της διαμορφώνονται με τη δύναμη του χρήματος και τους όρους εξαγοράς που διαθέτει η κάθε εταιρεία. Εξαγορά που ξεκινά από τις κορυφές του πολιτικού συστήματος και φτάνει αρκετά πιο κάτω, στα… αρμόδια κυκλώματα! Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι τα πράγματα στα πλαίσια αυτού του συστήματος όπου η υγεία είναι εμπόρευμα και το δικαίωμα στην περίθαλψη των λαϊκών μαζών τσαλαπατιέται με τον πιο βάρβαρο τρόπο.
Με άλλα λόγια, η υπόθεση Novartis καθόλου δεν αφορά –από την άποψη της αντιμετώπισής της ή έστω του περιορισμού της- αυτή την κατάσταση. Το σύστημα έχει στη σημερινή φάση τη δυνατότητα να «ανοίγει» τέτοια -κρίσιμα για το λαό- ζητήματα και να τα «κλείνει» όταν τελειώσει (ή μπλοκάρει) η χρήση τους, χωρίς παρενέργειες για τα δικά του συμφέροντα.
Ποιο ζήτημα έχει τεθεί λοιπόν σήμερα με την υπόθεση αυτή; Η κυβέρνηση περιχαρής εμφανίζεται να προωθεί (μετά το «τέλος των μνημονίων») το δεύτερο στόχο της: την «πάταξη της διαφθοράς»! Με υλικό τις μαρτυρίες τριών ανώνυμων παραγόντων που βρίσκονται σε καθεστώς «ειδικής προστασίας» και βρέθηκαν από τις έρευνες του FBI, οι οποίοι, σύμφωνα με τον υπουργό της Πολάκη, είναι στελέχη της ίδιας της Novartis, παρουσιάζει δικογραφία σε βάρος 2 πρώην πρωθυπουργών και 8 πρώην υπουργών του «παλιού πολιτικού συστήματος»! Σαμαράς, Στουρνάρας, Βενιζέλος και άλλοι βρίσκονται λοιπόν υπόλογοι και η κυβέρνηση σείει τη ρομφαία της κάθαρσης, ενώ ιδιαίτερα η ΝΔ αλλά και το ΠΑΣΟΚ βρίσκονται πολιτικά στριμωγμένοι.
Όλα αυτά με ένα υλικό που οι πηγές του είναι αμερικάνικες (στις ΗΠΑ ξεκίνησε η έρευνα για τη Novartis), με τον ευρωβουλευτή Κούλογλου να σπεύδει να θέσει «θέμα Στουρνάρα» στην ΕΚΤ, και βέβαια σε μια πολύ συγκεκριμένη και καθόλου «ανύποπτη» πολιτική συγκυρία. Τη συγκυρία δηλαδή στην οποία η κυβέρνηση έχει αναλάβει την «επίλυση» του ζητήματος του ονόματος της πΓΔΜ σύμφωνα με τις αμερικάνικες επιδιώξεις. Τη συγκυρία στην οποία το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό δείχνει να δυσκολεύεται να στηρίξει αυτή την κυβερνητική αποστολή.
Ιδιαίτερα η ΝΔ παρουσιάζει πολλές ταλαντεύσεις και αρνήσεις, τόσο που χρειάστηκε συνάντηση του Μητσοτάκη με τον αμερικάνο πρέσβη για να πάει τελικά ο πρώτος στην ενημέρωση για το ζήτημα που έκανε ο Τσίπρας στους πολιτικούς αρχηγούς. Ενώ βέβαια δεν είναι χωρίς σημασία ότι ο πρώην πρωθυπουργός της ΝΔ παρέστη στο συλλαλητήριο της Αθήνας της 4/2 (ημέρα που ολοκληρώθηκε και η δικογραφία της υπόθεσης!) δηλώνοντας την ολόθερμη συμπαράστασή του σε αυτό.
Το προφανές πολιτικό συμπέρασμα που μπορεί να προκύψει από αυτά τα δεδομένα δεν είναι άλλο από το ότι πρόκειται για μια επιχείρηση εκβιασμού και στοίχισης των βασικών πολιτικών δυνάμεων –και οπωσδήποτε της ΝΔ- στην αμερικάνικη γραμμή. Αν αναλογιστούμε ότι στο Μαυροβούνιο τον περασμένο Ιούνιο οι Αμερικάνοι χρειάστηκαν ένα «ήπιο πραξικόπημα» για να πετύχουν την ένταξή του στο ΝΑΤΟ, δεν φαίνεται και τόσο «υπερβολική» η επιχείρηση αυτή! Ωστόσο είναι αλήθεια ότι το «μέγεθος» των ονομάτων που εκτίθενται είναι δυνατόν να προκαλέσει παρενέργειες και να προβληματίσει για το «μέχρι πού» πάνε οι στόχοι αυτής της επιχείρησης. Για το αν συνδέονται με συνολικότερους στόχους αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού ενόψει μιας νέας συμφωνίας–συμβιβασμού των αμερικάνων και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών για το «ελληνικό ζήτημα», αφού η προηγούμενη, όπως διαμορφώθηκε τον Ιούλιο του 2015, «λήγει» τους επόμενους μήνες. Με αυτό το ζήτημα συνδέονται αντικειμενικά και το ζήτημα των εκλογών και οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για αυτές.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι περιχαρείς για την «ευκαιρία» που τους δόθηκε να συνεχίσουν με αναβαθμισμένους όρους την προσπάθεια εδραίωσής του ως δύναμης του συστήματος. Αλλά με δεδομένο ότι τα κέντρα εξουσίας έχουν κάθε λόγο να διαφυλάξουν τη ΝΔ ως βασική τους πολιτική δύναμη, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τις μανούβρες με τις οποίες η όλη υπόθεση θα μαζευτεί όταν αυτό θα κριθεί αναγκαίο.
Με όλα αυτά είναι φανερό πως οι ΗΠΑ επιμένουν σε σχέση με αυτή καθαυτή την επιδίωξή τους για την άμεση ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ ως ένα σημαντικό για τις ίδιες βήμα στο στόχο της απόκρουσης-αποδυνάμωσης της ρώσικης παρουσίας στα Βαλκάνια. Η αποφασιστικότητα Τσίπρα-Κοτζιά στην Ελλάδα αλλά και τα αντίστοιχα βήματα που επιχειρεί ο Ζάεφ στην πΓΔΜ αυτή την αμερικάνικη επιμονή έχουν πίσω τους, παρά και ενάντια στις παλινωδίες και τις δυσκολίες που εκφράζονται μέσα στο πολιτικό σύστημα και των δύο χωρών.
Εξάλλου ο αμερικάνος πρέσβης έφτασε στο σημείο να προειδοποιήσει ακόμα και για «κίνδυνο στο Αιγαίο» για να κάνει σαφές το πόσο αποφασιστικά επιμένουν οι ΗΠΑ στο στόχο τους για την πΓΔΜ. Παραμένει λοιπόν ως κυρίαρχη κατεύθυνση η επιδίωξη του αντιδραστικού και αμερικανόπνευστου συμβιβασμού, αν και τα εμπόδια στην πραγματοποίησή του δεν αφορούν μόνο τις δυσκολίες εντός των δύο χωρών. Εμπόδια εγείρονται και από τις γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Αλβανία), είτε εκφράζοντας σε ένα βαθμό τη ρώσικη αντίθεση είτε τις ανησυχίες-φιλοδοξίες των κυρίαρχων σε αυτές δυνάμεων.
Ακόμα πιο σαφείς είναι οι «αντιρρήσεις» της Τουρκίας, που βρίσκεται εκτός του επιδιωκόμενου συμβιβασμού και –αν πάρουμε υπόψη μας την επιχείρηση στο Αφρίν- εκτός ορίων και στην οποία σπεύδουν το επόμενο διάστημα ο σύμβουλος ασφάλειας του Τραμπ και ο Τίλερσον, επιδιώκοντας συνεννόηση. Το βαλκανικό τοπίο λοιπόν συνεχίζει να είναι … βαλκανικό και η επίτευξη του συμβιβασμού που επιδιώκουν οι Αμερικάνοι προϋποθέτει όχι μόνο τη –δοσμένη- διαθεσιμότητα των Τσίπρα-Κοτζιά αλλά και την με κάποιο τρόπο προσπέλαση των υπόλοιπων εμποδίων. Εξάλλου, και με δεδομένη πια τη διαμόρφωση κυβερνητικής λύσης στη Γερμανία, μένει να δούμε αν εκ μέρους των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών η επίσκεψη Γιούνκερ στην πΓΔΜ έχει ως στόχο να ενθαρρύνει ή να επιβραδύνει τον επιδιωκόμενο από τις ΗΠΑ συμβιβασμό.
Στο συλλαλητήριο της 4/2 στην Αθήνα και σύμφωνα με τη δικιά μας προσέγγιση αναδείχθηκαν και επιβεβαιώθηκαν ορισμένα βασικά δεδομένα που χαρακτηρίζουν την πολιτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο λαός. Πρώτον, το έλλειμμα μιας Αριστεράς που δεν θα «ξεχνάει» και δεν θα «ξορκίζει» τον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση, αλλά θα τα βάζει στην πρώτη γραμμή της λαϊκής πάλης. Όσο το έλλειμμα αυτό παραμένει και μεγαλώνει τόσο θα αυξάνει η δυνατότητα του συστήματος και των πιο αντιδραστικών-ακροδεξιών-εθνικιστικών και φασιστικών δυνάμεών του να εμπορεύονται και να χειρίζονται σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και επιδιώξεις λαϊκά τμήματα. Και αν πάρουμε υπόψη μας την πολιτική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, που ευθυγραμμίζεται με την καθεστωτική γραμμή και έχει αναδείξει τον «αλυτρωτισμό των Σκοπίων» στο βασικό προς επίλυση ζήτημα, ή την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, των υποτιθέμενων διεθνιστών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και της αναρχίας, που «απαντούν» στο σοβινισμό της ελληνικής πλευράς με το σοβινισμό της αστικής τάξης της πΓΔΜ, δεν θα βρούμε καμιά «δικαιολογία» στην ευκολία της κριτικής που παρουσιάζουν ορισμένοι από αυτούς απέναντι στο λαό. Μια κριτική που είναι προκλητική γιατί, αν μη τι άλλο, προσπερνά το στοιχειώδες, την πολιτική ευθύνη της κάθε δύναμης να παλέψει μέσα στο λαό με μια γραμμή που να δίνει διέξοδο στις ανησυχίες του και στις αγωνίες του.
Μια κριτική που είναι όψιμη και λαθεμένη ακόμα και αν βάζει σωστούς στόχους προς κρίση. Μια κριτική που θυμήθηκε να τα βάλει με τον Θεοδωράκη τώρα που αυτός τα βάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά που δεν υπήρξε όταν ο ίδιος ο Θεοδωράκης στην «πάνω πλατεία», μαζί και τότε με τον Κασιμάτη, «επικοινωνούσε» με την «κάτω πλατεία» των ριζοσπαστών στο σύνθημα «έξω τα κόμματα και οι οργανώσεις»! Δεύτερο και βασικό, είναι για μας δεδομένα τα όρια που έχουν τα μεσοστρώματα, η τάση τους στην αναζήτηση «εύκολων λύσεων», και σε αυτή τη βάση και η ευκολία τους να αναζητούν διέξοδο σε λάθος, ακόμα και αντιδραστικές κατευθύνσεις που «προσφέρονται» από το σύστημα και τις πιο μαύρες δυνάμεις του.
Αυτοί όμως που τώρα το ανακαλύπτουν οφείλουν να αναρωτηθούν σε δύο ζητήματα. Από τη μια στο πόσο έχουν τροφοδοτήσει αυτές τις «ευκολίες» με τα κάθε λογής μεταβατικά τους προγράμματα που υπόσχονται εδώ και τώρα έναν καπιταλισμό με τα μεσοστρώματα (που τα ονομάζουν εργατική τάξη) σε σχεδόν κυρίαρχο ρόλο! Από την άλλη, και αυτό είναι το πιο κρίσιμο, υπάρχει ένας και μόνο δρόμος για να περιοριστούν οι αστάθειες και οι αρνητικές στάσεις των μικρών και μεσαίων στρωμάτων: Να παλέψουμε για να συγκροτηθεί η εργατική τάξη, να δώσουμε πολιτικά όπλα και στηρίγματα στον κόσμο της δουλειάς, για να διαμορφωθεί η βάση ενός άλλου συσχετισμού, που θα δείχνει έμπρακτα στις ταλαντευόμενες κοινωνικές δυνάμεις το συμφέρον τους και την προοπτική τους. Αυτή η πάλη όμως είναι ασύμβατη με τη συμμόρφωση στη γραμμή και στα πλαίσια του συστήματος και καθόλου δεν συνάδει με σχέδια εκλογικών εκτινάξεων. Είναι μια πάλη με αντιιμπεριαλιστική-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, μια πάλη που έχει κόψει όλες τις γέφυρες με τη γραμμή και την πρακτική της συνδιαχείρισης.
Αυτό είναι το πλαίσιο της πάλης που εμείς θεωρούμε ότι έχουμε μπροστά μας. Και γι’ αυτό δεν είμαστε καθόλου πρόθυμοι να «καταδικάσουμε» το λαό που στις σημερινές συνθήκες βρίσκεται χωρίς πολιτικά στηρίγματα, χωρίς τις αναγκαίες πολιτικές δυνάμεις απέναντι σε πολλαπλούς εκβιασμούς και συγχύσεις. Είμαστε πρόθυμοι και αποφασισμένοι να παλέψουμε μέσα στο λαό και με το λαό απέναντι στους εκβιασμούς που τίθενται, κόντρα στην αντιδραστική πορεία που δρομολογούν οι εξελίξεις. Για να αναδείξουμε τα μέτωπα πάλης στα οποία πρέπει να συγκροτηθεί η μαζική δυσαρέσκεια και οργή. Για να αναδείξουμε τους πραγματικούς εχθρούς, την ανάγκη της κοινής αντιιμπεριαλιστικής, αντιπολεμικής πάλης με όλους τους λαούς της περιοχής, την ανάγκη της συγκρότησης της πάλης απέναντι στην επίθεση του συστήματος.
Σκάνδαλα με πρωταγωνιστές την Novartis, και τις υπόλοιπες μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες, είναι συνηθισμένα σε όλο το πλανήτη. Ο τζίρος του φαρμάκου θα φτάσει το 1,5 τρισ. δολάρια στην επόμενη πενταετία και όλες οι φαρμακευτικές εταιρίες ανταγωνίζονται με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο να αποκτήσουν ένα μεγάλο κομμάτι από αυτό τον τζίρο, αδιαφορώντας για τις ανάγκες και την υγεία του κόσμου. Ακόμα και τα πρόστιμα εκατομμυρίων δολαρίων που πληρώνουν, όταν τα πληρώνουν, είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στα υπερκέρδη τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η δράση της Novartis στην Ελλάδα δεν αποτελεί ούτε εξαίρεση, ούτε έκπληξη. Πόσο μάλλον δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη για τους μαχόμενους γιατρούς και υγειονομικούς, που εδώ και χρόνια αναδεικνύουν τη διαπλοκή πολιτικής εξουσίας, φαρμακευτικών εταιριών και δημοσιογράφων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η υπόθεση με την προμήθεια εκατομμυρίων εμβολίων για τη γρίπη το 2008-2009, όταν μόνο οι υγειονομικοί της μαχόμενης αντισυστημικής αριστεράς είχαν τολμήσει να αντιταχθούν στο κλίμα πανικού που δημιουργούσαν –με το αζημίωτο, όπως φαίνεται- πολιτικοί και δημοσιογράφοι.
Η αποκάλυψη του σκανδάλου Novartis δεν οφείλεται βέβαια στη δυνατότητα του συστήματος να εξυγιαίνεται, ούτε σε κάποια βούληση του FBI και των διωκτικών αρχών των ΗΠΑ για «κάθαρση», αλλά ήρθε τώρα στην επιφάνεια μέσα από τις αποκαλύψεις των ανταγωνιστών της, λόγω αντικρουόμενων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Από τις καταθέσεις των «προστατευόμενων μαρτύρων», που διέρρευσαν στον Τύπο, η - γερμανικών συμφερόντων - ελβετική πολυεθνική, από το 2007 μέχρι το 2015, «έσπρωξε» 50 εκατομμύρια ευρώ (!) σε δέκα (!) κορυφαία στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ προκειμένου να την «διευκολύνουν» να ενισχύσει τη θέση της στην ελληνική αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, να αυξήσει την τιμή των φαρμάκων της και να επιταχυνθεί η διαδικασία πληρωμής της από το Δημόσιο. Με μερίδιο 10% στην ελληνική αγορά, μία αύξηση ακόμα και 10 cents στη τιμή φαρμάκου ισοδυναμεί με κέρδη 25 εκατομμυρίων ευρώ για την Novartis. Όλοι αυτοί που τα «πήραν», την ίδια περίοδο, έφερναν και ψήφιζαν δύο μνημόνια, μας μίλαγαν για τις «σπατάλες με τα φάρμακα» και μας κουνούσαν το δάκτυλο γιατί «ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητες μας» καλώντας μας να δεχτούμε τα μνημόνια ως… ευλογία!
Στα ονόματα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, συναντά κανείς την αφρόκρεμα της υποκρισίας των προηγούμενων χρόνων: αυτόν που πλάσαρε τον εαυτό του ως «σωτήρα» της χώρας από τη γρίπη των πτηνών, τον υπουργό που έχτισε την πολιτική του καριέρα στοχοποιώντας οροθετικές γυναίκες, δύο πρώην πρωθυπουργούς που θα έβγαζαν τη χώρα από την κρίση, τον – σε κάθε σκάνδαλο παρόντα - πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, τον σημερινό αντιπρόεδρο της ΝΔ που ούρλιαζε ότι θα μειώσει τη φαρμακευτική δαπάνη, την ίδια στιγμή που έριχνε τα βάρη στην τσέπη των ασθενών!
Όσο και αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το υπαρκτό σκάνδαλο Novartis και να υψώνει τη «σημαία της κάθαρσης», δεν μπορεί να κρύψει και τις δικές της ευθύνες.
Καταρχάς, εκτός από την επικοινωνιακή διαχείριση του σκανδάλου, επί της ουσίας δεν είναι καν δεδομένο ότι οποιοσδήποτε από τους πολιτικούς θα καταδικαστούν πράγματι, αφού συνεχίζει να είναι σε ισχύ ακόμη ο νόμος περί (μη) ευθύνης Υπουργών για να τους προστατεύει –όπως άλλωστε έγινε και σε άλλο σκάνδαλα (Siemens, Βατοπαίδι κλπ)! Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έχει κάνει καν νύξη για την κατάργησή του. Άλλωστε συνεχίζει και η ίδια την μνημονιακή πολιτική στο χώρο των φαρμάκων και της υγείας, συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων, που αποτελεί θερμοκήπιο για νέα τέτοια τύπου σκάνδαλα, αν δεν υπάρχουν ήδη και δεν έχουν βγει ακόμα στη φόρα.
Δεν ακουμπάει καν τις υπερτιμολογήσεις φαρμάκων, ούτε βέβαια τα καπιταλιστικά βιομηχανικά υπερκέρδη από τα νοσοκομειακά υλικά. Δεν έχει αλλάξει –παρά τις εξαγγελίες της- το νόμο για τις προμήθειες στο ΕΣΥ. Με το πολυνομοσχέδιο για την υλοποίηση των δεσμεύσεων του 3ου μνημονίου, που καθόρισε τις νέες τιμές φαρμάκων, την περικοπή και τα «πλαφόν» στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, τις «κλειστές λίστες φαρμάκων» οδήγησε στην κατακόρυφη αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στην αγορά φαρμάκων, με παράλληλη εξασφάλιση της συνέχισης της κερδοφορίας των φαρμακοβιομηχανιών. Η συμμετοχή των ασφαλισμένων στην αγορά φαρμάκου (για τα φάρμακα της «θετικής λίστας», δηλαδή αυτά που συνταγογραφούνται και ο ΕΟΠΥΥ συμμετέχει στην αποζημίωσή τους) είναι σήμερα στο 30% από το 9% που ήταν προ μνημονίων, ενώ τα φάρμακα της «αρνητικής λίστας» και τα μη συνταγογραφούμενα πληρώνονται από τους ασθενείς στο σύνολο της τιμής τους!
Την ίδια στιγμή ο ΕΟΦ έχει μετατραπεί σε «διαιτητή» στον ανταγωνισμό των φαρμακοβιομηχανιών, αντί να προστατεύει τους ασθενείς από την ποιότητα των φαρμάκων που κυκλοφορούν.
Στο βωμό των «πρωτογενών πλεονασμάτων», ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία, τη φαρμακευτική δαπάνη και τις συντάξεις μειώνεται με αποτέλεσμα τα δημόσια νοσοκομεία να ρημάζουν και τα φάρμακα από είδος πρώτης ανάγκης να μετατρέπονται σε είδος πολυτελείας για εργαζόμενους και συνταξιούχους που δεν μπορούν να τα αποκτήσουν, με αποτέλεσμα ακόμη και να διακόπτουν τη θεραπεία τους βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους. Αυτή είναι η πραγματικότητα στο χώρο της υγείας σήμερα κι αυτή δεν μπορεί να κρυφτεί κάτω από τις ευθύνες και τις μίζες των προηγούμενων κυβερνήσεων, αφού ο πραγματικός φταίχτης είναι η ίδια η μνημονιακή πολιτική που πιστά ακολουθεί και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η οργή του κόσμου για το «σκάνδαλο Novartis» δεν πρέπει να σταματήσει στην απαίτηση να τιμωρηθούν όσοι κατάκλεψαν τον ελληνικό λαό. Πρέπει να μετατραπεί σε δυνάμωμα της πάλης ενάντια στη μνημονιακή πολιτική και αυτής κυβέρνησης και όλων όσοι στηρίζουν τέτοιες πολιτικές. Οι αγώνες των εργαζόμενων στα νοσοκομεία, ενάντια στην διάλυση της δημόσιας υγείας, δείχνουν το δρόμο.
Πραγματική λύση για να πάψουν τέτοιου τύπου σκάνδαλα είναι η δημόσια, ποιοτική και δωρεάν υγεία και φαρμακευτική αγωγή για όλες και όλους.
Κρατικοποίηση, χωρίς αποζημίωση, των φαρμακοβιομηχανιών με εργατικό έλεγχο και κεντρικό σχεδιασμό στην παραγωγή αλλά και στην έρευνα νέων φαρμάκων για την αντιμετώπιση όλων των γνωστών ασθενειών. Καμία εμπλοκή του ιδιωτικού κεφαλαίου στο χώρο της υγείας. Επανασύσταση και στελέχωση του ΕΟΦ με μοναδικό κριτήριο τον πλήρη επιστημονικό έλεγχο των φαρμάκων για την προστασία των ασθενών.
Για να μπουν οι ανάγκες μας πάνω από τα κέρδη των καπιταλιστών, για να τελειώνουμε μ' αυτό το σύστημα που "τρέφεται" με σκάνδαλα.
από το site της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (http://antarsya.gr/node/4678)
Μάλιστα, κατά τον κύριο Μπουτάρη, δεν υπήρξαν μάλλον ούτε Εβραίοι αντιστασιακοί, όπως ο κομμουνιστής Μωυσής Μπουρλάς, που σημειώνει στα απομνημονεύματά του: «Δεν φόρεσα ούτε στιγμή το κίτρινο άστρο. Γυρνούσα στις συνοικίες και στην πόλη μαζί με Χριστιανούς για να στρατολογήσουμε νέες και νέους Εβραίους για ν' ανέβουν στο βουνό, στην Αντίσταση». Μαζί του εκατοντάδες Εβραίοι προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ, ενώ «μετριούνται στα δάκτυλα αυτοί που πήγαν στον αντικομμουνιστικό ΕΔΕΣ»1.
Απέναντι σε αυτήν την επιδιωκόμενη λήθη, αξίζει να υπενθυμίσουμε τα παρακάτω λόγια του αρχιραβίνου του Βόλου Μωΰσή Πεσάχ:
«Η παγκόσμιος Ιστορία του Εβραϊσμού και η νεωτέρα τοιούτη θα μνημονεύουν μεταξύ των άλλων και εις ιδιαίτερον κεφάλαιον το σημαντικόν γεγονός της διασώσεως των Εβραίων της Ελλάδος, οίτινες κατέφυγον με την προστασίαν του ΕΛΑΣ και την παρασχεθείσαν εις αυτούς συνδρομήν και υποστήριξην κατά την διάρκειαν του σκληρού διωγμού των υπό των βαρβάρων Γερμανών. (...) ουδέποτε θα λησμονήσωμεν την μεγάλην αυτήν ευεργεσίαν ης ετύχαμεν εκ μέρους του ηρωικού εθνικού στρατού του ΕΛΑΣ και των οπαδών των λοιπών απελευθερωτικών οργανώσεων του ΕΑΜ ως και της προστάτιδος των θυμάτων του φασισμού και μάνας των φτωχών Εθνικής Αλληλεγγύης, της ειρηνοφίλου Εθνικής Πολιτοφυλακής, της ΕΠΟΝ της ελπίδος αυτής του έθνους και όλων των πραγματικών Ελλήνων συμπατριωτών μας...»3.
Σημειώσεις:
1. John O. Iatrides, πρόλογος στον Στίβεν Μπόουμαν, «Η αντίσταση των Εβραίων στην κατοχική Ελλάδα», εκδ. «Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος», Αθήνα, 2012, σελ. 13
2. Γιάννης Ανδρικόπουλος, «1944 Κρίσιμη χρονιά», τόμ. Α', εκδ. «Διογένης», Αθήνα, 1974, σελ. 271
3. Αναγέννηση (Βόλος), 6-1-1945
Υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αιγαίου
1. Για το δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών(1)
Το δικαίωμα των Εθνών στην Αυτοδιάθεση, όπως κληροδοτείται στον εργατικό αγώνα ενάντια στον Ιμπεριαλισμό και το Φασισμό μέσα από τη Λενινιστική παράδοση, έχει δύο ξεχωριστούς πολιτικούς άξονες που παραμένουν επίκαιροι ως προς την διαλεχτική τους ενότητα. Πρώτον, το σπάσιμο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που κατασκευάζει ο Καπιταλισμός σαν νέα μορφή παγκόσμιου ελέγχου, μετά το τέλος της φεουδαρχίας/αποικιοκρατίας, μέσα από την αντίθεση της εργατικής τάξης στην εθνική καταπίεσης και την ένταξη των νεοσύστατων καπιταλιστικών κρατών στο παγκόσμιο αστικό στρατόπεδο κάτω από την ηγεμονία των ανεπτυγμένων καπιταλισμών. Δεύτερον, η αυτοδιάθεση να οδηγήσει στη δημιουργία λαϊκών Κρατών και λαϊκών Δημοκρατιών με εργατική ηγεμονία και με σοσιαλιστική κατεύθυνση, σαν απάντηση των εργατών όχι μόνο στην εθνική καταπίεση των αποικιοκρατών/ιμπεριαλιστών, αλλά και σαν απάντηση στην ταξική καταπίεση της εγχώριας αστικής τάξης.
Συνεπώς το δικαίωμα των Λαών στην αυτοδιάθεση και στον αυτοπροσδιορισμό, σύμφωνα πάντα με τη Λενινιστική κληρονομία, δεν σημαίνει μια οποιαδήποτε ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση κάποιας εθνότητας, αλλά ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση κάτω από πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Αυτό το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ενός έθνους με τη λενινιστική έννοια, ακριβώς επειδή είναι αγώνας για την ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό, τίθεται από εργατική σκοπιά και δεν συγκρούεται με τον εργατικό διεθνισμό, αντίθετα ο αγώνας ενός έθνους για να υπερασπιστεί τον πολιτισμό και την υπόστασή του απέναντι στην ξένη επικυριαρχία ενώνεται με τον αγώνα κάθε έθνους που παλεύει για την ανεξαρτησία του από την ξένη επικυριαρχία και τον ιμπεριαλισμό.
Αυτή η διαλεκτική των εργατικών λενινιστικών κομμάτων που τόσο έχει συκοφαντηθεί σαν δήθεν εθνικιστική, είναι αυτονόητη για τον αντίπαλο, για το Κεφάλαιο, που ξένο και ντόπιο συνεργάζονται απέναντι στην εργατική τάξη την ίδια στιγμή που ανταγωνίζονται μέσα από τον πόλεμο, κερδίζουν από την καταστροφή της εργατικής δύναμης και στρατεύονται μαζί, κατεχόμενο και καταχτητικό Κεφάλαιο, απέναντι στα εργατικά λαϊκά απελευθερωτικά κινήματα με ταξική σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Ειδικά οι Έλληνες Κομμουνιστές θά ‘πρεπε να είμαστε σε θέση να το διακρίνουμε.
2. Η Ελλάδα διαχρονικά αναγνώριζε και αποδεχόταν την μη ελληνική Μακεδονία
Η καπιταλιστική Ελλάδα αναγνωρίζει επίσημα το σερβικό τμήμα της Μακεδονίας ήδη από το 1913, στη συνέχεια ομόσπονδο κράτος στα πλαίσια της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και ως ανεξάρτητο Κράτος μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Ουδέποτε ο ελληνικός καπιταλισμός, ούτε καν στις περιόδους της ακμής του και ακόμα λιγότερο σήμερα στην αποδυναμωμένη του φάση, αμφισβήτησε έμπρακτα/στρατιωτικά την υπόσταση ή τα σύνορα του Κράτους της ΠΓΔΜ, αντίθετα ενίσχυσε στρατιωτικά την ΠΓΔΜ κατά τη φάση της σύγκρουσης με τους παρακρατικούς του Κοσσόβου και την επιχείρηση διαμελισμού της, υπερασπιζόμενος τα οικονομικά ερείσματα που είχε καταφέρει στη Γείτονα.
Οι πλέον των 100.000 σλαβόφωνοι με ελληνική εθνική συνείδηση στην ΠΓΔΜ σύμφωνα με την απογραφή των Ναζί καταχτητών το 1941, του Τίτο το 1971 και του Κίρο Γκλιγκόροφ το 1992, δεν οδήγησαν την ελληνική πλευρά να εγείρει ποτέ θέμα ελληνικής μειονότητας, πολλώ δε μάλλον να αμφισβητήσει την ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση της ΠΓΔΜ. Από την άλλη πλευρά η ΠΓΔΜ δεν έθεσε ποτέ επίσημα το ζήτημα της ελληνόφωνης μειονότητας με σλαβική εθνική συνείδηση, καθώς μετά τη διαμόρφωση των συνόρων με την ήττα του Άξονα, αμφότεροι οι εθνικοί καπιταλισμοί συμφώνησαν σιωπηρά στην προσπάθεια εθνικής ομογενοποίησης που στην Ελλάδα πήρε την φασιστική μορφή της Ειδικής Ζώνης και στόχευε ταυτόχρονα στην από-εαμοποίση και την από-σλαβοοποίηση της ελληνικής Μακεδονίας.
Σήμερα η πολιτική καπιταλιστικής συνεργασίας των δύο χωρών επιχειρείται να αναβαθμιστεί στο πλαίσιο και με την εγγύηση του ΝΑΤΟ και σε κάθε περίπτωση μια ανάγνωση εθνικής καταπίεσης της Ελλάδας προς την ΠΓΔΜ δεν αποδεικνύεται από πουθενά.
Αντίθετα, υπάρχει ζήτημα συρρίκνωσης της εθνικής κυριαρχίας της ΠΓΔΜ μέσα από την πολιτική γραμμή ιδιαίτερα της σημερινής κυβέρνησης Ζάεφ και όχι της προηγούμενης Κυβέρνησης Γκρουέφσκι για δύο λόγους.
Πρώτον, γιατί η εντός της σημερινής Κυβέρνησης των Σκοπίων, υπάρχει η δεσπόζουσα του αλβανικού εθνικισμού.
Δεύτερον, γιατί η βαθύτερη πρόσδεση της χώρας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ οδηγεί σε μείωση της εθνικής κυριαρχίας μέσω της βίαιης επέλασης ιδιωτικοποιήσεων κρατικών πόρων και υποδομών στο ξένο Κεφάλαιο.
Η ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης του Λαού της ΠΓΔΜ μέσα από την ένταξη στην ΕΕ και η ένταση του φασισμού/εθνικισμού στηριγμένη σε μια αφήγηση εθνικής καταπίεσης από την Ελλάδα, μας οδηγούν στο καθήκον οι εργατικές τάξεις Ελλάδας και ΠΓΔΜ να αναπτύξουμε δεσμούς αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης με άξονες την διατήρηση της Ειρήνης, του σεβασμού των συνόρων, την αντίσταση στο ξεπούλημα των δημόσιων υποδομών, την αλληλεγγύη, ενσωμάτωση και αναγνώριση πλήρη δικαιωμάτων στους πρόσφυγες.
Η αλληλεγγύη και υποστήριξη στην εργατική τάξη και τους Κομμουνιστές της ΠΓΔΜ, σημαίνει ταυτόχρονα και πλήρη πολεμική απέναντι στη φιλο-ΝΑΤΟϊκή κυβέρνηση Ζάεφ και στο πρόγραμμα που υιοθετεί τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, εξίσου με την πολεμική απέναντι στη φιλο-ΝΑΤΟϊκή κυβέρνηση Τσίπρα.
3. Το Όνομα δεν αποτελεί μονοπώλιο κανενός εθνικισμού
Η ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών επιβάλλει σήμερα την αντιπαράθεση με κάθε εθνικισμό πρώτα και κύρια με το αίτημα της αποκλειστικής χρήσης του όρου Μακεδονία.
Η χρήση του όρου Μακεδονία χωρίς γεωγραφικό ή άλλο προσδιορισμό από την πλευρά της ΠΓΔΜ, ενός κράτους που αποτελεί τμήμα(2) της ευρύτερης γεωγραφικής-ιστορικής περιοχής της Μακεδονίας, αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος του ελληνικού εθνικισμού που υποστηρίζει την ελληνική αποκλειστικότητα της Μακεδονίας «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική».
Αντίστοιχα σκληρή πρέπει να είναι η αντιπαράθεση και με τον αλβανικό εθνικισμό, και τις επιδιώξεις της «μεγάλης Αλβανίας» που αποτελεί και τον κύριο κίνδυνο συνοχής της ΠΓΔΜ, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τη σύνδεση του ΝΑΤΟ με τις παραστρατιωτικές αλβανικές οργανώσεις.
4. Η γέννηση του επίσημου νεοελληνικού εθνικισμού
Το Μακεδονικό αποτελεί σημείο συμπύκνωσης της ρητορικής και των πολιτικών επιδιώξεων της άκρας Δεξιάςστην Ελλάδα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, εκφράζοντας σε ταξικό επίπεδο τις πιο επιθετικές μερίδες του ελληνικού Κεφαλαίου, αλλά και μια ιδεολογική ρεβάνς απέναντι στην κατάρρευση των σοσιαλιστικών Κρατών.
Το Μακεδονικό αποτέλεσε σημείο -στην αρχή- Κρίσης και στη συνέχεια πτώσης της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, με μια από τα δεξιά εσωτερική διαφωνία για το όνομα της ΠΓΔΜ από τον τότε ΥΠΕΞ Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος για πρώτη φορά διατύπωσε τη γραμμή της «καμιάς χρήσης προσδιορισμού ή του όρου Μακεδονία»,γραμμή την οποία υιοθέτησε και το ΠΑΣΟΚ στην προεκλογική περίοδο του ’93.
Αυτή η τομή στην γραμμή της Ελλάδας για την ΠΓΔΜ βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε για 80 χρόνια, καθώς ήδη από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, αλλά και καθ’ όλο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αναγνώριζε επίσημα την ύπαρξη σερβικής Μακεδονίας και αργότερα της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η τομή αυτή σηματοδοτεί τόσο την φιλοδοξία επιθετικής διείσδυσης του ελληνικού καπιταλισμού στη βαλκανική, όσο και την φιλοδοξία ανάπτυξης ενός μαζικού πολιτικού ρεύματος στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Στα εθνικιστικά συλλαλητήρια του ’92 η κομμουνιστική αριστερά ήταν ο μόνος πολιτικός χώρος που δεν συμμετείχε, παρά το γεγονός ότι δέχτηκε μια ανηλεή επίθεση από ολόκληρο το επίσημο πολιτικό φάσμα και ιδιαίτερα από τους μικυθοδωράκηδες της εποχής και κατηγορήθηκε ανοιχτά για εθνική μειοδοσία και στήριξη του «συντρόφου Γκλιγκόροφ».
5. Η εθνικιστική Ελλάδα δημιουργεί την εθνικιστική ΠΓΔΜ
Τελικά η υιοθέτηση της εθνικιστικής γραμμής Σαμαρά στην Ελλάδα από όλα τα επίσημα πολιτικά κόμματα(3), εκτός του ΚΚΕ, επέδρασε πολύ αρνητικά στην εσωτερική πολιτική σκηνή της ΠΓΔΜ, με αποτέλεσμα ο μετριοπαθής Πρόεδρος Κίρο Γκλιγκόροφ που διέθετε την κοινή λογική ώστε να αντιλαμβάνεται ότι ούτε οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ ούτε της Ελλάδας, δεν προέρχονται από τους αρχαίους Μακεδόνες (4), να κατηγορηθεί ως εθνικός Προδότης και να δεχτεί δολοφονική επίθεση(5) σαν απάντηση για την ενδιάμεση συμφωνία με την Ελλάδα και την αλλαγή της σημαίας.
Στην ηγεσία της ΠΓΔΜ προοδευτικά αναρριχήθηκε το εθνικιστικό VMRO (το οποίο πολιτικά και πολιτιστικά μοιάζει πάρα πολύ με την ελληνική Χούντα του 1973, κιτς, αρχαίο αίμα κυλάει στις φλέβες μας κλπ), το οποίο επιχείρησε να αποκόψει πλήρως όλους τους δεσμούς της ΠΓΔΜ με το σοσιαλιστικό και αντιφασιστικό παρελθόν της και παράλληλα να υιοθετήσει μια πιο σκληρή γραμμή απέναντι στην Ελλάδα.
Το VMRO σήμερα έχει παραγκωνιστεί από την αλβανο-νατοϊκή Κυβέρνηση Ζάεφ, συνεχίζει όμως να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα στους νατοϊκούς σχεδιασμούς, καθώς διατηρεί ενεργή την εθνικιστική αντίθεση τόσο με τα αλβανικά κόμματα όσο και με την Ελλάδα και συνεχίζει να εκφράζεται θεσμικά μέσω του Προέδρου της Δημοκρατίας.
6. Η επινόηση του αλυτρωτισμού της ΠΓΔΜ
Με την ενδιάμεση συμφωνία Ελλάδος-ΠΓΔΜ το 1995, που σήμανε και την λήξη του τραγικού για τον Λαό της ΠΓΔΜ ελληνικού εμπάργκο, η ΠΓΔΜ απαλείφει οριστικά όλα τα εν δυνάμει σύμβολα αλυτρωτισμού, συμπεριλαμβανομένης και της αφαίρεσης από τη σημαία του Ήλιου της Βεργίνας.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 6 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αναφέρεται ότι η ΠΓΔΜ «διακηρύσσει ότι τίποτε στο Σύνταγμά της και ιδίως στο Προοίμιό του ή στο Άρθρο 3 αυτού, δεν μπορεί ή δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως εμπεριέχον ή δυνάμενο να εμπεριέχει στο μέλλον την βάση για εδαφική αξίωση πέραν των συνόρων της.»
Στο ίδιο άρθρο η Ενδιάμεση Συμφωνία αναφέρει ότι το Σύνταγμα δεν επιτρέπει την παρέμβαση στις εσωτερικές σχέσεις άλλης χώρας και ότι αυτές οι ερμηνείες είναι αποκλειστικές και κατισχύουν οποιασδήποτε άλλης.
Ενώ ήδη από την πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ δεν υπάρχουν αναφορές, ούτε για Μ. Αλέξανδρους, ούτε για Φιλίππους και Αρχαίες Μακεδονίες, αντιθέτως, υπάρχει μια ρητή αποκήρυξη του αλυτρωτισμού «Η Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν έχει εδαφικές αξιώσεις έναντι οιουδήποτε γειτονικού κράτος».
Συνεπώς, οι επινοήσεις ορισμένων κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΕ, Πλεύση) περί δήθεν ζητημάτων αλυτρωτισμού που πρέπει να επιλυθούν μαζί με το όνομα, είναι απολύτως αδικαιολόγητη και στην πραγματικότητα συντηρεί την ακροδεξιά γραμμή Σαμαρά του ’93, στοχεύοντας εξ’ ολοκλήρου από τη μια πλευρά στη στήριξη μερίδων της αστικής τάξης, από την άλλη στην διεύρυνση της πολιτικής τους επιρροής σε λαϊκά κομμάτια που έλκονται από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του Πατριωτισμού και Εθνικισμού.
7. Γιατί τώρα; γιατί με πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ;
Η αναθέρμανση του Μακεδονικού από το ΝΑΤΟ, με την εμπλοκή της Ελλάδας στο πλευρό της Κυβέρνησης Ζάεφ δεν αφορά βέβαια ούτε την αποκατάσταση της «καλής γειτονίας των δυο χωρών», ούτε την διευθέτηση «ενός χρονίζοντος εθνικού ζητήματος» ούτε το Όνομα, ούτε τους δήθεν αλυτρωτισμούς, αλλά αφορά ξεκάθαρα την άρση των εμποδίων που έχει θέσει η Ελλάδα για την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ καθώς και τις εγγυήσεις που αφορούν την διευθέτηση του ελληνικού χρέους.
Οι λαϊκές τάξεις πρέπει να κατανοήσουν ότι τα λαϊκά συμφέροντα τίθενται σε πολύ μεγάλο κίνδυνο από την ένταση της πρόσδεσης της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σχέδιο των ΗΠΑ, γιατί αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αναζωπύρωση των πολεμικών εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή.
Πρόσδεση που αποτυπώνεται με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον άξονα Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ, δηλαδή στον άξονα των συμφερόντων των μεγάλων ενεργειακών πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και επιδιώκουν τον περιορισμό της ρωσική επιρροής στη Συρία, την κατάπνιξη του εργατικού αντάρτικου των Κούρδων και τον στραγγαλισμό της Παλαιστίνης.
Τα ίδια ακριβώς καπιταλιστικά ενεργειακά συμφέροντα που αφορούν τις ΑΟΖ, διεκδικούν τους αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Βαλκανική, γι αυτό και οι ΗΠΑ τα τελευταία δύο χρόνια υπονόμευσαν απροκάλυπτα την πολιτική σταθερότητα στην πΓΔΜ και επιχείρησαν ανατρέψουν το υφιστάμενο status-quo, υποδαυλίζοντας μια πολιτική όξυνση που οριακά δεν εξελίχτηκε σε εμφύλιο(6).
Η απροσχημάτιστη εμπλοκή των ΗΠΑ στο εσωτερικό της πΓΔΜ, εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο ανταγωνισμού με το ρωσικό ιμπεριαλισμό, στην κατεύθυνση της στρατηγικής συρρίκνωσης των εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου προς την ΕΕ και τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Προκειμένου να επιτευχθεί η συρρίκνωση του ενεργειακού μεριδίου της Ρωσίας και άρα η συρρίκνωση της πολιτικής επιρροής της, το ΝΑΤΟ ακολουθεί ταυτόχρονα δυο εξαιρετικά επιθετικές επιλογές.
Πρώτον επιτίθεται σε τρίτες πετρελαιοπαραγωγές χώρες με τις οποίες συνεργάζεται η Ρωσία (Ιράν, Συρία), δεύτερον επιχειρεί να δημιουργήσει εναλλακτικούς ενεργειακούς δρόμους από παραγωγές χώρες νατοϊκής επιρροής(Αζερμπαϊτζαν) και μέσα από χώρες διέλευσης νατοϊκής επιρροής (Βουλγαρία, Αλβανία, Ελλάδα). Στο ίδιο πλαίσιο το ΝΑΤΟ επιχειρεί να αποδομήσει όλα τα ρωσικά ερείσματα σε χώρες στην περιφέρεια της ρωσικής επικράτειας (Ουγγαρία, Πολωνία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Εσθονία) ενισχύοντας απροκάλυπτα την ακροδεξιά, το νέο-ναζισμό και μια σειρά από εγκληματικές οργανώσεις.
8. Η Κυβέρνηση Τσίπρα σταθεροποιείται και στο εσωτερικό υπακούοντας το ΝΑΤΟ
Ας μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ θα κάνουν ό,τι μπορούν για να προστατεύσουν την Κυβέρνηση Τσίπρα μέχρι να τους τελειώσει τη δουλειά.
Η αναθέρμανση του Μακεδονικού από την Κυβέρνηση Τσίπραδεν υπόκειται όμως μόνο σε εξωτερικές διεθνείς πιέσεις, αλλά και σε αυτοτελείς πολιτικές επιδιώξεις που αφορούν τη σταθεροποίηση του κυβερνητικού κέντρου με την κατάρτιση εφεδρικού πλάνου σε περίπτωση ανάγκης αλλαγής σύνθεσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Η Κυβέρνηση Τσίπρα εκμεταλλευόμενη την ακροδεξιά διολίσθηση της Νέας Δημοκρατίας, επιχειρεί να αποτελέσει τον πολιτικό εκφραστή του συνόλου των αστικών πολιτικών δυνάμεων του Κέντρου, διατυπώνοντας μετριοπαθείς θέσεις. Ταυτόχρονα όμως ενισχύει με επικίνδυνο τρόπο τις φωνές που ακούγονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας,ανέχεται και υποδαυλίζει τη δράση των φασιστικών ταγμάτων εφόδου που δρουν απέναντι στο κίνημα και την κομμουνιστική αριστερά. Με ορίζοντα τον Ιούνιο, το τέλος της Τέταρτης Αξιολόγησης και την δήθεν έξοδο της χρεοκοπημένης από το 2010 Ελλάδας, στις αγορές, η Κυβέρνηση Τσίπρα επιδιώκει να έχει διαμορφώσει μια «κεντροαριστερή» σοσιαλ-φιλελεύθερη φυσιογνωμία, εφεδρική με την πολιτική συνεργασία με τους ΑΝΕΛ.
Παράλληλα, η αναθέρμανση του Μακεδονικού αποτελεί σημαντικό εργαλείο αποπροσανατολισμού από το βαρύ αντιλαϊκό περιεχόμενο των μνημονιακών μέτρων, των δεκάδων χιλιάδων πλειστηριασμών, της εργοδοτικής τρομοκρατίας και της συνεχόμενης συρρίκνωσης του λαϊκού εισοδήματος.
9. Συλλαλητήρια, εθνικισμός, πατριωτισμός
Η κοινωνική επιρροή του εθνικισμού που αναπτύσσεται σήμερα με μαζικό τρόπο αποτελεί αναμφισβήτητα ένα επιπλέον εμπόδιο στην υπόθεση της ταξικής χειραφέτησης, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε, αλλά αντίθετα να εντείνουμε την παρέμβασή μας σε λαϊκά τμήματα σαν και αυτά που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια. Η αυτονόητη καταγγελία των εθνικιστικών συλλαλητηρίων και των φασιστικών πρακτικών που υπέθαλψαν δε σημαίνει ότι χαρίζουμε, αλλά αντίθετα διεκδικούμε μαζικά πολιτικά ακροατήρια από την άκρα δεξιά. Καταγγέλλουμε και πολεμάμε τα συλλαλητήρια γιατί είναι ξεκάθαρο ότι καλέστηκαν και έγιναν κάτω από εθνικιστική ηγεμονία.
Μιλάμε για ηγεμονία και όχι για εθνικιστική ομοιομορφία γιατί αναγνωρίζουμε τη συμμετοχή ηγεμονευόμενων πολιτικών δυνάμεων, αλλά και απλού λαού που αυτό-αναφέρονται ως πατριωτικές δυνάμεις.
Είναι κρίσιμο ζήτημα να μην ταυτίζουμε τον πατριωτισμό και την αντίσταση στην αλλοίωση της εθνικής ή πολιτιστική ταυτότητας με την έννοια της υπεράσπισης της Πατρίδας απέναντι σε ξένη επιβουλή, με τον εθνικισμό.Αλλιώς θα πρέπει να αναθεωρήσουμε συνολικά τόσο τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα από τις Αυτοκρατορίες, όσο και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες από δυνάμεις ξένης κατοχής.
Θα θυμίσουμε ένα απόσπασμα από την εισήγηση του κομμουνιστή ηγέτη και στελέχους της Κομιντέρν, Γκιόργκι Δημητρώφ, στο 7ο Συνέδριο της Οργάνωσης, το 1935:
«Εμείς οι κομμουνιστές είμαστε οι άσπονδοι, οι κύριοι αντίπαλοι του αστικού εθνικισμού σε όλες του τις παραλλαγές. Αλλά δεν είμαστε οπαδοί του εθνικού μηδενισμού και ποτέ δεν πρέπει να παρουσιαζόμαστε σαν τέτοιοι.
Το καθήκον της διαπαιδαγώγησης των εργατών και όλων των εργαζόμενων στο πνεύμα του προλεταριακού διεθνισμού είναι ένα από τα θεμελιώδη καθήκοντα κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αλλά αυτός που πιστεύει ότι το γεγονός αυτό του επιτρέπει ή τον προτρέπει να μη δίνει δεκάρα για τα εθνικά αισθήματα των πλατιών εργαζόμενων μαζών, αυτός απέχει πολύ από τον πραγματικό μπολσεβικισμό, αυτός δεν έχει καταλάβει τίποτα από τη διδασκαλία του Λένιν και του Στάλιν για το εθνικό ζήτημα.»
Όσο από τη μια πλευρά δεν πρέπει να ταυτίζουμε τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό, άλλο τόσο δεν πρέπει να υποτιμάμε τη συμμετοχή λαϊκών μαζών στα συλλαλητήρια κάτω από εθνικιστική πολιτική ηγεμονία. Δεν έχει καμιά σημασία το γεγονός ότι ούτε όλοι οι συμμετέχοντες, ούτε όλοι οι κεντρικοί ομιλητές προφανώς και δεν είναι φασίστες.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι σε μια κρίσιμη στιγμή όλοι οι συμμετέχοντες/ομιλητές αποφάσισαν να συμπορευτούν με την εθνικιστική/ανιστόρητη κατεύθυνση του συλλαλητηρίου που συμπυκνώνεται στη γραμμή Σαμαρά «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική» και να προσφέρουν πολιτική νομιμοποίηση στους ναζιστές της ΧΑ, τους ταγματασφαλίτες και τους νοσταλγούς της Χούντας και του μετεμφυλιακού κράτους που παρεπιδημούν στη ΝΔ, στο ΛΑΟΣ και στις δήθεν ακομμάτιστες οργανώσεις των Ελλήνων του εξωτερικού.
10. Εθνικός κορμός δοσίλογων και φασιστών
Στα συλλαλητήρια «για την Μακεδονία» και «για την Ελλάδα», οι ακροδεξιοί οργανωτές τους ξέχασαν να αναφέρουν μια σημαντική λεπτομέρεια. Η σημερινή και χτεσινή άκρα δεξιά των δοσίλογων και των ταγματασφαλιτών, βαρύνεται με την υπογραφή της παράδοσης του ελληνικού τμήματος της Μακεδονίας στη ναζιστική βουλγαρική κατοχή το 1941, μιας περιοχής που απελευθερώθηκε από το βουλγαρο-ναζιστικό ζυγό, από τις μεραρχίες Κεντρικής Μακεδονίας και Θράκης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, με τη συμμετοχή τόσο ελληνόφωνων όσο και σλαβόφωνων ένοπλων τμημάτων.
Ξεχάστηκε ακόμα να αναφερθεί ότι σε όλες τις κρίσιμες ιστορικές καμπές η άκρα δεξιά στήριξε τον κατακτητή, τον ιμπεριαλιστή, τον εισβολέα, συμπαρατάχθηκε μαζί του και πολέμησε ενάντια στην εθνική αντίσταση, στην μετεμφυλιακή αντίσταση και στην αντιδικτατορική πάλη.
Κανείς δεν έχει δώσει το αίμα του για την Ελλάδα περισσότερο από τους Κομμουνιστές.
Το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η ΕΠΟΝ, η Ακροναυπλία, οι 200 της Καισαριανής, το Πολυτεχνείο, οι δεκάδες χιλιάδες στα ξερονήσια και στις φυλακές, τα βασανιστήρια στη Μέρλιν και στη Μπουμπουλίνας. Οι Κομμουνιστές εδώ και δεκαετίες δίνουν το αίμα τους για μια Ελλάδα των Ελλήνων εργαζομένων και Μεταναστών, και όχι των καπιταλιστών, για μια Ελλάδα της Ειρήνης και της ταξικής αλληλεγγύης με τις εργατικές τάξεις των Βαλκανίων και της Τουρκίας.
Η αντιφασιστική παράδοση και δράση παραμένει βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση του ελληνικού λαού, συνεχίζει να στέκεται ακλόνητη παρά τις προσπάθειες ενίσχυσης της ακροδεξιάς στροφής της ελληνικής κοινωνίας από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το Κεφάλαιο, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τα ΜΜΕ και την εκκλησία.
*Μέλος της ΑΡΙΣ και του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
………………………………………………………………………………………………………………………………………..
(1) […] Είναι προοδευτικό το ξύπνημα των μαζών από το φεουδαρχικό λήθαργο, η πάλη τους ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση, για τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού, για τα κυριαρχικά δικαιώματα του έθνους. Από εδώ απορρέει η απόλυτη υποχρέωση κάθε μαρξιστή να υπερασπίζεται τον πιο αποφασιστικό και τον πιο συνεπή δημοκρατισμό σ’ όλα τα σημεία του εθνικού ζητήματος. Το καθήκον αυτό βασικά έχει αρνητικό χαρακτήρα. Το προλεταριάτο όμως δεν μπορεί να προχωρήσει στην υποστήριξη του εθνικισμού πέρα απ’ αυτό το σημείο, γιατί παραπέρα αρχίζει η «θετική» δράση της αστικής τάξης, που αποβλέπει στη στερέωση του εθνικισμού.
[…] Ο μαρξισμός είναι ανειρήνευτος με τον εθνικισμό, ακόμα και με τον πιο «δίκαιο», «καθαρούτσικο», εκλεπτυσμένο και πολιτισμένο.
[…] Η αποτίναξη κάθε φεουδαρχικού ζυγού, κάθε καταπίεσης των εθνών, κάθε προνόμιου ενός από τα έθνη ή μιας από τις γλώσσες αποτελεί απόλυτη υποχρέωση του προλεταριάτου σαν δημοκρατικής δύναμης, είναι απόλυτο συμφέρον της προλεταριακής ταξικής πάλης, που τη συσκοτίζουν και την ανακόπτουν οι εθνικές φαγωμάρες. Η υποβοήθηση όμως του αστικού εθνικισμού πέρα απ’ αυτά τα όρια τα αυστηρά περιορισμένα μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια, ισοδυναμεί με προδοσία του προλεταριάτου και με πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης.
(2) Η Μακεδονία ιστορικά και γεωγραφικά προϋπάρχει των σημερινών συνόρων των σημερινών Κρατών, χωρίς όμως να έχει ποτέ υπάρξει ως κράτος και χωρίς η σύγχρονη γεωγραφική περιοχή της να ορίζεται επισήμως από κανένα διεθνή οργανισμό. Η προσέγγιση της έκτασης της Μακεδονίας μπορεί να είναι μόνο ιστορική-πολιτική και να σχετίζεται με την γλώσσα, την εθνοτική αυτοαναφορά των πληθυσμών, αλλά και με τον εσωτερικό περιφερειακό προσδιορισμό στα πλαίσια ευρύτερων Κρατών.
Η μη ταύτιση μεταξύ γλώσσας και εθνικής συνείδησης αποτελεί σήμα κατατεθέν για την Μακεδονία όχι μόνο πριν αλλά και μετά την διαμόρφωση των εθνικών κρατών. Μια ντοπιολαλιά με ενσωματωμένους ελληνικούς, σλαβικούς και οθωμανικούς ιδιωματισμούς ομιλούταν κατά πλειονότητα από τον πληθυσμό που κατοικούσε στην περιοχή που ορίζεται από την Οχρίδα (Αχρίδα), το Μοναστήρι, τη Γευγελή, και τη Στρώμνιτσα. Η διάλεκτος αυτή αποτελούσε την καθομιλουμένη και όχι την δημόσια γλώσσα, απόδειξη ότι ο πληθυσμός της περιοχής είναι τουλάχιστον δίγλωσσος και μιλά επιπλέον τουρκικά, ελληνικά, σλαβικά ανεξάρτητα από το στοιχείο του εθνικού αυτοπροσδιορισμού.
Σύμφωνα με όλες τις ιστορικές μαρτυρίες στην περιοχή υπάρχουν σλαβόφωνοι με ελληνική εθνική συνείδηση, αλβανόφωνοι με σερβική εθνική συνείδηση και ούτω καθεξής.
Σύμφωνα με τα ποσοστά της επίσημης ιστοριογραφίας, μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913 και τον οριστικό τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή όπως αποτυπώθηκε στην συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, το 51% της Μακεδονίας προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, το 38% στη Σερβία και το 10% στη Βουλγαρία.
(3) https://www.youtube.com/watch?v=lPEuRw-05hU, https://www.youtube.com/watch?v=8oyUkG2ySkc
(4) https://www.youtube.com/watch?v=yy8HHx_-Nm4
(5) https://www.youtube.com/watch?v=CDMngMKqrLI
(6) Τον Ιανουάριο του 2015, ο πρώην Πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ, Νίκολα Γκρούεφσκι κατηγόρησε τον Ζόραν Ζάεφ, τότε επικεφαλή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για απόπειρα πραξικοπήματος με στόχο την ανατροπή της νόμιμα εκλεγμένης Κυβέρνησης σε συνωμοσία με ξένη υπηρεσία πληροφοριών και ξένους διπλωμάτες, ενώ ο Ζάεφ ανταπαντώντας κατηγόρησε τον Γκρουέφσκι για χιλιάδες υποκλοπές και παρακολουθήσεις .
Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2016 το VMRO-DPMNE ξανακέρδισε για μια ακόμη φορά τις εκλογές, από το 2006, απέτυχε όμως να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με τα αλβανικά κόμματα τα οποία εκφράζουν σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της ΠΓΔΜ. Ως αιτία προβλήθηκε η ατζέντα των αλβανικών κομμάτων για γρήγορη έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, και κυρίως την κατοχύρωση της αλβανικής ως επίσημης γλώσσας. Στην ατζέντα των αλβανικών κομμάτων έμελε όμως να συμφωνήσει το δεύτερο σε ψήφους σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SDSM, του Ζόραν Ζάεφ.
Στις 28 Απριλίου του 2017, φωτογραφίες βουλευτών να πηδούν αλλόφρονες από τα θεωρία για να αποφύγουν τον ξυλοδαρμό μέσα στη Βουλή των Σκοπίων έκαναν το γύρο του κόσμου. Τα επεισόδια που προκλήθηκαν από την εισβολή εκατοντάδων οπαδών VMRO -DPMNE του Νίκολα Γκρούεφσκι και του νυν προέδρου Γκιόρκι Ιβάνοφ, αποτέλεσαν κορύφωση της οξείας πολιτικής κρίσης που προκάλεσε η συνεργασία του SDSM με τα αλβανικά κόμματα και η για πρώτη φορά εκλογή του Αλβανού Ταλάτ Τζαφέρι στη θέση του προέδρου του Κοινοβουλίου. Τόσο ο Τζαφέρι, όσο και ο Ζάεφ δέχτηκαν εκτεταμένες σωματικές επιθέσεις μέσα στο χώρο του Κοινοβουλίου.
Ο ίδιος ο Τζαφέρι αμέσως μετά την εκλογή του, δεν δίστασε να εκφράσει με τον πλέον προκλητικό τρόπο τη στήριξη που χαίρουν οι Αλβανοί των Σκοπίων, από την Αλβανία και το Κοσσυφοπέδιο, τοποθετώντας στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής και την αλβανική σημαία.
Λίγες μέρες αργότερα το SDSM απέκτησε τελικώς οριακή πλειοψηφίας 62 επί συνόλου 120 βουλευτών με τη συμμετοχή των δύο κυριότερων παρατάξεων που εκπροσωπούν την αλβανική κοινότητα της χώρας και αφήνοντας το πρώτο κόμμα στις εκλογές VMRO–DPMNE εκτός Κυβέρνησης. Ο νυν πρόεδρος Ιβανόφ είχε αρχικώς αρνηθεί να δώσει διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ζάεφ υποστηρίζοντας ότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική ενότητα της χώρας.
Στις 28 Νοεμβρίου 2017 η αστυνομία της ΠΓΔΜ προέβη σε μαζικές συλλήψεις στελεχών του VMRO-DPMNE, για τα επεισόδια που προκάλεσαν στη Βουλή της στα τέλη Απριλίου, μεταξύ των οποίων και τρεις βουλευτές του κόμματος του Ν. Γκρούεφσκι, οι οποίοι κατηγορούνται ότι άνοιξαν τις πόρτες της Βουλής για να εισέλθουν μέσα οι διαδηλωτές του VMRO-DPMNE, καθώς και ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας της ΠΓΔΜ, που κατηγορείται για αδράνεια των αστυνομικών, την ώρα της εισβολής στο κτίριο του κοινοβουλίου.
από http://pandiera.gr/10-%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C/
Κοινή ανακοίνωση αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων της Θεσσαλονίκης
Οι συλλογικότητες και οι άνθρωποι που συνυπογράφουμε αυτό το κείμενο αγωνιζόμαστε για την ειρήνη, τη δουλειά, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια όλων των λαών του κόσμου. Από αυτή τη σκοπιά, είναι καθήκον μας σήμερα να πάρουμε σαφή θέση, στα λόγια και στο δρόμο, ενάντια στο εθνικιστικό μέτωπο που σχηματίστηκε με αφορμή το όνομα της Μακεδονίας.
Για τη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας
Πρώτα και κύρια, γιατί το μόνο κοινό αίτημα αυτής της ετερόκλητης εθνικιστικής συμμαχίας, το αίτημα δηλαδή να απαγορευτεί στο γειτονικό λαό να χρησιμοποιεί το όνομα της Μακεδονίας, είναι άδικο, ιστορικά λαθεμένο και ανήθικο. Όλοι γνωρίζουμε ότι σλαβικοί πληθυσμοί κατοικούν εδώ και εκατοντάδες χρόνια στον ιστορικό χώρο της Μακεδονίας, διατηρώντας τη δική τους γλώσσα και παράδοση. Εδώ κι έναν αιώνα, ένα μεγάλο τμήμα τους έχει σχηματίσει τη δική του εθνική συνείδηση και ταυτότητα -διακριτή από την ελληνική, τη βουλγάρικη ή τη σέρβικη- συνδέοντάς την εξαρχής με το όνομα της γης που κατοικούσε, δηλαδή τη Μακεδονία. Όπως όλοι οι λαοί της περιοχής, έδωσε κι αυτός τις μάχες του για την αυτοδιάθεση και την ελευθερία -κάποτε μάλιστα χέρι με χέρι με τον ελληνικό λαό, όπως κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αντίσταση στους φασίστες κατακτητές (την ίδια στιγμή που οι Έλληνες και Γιουγκοσλάβοι εθνικιστές συνεργάζονταν με τους Ναζί ομοϊδεάτες τους). Και όταν το 1944, μαζί με τους άλλους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, κέρδισε την ανεξαρτησία του, ονόμασε τη χώρα του Μακεδονία, χωρίς να παραξενευτεί ή να διαμαρτυρηθεί κανείς. Ο λαός αυτός έχει και σήμερα το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, το δικαίωμα να χρησιμοποιεί κι αυτός το όνομα της Μακεδονίας. Αυτό το δικαίωμα εμείς στην αριστερά θα το υπερασπιστούμε με όποιο κόστος, όπως κάνουμε πάντα: στην Παλαιστίνη, το Κουρδιστάν ή την Καταλονία.
Η χρήση του ονόματος δεν αποτέλεσε ποτέ μέχρι τώρα και δεν πρέπει να ιδωθεί και σήμερα ως απειλή για καμία γειτονική χώρα. Δεν αφαιρεί με κανένα τρόπο το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της ελληνικής Μακεδονίας, το οποίο για εμάς είναι εξίσου σεβαστό. Κανένα κράτος και κανένας εθνικισμός δεν μπορεί να μονοπωλεί και να υπαγορεύει ονόματα στην άλλη πλευρά, όπως κάνει κατ’ εξοχήν ο ελληνικός εθνικισμός, προβάλλοντας το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική». Το σύνθημα αυτό προσβάλλει βαθιά το γειτονικό λαό, αφού υπονοεί ότι η εθνική του συνείδηση είναι ψεύτικη, ή -ακόμα χειρότερα- μια κομμουνιστική συνωμοσία του Τίτο για να υφαρπάξει τα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας (συνεχίζοντας την αντικομμουνιστική παράδοση της ελληνικής εθνικοφροσύνης). Όμως, κάπως έτσι κατασκευάζεται ιστορικά κάθε εθνική συνείδηση και δεν υπάρχει περισσότερο «αληθινή» ή περισσότερο «ψεύτικη», παρά μόνο στα μυαλά των σοβινιστών. Εξάλλου, τη στιγμή που όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι υπάρχουν μακεδονικά εδάφη και πέραν του ελληνικού χώρου, το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική» είναι πρόδηλα επιθετικό και αλυτρωτικό, απειλώντας έμμεσα την εδαφική ακεραιότητα των γειτονικών χωρών. Γεγονός που η πιο ακραία (ή ίσως η πιο ειλικρινής) πτέρυγα της εθνικιστικής συμμαχίας δεν φοβάται να πει ευθέως, μιλώντας για διαμελισμό και σύνορα με τη Σερβία.
Για το φόβο του «αλυτρωτισμού»
Αντίστοιχες εθνικιστικές τάσεις αναπτύσσονται βέβαια και στην άλλη πλευρά, όπως και σε κάθε άλλο έθνος. Η υποτιθέμενη καταγωγή των σύγχρονων Μακεδόνων από την αρχαία Μακεδονία του Αλέξανδρου για παράδειγμα, αποτέλεσε κι εκεί έναν ανόητο μύθο, που τροφοδότησε τις εθνικιστικές διαμάχες. Το λούνα παρκ με τα αγάλματα που έστησε η κυβέρνηση Γκρουέφσκι -και που στοίχισε μια περιουσία στο γειτονικό λαό- είναι αντίστοιχης αισθητικής με τις περικεφαλαίες των συλλαλητηρίων. Υπάρχουν κι εκεί ακραίες ομάδες που θέλουν να αποκαταστήσουν την «Μεγάλη Μακεδονία», παραγνωρίζοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα. Οι ομάδες αυτές έχουν την ίδια ποιότητα και την ίδια βαρύτητα με τους Έλληνες εθνικιστές που διεκδικούν τις δικές τους «χαμένες πατρίδες».
Το βασικό όμως επιχείρημα του ελληνικού κράτους, το οποίο δυστυχώς συμμερίζονται όλα τα κόμματα της Βουλής, δεν αφορά αυτές τις φωνές, αλλά τον υποτιθέμενο «αλυτρωτισμό» του Συντάγματος. Ο αλυτρωτισμός αυτός αποδίδεται σε δύο γεγονότα: πρώτο, το Σύνταγμα αναφέρεται σε μακεδονικό έθνος και γλώσσα. Η αναφορά αυτή είναι αυτονόητη για κάθε Σύνταγμα και η ελληνική πλευρά με αυτό τον τρόπο επαναφέρει απλά το θέμα του ονόματος με άλλα λόγια. Δεύτερο, το Σύνταγμα δηλώνει το ενδιαφέρον της Δημοκρατίας για τα δικαιώματα των ομογενών πολιτών που ζουν σε άλλα κράτη (με ρητή όμως αναφορά ότι αυτό δεν συνιστά παρέμβαση στα εσωτερικά άλλης χώρας). Η πρόνοια αυτή αποτελεί επίσης εύλογη υποχρέωση κάθε πολιτείας (το ίδιο κάνει π.χ. η Ελλάδα για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία). Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί καθόλου το ελληνικό κράτος, αν αυτό είχε φροντίσει να σέβεται τα δικαιώματα των μειονοτήτων που ζουν στο εσωτερικό του -κάτι που φυσικά δεν κάνει, αφού ούτε καν αναγνώρισε ποτέ ότι υπάρχει στην Ελλάδα μειονότητα με μακεδονική εθνική συνείδηση και γλώσσα (παρότι για δεκαετίες έστηνε μπάρες και κυνηγούσε όσους μιλούσαν «ντόπια»).
Εθνικισμοί τελικά υπάρχουν και στις δύο πλευρές και είναι κι οι δύο επικίνδυνοι για τους δύο λαούς. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η πλευρά που επιτέθηκε πρώτη και που ζητά την αποκλειστικότητα στο όνομα είναι η ελληνική. Το ελληνικό κράτος είναι επίσης ο ισχυρός παίχτης της περιοχής, αυτό συμμετέχει στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., αυτό διαθέτει τον ισχυρότερο στρατό, αυτή συμμετέχει σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, ακόμα και εντός των γειτονικών χωρών. Ο κίνδυνος διεκδικήσεων εκ μέρους του «σκοπιανού αλυτρωτισμού» που επικαλείται ο ελληνικός εθνικισμός αποτελεί μία αστεία δικαιολογία, που σκοπό έχει να γεμίσει φόβο και μίσος τις καρδιές των ανθρώπων.
Για τη συμμαχία των εθνικιστών
Γύρω από αυτές τις σοβινιστικές θέσεις, συσπειρώθηκε ξανά ό,τι χειρότερο έχει να επιδείξει η ελληνική κοινωνία: τοπικοί κομματάρχες και βουλευτές, εταιρίες-χορηγοί, μισαλλόδοξοι ιεράρχες συνοδευόμενοι από το αντίστοιχο ποίμνιο, παραστρατιωτικές οργανώσεις και απόστρατοι στρατηγοί, οπαδικοί στρατοί μεγαλοκαπιταλιστών ιδιοκτητών ΠΑΕ, ακροδεξιές οργανώσεις, με πρώτη τη ναζιστική συμμορία των υπόδικων δολοφόνων της χρυσής αυγής. Αυτοί οργάνωσαν τα συλλαλητήρια, κάποιοι από αυτούς μίλησαν στα μικρόφωνα, αυτοί έδωσαν τον τόνο, αυτοί φιλοδοξούν να εισπράξουν και τα πολιτικά οφέλη.
Γι’ αυτό και, ανεξάρτητα από τις προθέσεις ή τις πολιτικές τους απόψεις, όσοι συμμετέχουν και στηρίζουν τα συλλαλητήρια, ενισχύουν αντικειμενικά, στην πράξη, τους σχεδιασμούς των οργανωτών τους, δηλαδή της εθνικιστικής δεξιάς και ακροδεξιάς -κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τις όποιες οργανώσεις ή τους διανοούμενους αναφέρονται στην αριστερά. Επιπλέον, τα συλλαλητήρια νομιμοποιούν την παρουσία και τη δράση των ένοπλων ακροδεξιών συμμοριών, οι οποίες από τη μία ανέλαβαν επίσημα την περιφρούρησή τους (αλήθεια, από ποιους;) και από την άλλη βγήκαν παγανιά στην πόλη με στόχο να χτυπήσουν τον «εσωτερικό εχθρό», να επιτεθούν -ανεπιτυχώς- στις αντιφασιστικές συγκεντρώσεις και σε κοινωνικούς χώρους, καταλήγοντας στον εμπρησμό της Libertatia.
Οι στόχοι αυτής της εθνικιστικής συμμαχίας, δεν αφορούν κάποιον -ανύπαρκτο- εξωτερικό εχθρό, αλλά την ίδια την ελληνική κοινωνία. Οι βουλευτές κι οι κομματάρχες των κομμάτων εξουσίας θέλουν να ψηφοθηρεύσουν στα θολά νερά του πατριωτισμού, για να πλασαριστούν καλύτερα στην επόμενη κυβέρνηση. Ο Φραγκούλης, πρώην υπουργός μνημονιακής κυβέρνησης κι αυτός, σχεδιάζει νέα ακροδεξιά κόμματα και απαιτεί να παρέμβει άμεσα ο στρατός στην πολιτική, μέσω ενός «Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας», προπαγανδίζοντας έτσι μια ερντογανικής ποιότητας «δημοκρατία». Όσο για τις επιπτώσεις της νομιμοποίησης των ναζί και των ταγμάτων εφόδου, δεν χρειάζεται να περιμένουμε τις επόμενες εκλογές: αναδύθηκαν καθαρά μέσα από τις φλόγες που έκαψαν την κατάληψη της Libertatia.
Φυσικά, όλοι αυτοί προσπαθούν να σύρουν πίσω τους λαϊκά στρώματα που σήμερα πλήττονται βάναυσα από τη νεοφιλελεύθερη, μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Για το λόγο αυτό, συνάρθρωσαν γύρω από τα κεντρικά σοβινιστικά τους συνθήματα κάποιες αντικυβερνητικές, αντιμνημονιακές και αντιδυτικές κορώνες για το «ξεπούλημα της πατρίδας μας» κοκ. Λένε ψέματα. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να αναλάβουν αυτοί την υλοποίηση της ίδιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ίσως μόνο με περισσότερη βία και καταστολή απέναντι στον «εχθρό λαό». Αποδείχθηκε αυτό άλλωστε με τη στάση τους τον Ιούλη του 2015, όταν όλοι αυτοί συντάχθηκαν με το μπλοκ του «ΝΑΙ», το μπλοκ της υποταγής.
Ο αγώνας ενάντια στα μνημόνια, τη λιτότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη φτώχεια, ήταν και θα είναι ένας αγώνας ενάντια στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, ένας αγώνας ενάντια στις κυβερνήσεις και τα κόμματα που το υπηρετούν, ένας αγώνας για την ενότητα της εργατικής τάξης πέρα από εθνικούς και φυλετικούς διαχωρισμούς, ένας αγώνας ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Σε αυτόν τον αγώνα, ο ελληνικός λαός δεν θα συναντήσει ποτέ κανένα φασίστα, κανέναν Τζιτζικώστα και κανένα Φράγκο – παρά μόνο απέναντί του.
Εχθροί μας ο ελληνικός εθνικισμός, η κυβέρνηση, το ΝΑΤΟ
Γι’ αυτό υποστηρίζουμε ότι ο ελληνικός εθνικισμός αποτελεί κίνδυνο για τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Γιατί μας καλεί, μπροστά σε έναν φανταστικό εξωτερικό εχθρό, να συνταχθούμε στο ίδιο στρατόπεδο με τους πραγματικούς εχθρούς των εργαζομένων: τα κόμματα του «ΝΑΙ», το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., το κεφάλαιο και το στρατό. Ο εθνικισμός αποπροσανατολίζει τους εργαζόμενους από τις πραγματικές μάχες που έχουν να δώσουν μέσα στην ίδια τους τη χώρα, για δουλειά και αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό και παραμένει αντικειμενικά χρήσιμος για κάθε κυβέρνηση που υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, όπως η σημερινή -η οποία άλλωστε συμμερίζεται και ανατροφοδοτεί τις «εθνικές» θέσεις. Μια κυβέρνηση που έχει ιστορικές ευθύνες για την απογοήτευση που έσπειρε στο λαό, προσφέροντας το γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη του ακροδεξιού εθνικισμού.
Ο εθνικισμός επίσης μας στοιχίζει ακριβά: την ώρα η μνημονιακή ληστεία των εργαζόμενων εντείνεται, η μόνη δαπάνη που καμία κυβέρνηση δεν τσιγκουνεύεται -αυτής του ΣΥΡΙΖΑ μη εξαιρουμένης- είναι οι δαπάνες για τους τερατώδεις εξοπλισμούς που μας πουλάνε οι «φίλοι» Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, για το χάιδεμα των «ένστολων» και των ειδικών μισθολογίων τους και γενικά για τη συντήρηση ενός τεράστιου μιλιταριστικού μηχανισμού, ο οποίος βρίσκεται πάντα στη διάθεση του ΝΑΤΟ.
Πίσω από τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ οχυρώνεται άλλωστε και σήμερα το ελληνικό κράτος για να επιβάλλει τις αξιώσεις του για το όνομα της Μακεδονίας, μέσω της απειλής χρήσης βέτο. Αποδεικνύει έτσι ξανά ότι το ΝΑΤΟ κι η Ε.Ε. αποτελούν πάντα τα τελευταία οχυρά του ελληνικού αστισμού και του ελληνικού εθνικισμού. Για εμάς βέβαια, με όποιο όνομα και να γίνει, η είσοδος μίας ακόμα βαλκανικής χώρας στο ΝΑΤΟ, ή αργότερα στην Ε.Ε., θα είναι μία αρνητική εξέλιξη, πρώτα από όλα για τον ίδιο το μακεδονικό λαό αλλά και για όλους τους λαούς της περιοχής. Το ΝΑΤΟ δεν είναι ένας οργανισμός ασφάλειας και σταθερότητας, αλλά ένας επιθετικός, ιμπεριαλιστικός μηχανισμός που πρακτορεύει, με το όπλο στο χέρι, τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των μεγάλων δυτικών δυνάμεων. Δύο δεκαετίες μετά τη φονική επιδρομή στη Σερβία, η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια δεν μπορεί παρά να προκαλέσει όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, να ανοίξει παράθυρα νέων επεμβάσεων, να εντείνει την καταστολή των προσφύγων: όπως συμβαίνει σε κάθε γωνιά του πλανήτη που μπαίνει στο στόχαστρο της ευρωατλαντικής συμμαχίας.
Και τέλος, για να μην ξεχνάμε την πραγματική ιστορία μας, ας θυμηθούμε τι συνέβη κάθε φορά που κυριάρχησε ο εθνικισμός κι η εθνικοφροσύνη: ας θυμηθούμε τη «Μεγάλη Ιδέα» και τη μικρασιατική εκστρατεία, το σφαγείο των παγκόσμιων πολέμων, τη μεταπολεμική «δημοκρατία» της εθνικόφρονας δεξιάς ή τη Δικτατορία των Φράγκων, το -ελληνικό- πραξικόπημα και την -τουρκική- εισβολή στην Κύπρο. Ελπίζουμε ότι ο λαός μας δεν τα ξεχνά όλα αυτά. Όπως κι ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τι έκαναν οι κομμουνιστές και τι έκαναν οι αστοί εθνικιστές όταν είχαμε απέναντί μας έναν πραγματικό εχθρό: οι πρώτοι πολεμούσαν με το όπλο στο χέρι για την ελευθερία και οι δεύτεροι την έκαναν για Κάιρο, ή φόρεσαν κουκούλα για να συνεργαστούν με τον κατακτητή.
Για όλους αυτούς τους λόγους, όλοι και όλες εμείς που ανήκουμε στην αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα δεν θα πουλήσουμε την ψυχή μας στο διάβολο για να πλασαριστούμε καλύτερα στον εθνικό κορμό. Θα σταθούμε ανυποχώρητα απέναντι στο εθνικιστικό μπλοκ, όπως ανυποχώρητα στεκόμαστε απέναντι στην κυβέρνηση, απέναντι στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για το καλό και το δίκιο, για τα πραγματικά συμφέροντα των καταπιεσμένων και των φτωχών, για την ενότητα των εργαζομένων όλων των χωρών, για ειρήνη, δουλειά, δικαιώματα, δημοκρατία, αξιοπρέπεια.
Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, ΑΝΤικαπιταλιστική ΑΡιστερή ΣΥνεργασία για την Ανατροπή, Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση, Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση, Αριστερή Συσπείρωση, Διεθνιστική Εργατική Αριστερά, Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Νέο Αριστερό Ρεύμα για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση, Ξεκίνημα – Διεθνιστική Σοσιαλιστική Οργάνωση, Οργάνωση Νεολαίας Ριζοσπαστικής Αριστεράς - Ανασύνθεση, Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα.
του Θάνου Καμήλαλη
από https://www.thepressproject.gr/article/120897/Pleistiriasmoi-propagandas-kai-koinonikos-kanibalismos
Η «νέα εποχή» των πλειστηριασμών, με ηλεκτρονικούς και φυσικούς, προκάλεσε, ίσως για πρώτη φορά στη μνημονιακή περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις. Αντιμέτωπα με ένα ακόμα αποτέλεσμα της πολιτικής τους, που θα εκτραχυνθεί το επόμενο διάστημα, στελέχη της κυβέρνησης (και φιλικά ΜΜΕ) έχουν επιδοθεί σε έναν ιδιότυπο πλειστηριασμό ανακριβειών, ψεμάτων και συκοφαντιών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Την ίδια στιγμή το μότο παραμένει αναλλοίωτο: Όλα για τις τράπεζες και τα συμφέροντα που εξυπηρετούν
Η άρνηση της πραγματικότητας είναι μια συνήθης τακτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όπως άλλωστε και των προηγούμενων. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση, η άρνηση κατέληξε σε πλήρη αντιστροφή. Από το ξεχασμένο πλέον γι αυτήν σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» η κυβέρνηση υποστηρίζει πλέον συνοπτικά ότι «οι πλειστηριασμοί χρειάζονται για κοινωνικούς λόγους» σύμφωνα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, όπως επίσης και ότι «όσοι διαμαρτύρονται εξυπηρετούν συμφέροντα», σύμφωνα με σειρά δηλώσεων του υπουργού Δικαιοσύνης, Σταύρου Κοντονή. Επειδή το σχήμα «καλές τράπεζες, κακοί διαδηλωτές» είναι κάπως δύσκολο να ισχύει, ας τα δούμε αναλυτικά.
Η στάση που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση έγινε εμφανής αμέσως μετά τα επεισόδια στο Ειρηνοδικείο, την Τετάρτη, 29 Νοεμβρίου. «Αυτοί που διαμαρτύρονταν, διαμαρτύρονταν μπροστά σε ακίνητο ενός κακοπληρωτή που εμπλέκεται και στα σκάνδαλα του χρηματιστηρίου» υποστήριξε μεταξύ άλλων ο Κοντονής, χαρακτηρίζοντας το κίνημα κατά των πλειστηριασμών ως «πολιορκητικό κριό» των μεγάλων οφειλετών. Ο υπουργός Υγείας, Παύλος Πολάκης, με το γνωστό (και πολλές φορές ιταμό) στυλ του, ήταν αρκετά πιο επιθετικός:
Οι κατηγορίες αυτές είναι εκτός τόπου και χρόνου. Μπορεί στελέχη και υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ να τις εκτοξεύουν λόγω άγνοιας, αλλά ο υπουργός Δικαιοσύνης, για παράδειγμα, γνωρίζει πολύ καλά ότι ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός της μεζονέτας δεν έγινε στο Ειρηνοδικείο, επομένως δεν δικαιολογείται καμία σύνδεση σχετικά με το κίνητρο όσων βρέθηκαν εκεί στο δικαστήριο. Ανάλογης «σοβαρότητας» ήταν και ο ισχυρισμός ότι στο μέσα στο Ειρηνοδικείο «δεν έπεσαν χημικά», όπως έσπευσε να υποστηρίξει ο Σταύρος Κοντονής, πριν διαψευστεί από δικηγόρους, δικαστικούς υπαλλήλους, γιατρούς και φυσικά, τα ίδια τα μέλη του κινήματος, όπως τον πρώην δήμαρχο Καισαριανής, που διακομίστηκε με αναπνευστικά προβλήματα στο νοσοκομείο μετά τα επεισόδια. Στη συνέχεια, η αντιπαράθεση πέρασε στο πλαίσιο προστασίας των δανειοληπτών από πλειστηριασμούς. Κι εκεί, η κυβερνητική άποψη είναι πολύ μακριά από την αλήθεια.
Προστατεύεται η πρώτη κατοικία;
Η κυβέρνηση υποστηρίζει με κάθε ευκαιρία ότι «η πρώτη κατοικία προστατεύεται δια νόμου» και πως «καμία λαϊκή κατοικία δεν πρόκειται να βγει σε πλειστηριασμό». Την καλύτερη απάντηση στους ισχυρισμούς αυτούς έδωσε η Αυτόνομη Κίνηση Δικηγόρων, που σημειώνει ότι:
«Η λεγόμενη οριζόντια προστασία της κύριας κατοικίας δεν υφίσταται από την 01/01/2015 και εφεξής. Κάθε σπίτι μπορεί να βγει σε πλειστηριασμό ανεξαρτήτως της αξίας του. Η τελευταία φορά που προστατεύτηκαν ανεξαιρέτως όλες οι κύριες κατοικίες των πολιτών ήταν με το αρ.2 του Ν.4224/2013 το οποίο ως γνωστόν προέβλεπε την κατάργηση της προστασίας αυτής στις 31/12/2014 και έκτοτε η προστασία δεν ανανεώθηκε. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο, να μας επιδείξει νόμο που να επιβεβαιώνει τα λεγόμενά του και όχι δημοσιογραφικά άρθρα. Σήμερα πάντως, 01/12/2017, εμείς δηλώνουμε υπεύθυνα ότι τέτοιος νόμος δεν υπάρχει»
Την Τετάρτη, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι «με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο, προστατεύεται πλήρως η πρώτη κατοικία των υπερχρεωμένων λαϊκών νοικοκυριών για οφειλές μέχρι 200.000 ευρώ και για αξίες ακινήτου μέχρι 280.000 ευρώ», άποψη που έχουν υποστηρίξει πολλά κυβερνητικά στελέχη. Η αλήθεια είναι όμως ότι, αφενός το ισχύον νομικό πλαίσιο προστασίας είναι διάτρητο, αφετέρου η κυβέρνηση αοριστολογεί.
Ένα απλό παράδειγμα: Η προστασία για «αξίες ακινήτου μέχρι 280.000 ευρώ» ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που γίνεται λόγος για οικογένεια με τρία η παραπάνω παιδιά. Για τους υπόλοιπους οφειλέτες τα όρια είναι χαμηλότερα. Όπως εξάλλου αναφέρει και η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρεόυς που έχει συστήσει η κυβέρνηση, η υπαγωγή στο «Νόμο Κατσέλη – Σταθάκη» είναι δυνατή:
Εφόσον η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας δεν υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ για έναν ενήλικα (ποσό που προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη σε 220.000 για ζευγάρι, 240.000 για οικογένεια με 1 τέκνο, 260.000 για οικογένεια με δύο τέκνα και 280.000 για οικογένεια με τρία τέκνα)
και
το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%,δηλαδή κυμαίνεται μεταξύ 13.906 ευρώ και 40.800€ ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση (οικογενειακό εισόδημα ενήλικα: 13.906 ευρώ, ζευγάρι: 23.659 ευρώ και κάθε παιδί: 5.714 ευρώ), τότε αναδιαρθρώνονται τα δάνεια με βάση τις δυνατότητες αποπληρωμής και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης του οφειλέτη και του προσφέρεται πλήρης δικαστική κάλυψη.
Στην πράξη όμως, υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις. Καταρχάς, ο νόμος Κατσέλη – Σταθάκη δεν προστατεύει άτομα με χρέη μόνο σε ασφαλιστικά ταμεία ή Δημόσιο (απαιτείται να υπάρχει χρέος και σε τράπεζες για να γίνει προσπάθεια ρύθμισης). Δεν προστατεύονται επίσης οι έμποροι. Επιπλέον, για να επιτευχθεί η ρύθμιση θα πρέπει:
- Το «σχέδιο αναδιάρθρωσης» του δανείου να γίνει δεκτό από το τοπικό Ειρηνοδικείο, κάτι που όπως καταγγέλλεται, δεν συμβαίνει για μία μεγάλη μερίδα των υποθέσεων που εκδικάζονται.
- Ο δανειολήπτης να έχει χαρακτηριστεί «συνεργάσιμος» από τις τράπεζες. Ο όρος του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» μπήκε στο παιχνίδι λόγω των τελευταίων αλλαγών (προς το χειρότερο) της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τον Νοέμβριο του 2015. «Συνεργάσιμος δανειολήπτης» είναι αυτός που παρέχει όλα τα στοιχεία του στην τράπεζα, την ενημερώνει για οποιαδήποτε μεταβολή στην οικονομική του κατάσταση και είναι διαθέσιμος σε οποιαδήποτε προσπάθεια επαφής από την μεριά της.
- Να εξυπηρετεί τις δόσεις του αναδιαρθρωμένου δανείου του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο «Νόμος Κατσέλη – Σταθάκη» δεν προσφέρει άνευ όρων προστασία, αλλά απαιτεί και την πληρωμή δόσεων, που συνολικά θα ξεπερνούν την εμπορική αξία του ακινήτου σε πιθανό πλειστηριασμό. Σε περίπτωση που οι δόσεις δεν καταβληθούν για έστω δύο ή τρεις μήνες, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν ανάκληση της προστασίας. Σε περίοδο που ένα μεγάλο ποσοστό των εργοδοτών δεν καταβάλλει εγκαίρως τους μισθούς στους εργαζόμενους και οι συντάξεις μειώνονται διαρκώς, είναι πολύ πιθανό δανειολήπτες που έχουν ενταχθεί στο νόμο να χάνουν μετά από κάποιο διάστημα τη ρύθμιση.
Δικηγόροι που ασχολούνται με τέτοιες υποθέσεις υποστηρίζουν, μιλώντας στο TPP ότι τελικά, μόνο το 20 με 30% των δανειοληπτών καταφέρνει να ενταχθεί στη ρύθμιση. Η (όποια) προστασία της πρώτης κατοκίας ισχύει μέχρι το τέλος του 2018, ωστόσο, στα τέλη του 2018 λήγει η απαγόρευση πώλησης σε funds των δανείων με εγγύηση πρώτη κατοικία αξίας μεγαλύτερης των 140.000 ευρώ. Ήδη επίσης, στους δημοσιευμένους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου πρόκειται να εκπλειστηριαστούν πρώτες κατοικίας (η ΛΑΕ με ανακοίνωση της έχει κάνει μια πρώτη καταγραφή, που επιβεβαιώνεται από τα δημοσιευμένα στοιχεία του Ταμείου Νομικών). Κάτι που μας φέρνει στο επόμενο ερώτημα:
Ισχύει η συμφωνία Κοντονή – τραπεζών;
Προφανώς και όχι. Από την αρχή φάνηκε ότι αυτή η «προφορική συμφωνία» του υπουργού Δικαιοσύνης, Σταύρου Κοντονή, με τις τράπεζες, ήταν απλά ένα επικοινωνιακό τρικ, για να καμφθούν οι αντιδράσεις και για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια από κάθε λογής πρόθυμους υποστηρικτές της κυβέρνησης (κάτι που ήδη συμβαίνει). Έκτοτε, όχι μόνο ο πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Νίκος Καραμούζης, έχει τονίσει ότι «δεν υπάρχει κάποια συμφωνία» αλλά και ο ίδιος ο Κοντονής έχει δηλώσει «αναρμόδιος» να νομοθετήσει την «συμφωνία» του, απαντώντας ανεπίσημα σε ερώτηση βουλευτή. Η ανυπαρξία οποιασδήποτε συμφωνίας φαίνεται και στην πράξη. Αν πολλοί συμβολαιογραφικοί σύλλογοι της χώρας δεν βρίσκονταν ακόμα σε αποχή και αν δεν είχαν αναβληθεί οι πλειστηριασμοί λόγω της αδυναμίας των ΜΑΤ να βρίσκονται στα Ειρηνοδικεία, το πρόγραμμα θα είχε ως εξής:
H πρωτοβουλία «Δρόμος Ανοιχτός» συλλέγει επεξεργάζεται και παρουσιάζει κάθε εβδομάδα τα στοιχεία των επιχειρούμενων πλειστηριασμών, που αναρτώνται δημόσια στο Ταμείο Νομικών (και είναι διαθέσιμα προς όποιον επιθυμεί να αντικρίσει ιδίοις όμασι την κατάσταση). Για την Τετάρτη τα στοιχεία έδειχναν:
- 29 πλειστηριασμοί ακινήτων με συνολική εμπορική αξία μικρότερη των 50.000 €, και 27 με συνολική εμπορική αξία από 50.000 έως 100.000 €.
- 24 πλειστηριασμοί ακινήτων με συνολική εμπορική αξία από 100.000 έως 200.000 € και 12 με συνολική εμπορική αξία από 200.000 έως 300.000 €.
- 16 πλειστηριασμοί ακινήτων με συνολική εμπορική αξία από 300.000 έως 500.000 € και 32 με συνολική εμπορική αξία άνω των 500.000 €.
- Συνολικά για ακίνητα εμπορικής αξίας έως 300.000 € θα επισπεύδονταν οι 92 απ' τους 140 πλειστηριασμούς, σε ποσοστό 65,7% τουλάχιστον.
Μάλιστα, η πρωτοβουλία έχει συγκεντρώσει και τα συνολικά στατιστικά στοιχεία, από τα μέσα του 2016 μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του 2017. Η κατάσταση έχει ως εξής:
Ο μόνος λόγος που οι πλειστηριασμοί αυτοί δεν έγιναν, ήταν γιατί είτε ακυρώνονταν στην πράξη στα κατά τόπους Ειρηνοδικεία, είτε έπεφταν πάνω στις αποχές των συμβολαιογράφων. Και βάσει των στοιχείων που δημοσιεύτηκαν μετά το ξεκίνημα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, αν κυβέρνηση και τράπεζες προχωρούσαν ανενόχλητες στους πλειστηριασμούς, αυτή ακριβώς θα ήταν και πάλι η εικόνα.
Όπως έχουμε επισημάνει ήδη αρκετές φορές στο TPP, η λύση στη σύγκρουση των πλειστηριασμών είναι πάρα πολύ απλή: Να νομοθετήσει κυβέρνηση την «προφορική συμφωνία» που υποστηρίζει ότι έχει συνάψει με τις τράπεζες για τα ακίνητα αξίας μέχρι 300.000 ευρώ, η έστω την οριζόντια προστασία της πρώτης κατοικίας, όπως ακριβώς ίσχυε μέχρι το 2014. Όσο αυτό δεν γίνεται, οποιαδήποτε άλλη δέσμευση είναι σκόπιμη παραπληροφόρηση, πόσο μάλλον όταν έχει στόχο τους ανθρώπους που υπερασπίζονται αυτά ακριβώς τα ακίνητα, εμπράκτως, κάθε εβδομάδα στα Ειρηνοδικεία.
Ο κοινωνικός κανιβαλισμός
Τα κυβερνητικά επιχειρήματα ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα. Ωστόσο μαζί με τα «καλά να πάθουν» και την χαιρεκακία που εξαπολύει το δεξιό και «φιλελέ» ακροατήριο, στα κοινωνικά μέσα και στον διαδικτυακό διάλογο εμφανίστηκε μία νέα κατηγορία, αυτή των άκριτων οπαδών της κυβερνητικής πολιτικής, που επιτίθεται σε όσους δημοσιοποιούν περιπτώσεις πλειστηριασμών ακινήτων λαϊκής κατοικίας. Με επιχειρήματα όπως «σίγουρα δεν θα πρόκειται για πρώτη κατοικία», επιθέσεις και μετάθεση ευθυνών στους δανειολήπτες («σίγουρα δεν θα φρόντισε να μπει στο νόμο Κατσέλη», «δεν είναι πλειστηριασμός είναι απλή κατάσχεση», «είναι κακοπληρωτής», «ας πρόσεχε» κ.α).
Την ίδια στιγμή, δημοσιογραφικοί «ντετέκτιβ της δεκάρας» σε φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ επιχειρούν με αστεία επιχειρήματα να αντικρούσουν τις καταγγελίες, υποβοηθούμενοι από τα κυβερνητικά non paper. «Αγνοώντας» παράλληλα ότι, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση επαίρεται για την «προστασία της λαϊκής κατοικίας» ετοιμάζεται να επεκτείνει τους πλειστηριασμούς στην εμπορική αξία και για οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, να νομοθετήσει τις αυτεπάγγελτες διώξεις όσων τους εμποδίζουν και να αυστηροποιήσει περισσότερο το πλαίσιο προστασίας.
Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές εκφάνσεις του, το επιχείρημα που δικαιολογεί κάθε μνημονιακό μέτρο είναι πάντα το ίδιο: «Καλά να πάθετε». Δεν έχει σημασία πώς και από ποιο στρατόπεδο εκπορεύεται (κι αν οι υποστηρικτές της κυβέρνησης εδώ μοιάζουν με τους αντιπάλους τους αυτό είναι δικό τους πρόβλημα). Σημασία έχει, ότι για ακόμα μια φορά, αυτό που επιχειρείται (και θα ενταθεί όσο οι επιχειρούμενοι πλειστηριασμοί θα πληθαίνουν) είναι να μετακυληθεί η ευθύνη από τους θύτες στα θύματα.
Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές, όσο κι αν αποσιωπάται, ότι για την εκτίναξη των «κόκκινων δανείων» την τελευταία 8ετία δεν ευθύνονται οι «μπαταχτσήδες», αλλά η λιτότητα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, το 2009 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν περίπου 15 δις. Το 2016 είχαν ανέβει στα 108, 4 δις. Επομένως, μέσα στην κρίση ή ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων αποφάσισε γίνει «στρατηγικός κακοπληρωτής», η απλά, λόγω της δραματικής πτώσης του βιωτικού επιπέδου, δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να πληρώσει.
Πρόκειται για τους ίδιους πολίτες που κλήθηκαν να πληρώσουν επανειλημμένα τα σπασμένα των τραπεζών, χρηματοδοτώντας ουσιαστικά το τραπεζικό σύστημα με πάνω από 40 δις. ευρώ. Σύμφωνα με την πρόσφατη Έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016 το Ελληνικό Δημόσιο είχε διαθέσει για τις τράπεζες κεφάλαια που άγγιζαν τα 45,4 δισ. ευρώ. Από αυτά εκτιμά ότι στην καλύτερη περίπτωση θα μπορέσει να ανακτήσει τα 8,9 δισ. ευρώ, επομένως η ζημιά που έχει υποστεί αγγίζει τα 36,4 δισ. ευρώ. Το γεγονός ότι θυσιάστηκαν οι φορολογούμενοι για να σωθούν οι τράπεζες το παραδέχονται πλέον ακόμα και αξιωματούχοι με πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο της κρίσης, όπως ο απερχόμενος πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Η κρίση φέρνει κρίση
Οι πολίτες πλήρωσαν τα σπασμένα των τραπεζών. Την ίδια στιγμή, δεν υπήρξε ούτε μία παραχώρηση από την άλλη πλευρά, όπως λ.χ κούρεμα δανείων, προς φορολογούμενους που είδαν τα δεδομένα της ζωής τους να αλλάζουν δραματικά, εκτός από τη δυνατότητα «ρύθμισης», χωρίς διαγραφή, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων. Είναι παράλογη και κοινωνικά εγκληματική η απαίτηση από έναν εργαζόμενο ή συνταξιούχο που πήρε δάνειο με συγκεκριμένο εισόδημα και οικονομικά δεδομένα, να το αποπληρώσει στο σύνολο του κάποια στιγμή, ενώ στο ενδιάμεσο η Ελλάδα έχει γνωρίσει το μεγαλύτερο κύμα λιτότητας στην παγκόσμια ιστορία. Γεγονότα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, αλλά δεν είναι. Και το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα είναι πάντα ίδιο, θυμίζοντας τον σκύλο που κυνηγάει αέναα την ουρά του και το συναντάμε σε κάθε τομέα της οικονομίας, σε φαύλο κύκλο.
Εδώ και επτά χρόνια, το σχήμα είναι πάντα ίδιο: Οι μειώσεις μισθών και συντάξεων έφεραν τρομακτική ύφεση και μείωση του ΑΕΠ 25%. Όταν η κατανάλωση και οι ασφαλιστικές εισφορές μειώθηκαν (και όταν τα διαθέσιμα των ταμείων εξαφανίστηκαν με αλχημείες τύπου PSI) η απάντηση ήταν ξανά, «ζείτε πάνω από τις δυνατότητες σας». Το αφορολόγητο «έπρεπε να μειωθεί», αφού πλέον όλο και περισσότεροι φορολογούμενοι έπεφταν κάτω του ορίου, οι συντάξεις «έπρεπε να περικοπούν», καθώς αντιπροσωπεύουν μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ. Και πάλι από την αρχή. Στα δάνεια συμβαίνει το ίδιο ακριβώς: Αφού το εισόδημα μειώθηκε δραματικά, η πρόθεση είναι «να πάρουμε τα σπίτια αυτών που δεν πληρώνουν». Η κοινή λογική δολοφονείται ακόμα μία φορά.
Είναι τρομακτική η προσπάθεια κάθε λογής «τεχνοκρατών» και της συντριπτικής μερίδας του Τύπου (οι τραπεζικές διαφημίσεις πιάνουν τόπο), να αλλάξουν την πραγματικότητα και την πρόσφατη ιστορία. Όσον αφορά τα δάνεια, το πρώτο επιχείρημα που βρέθηκε για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα ήταν ο διάχυτος «υπερδανεισμός». Το δεύτερο και πιο σύγχρονο, είναι ο όρος του «στρατηγικού κακοπληρωτή».
Στρατηγικοί κακοπληρωτές, αυτή η... ευλογία
Η έννοια «στρατηγικός κακοπληρωτής» είναι ένας νεολογισμός, όπως ο όρος «μεταρρύθμιση», «αναπροσαρμογή» (μισθών, συντάξεων) και «ανταγωνιστικότητα», που εμφανίστηκε κυρίως μετά το τρίτο μνημόνιο και χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τη συνέχιση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Με απλά λόγια, είναι το εργαλείο για να υποστηριχθεί η άποψη ότι «δεν μπορεί να εφαρμοστεί το x φιλολαϊκό μέτρο, γιατί θα επωφεληθούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές».
Η έννοια του «στρατηγικού κακοπληρωτή», μολονότι αόριστη, είναι πολύ χρήσιμη π.χ. για να δικαιολογηθεί το πώς γίνεται οι τράπεζες να πουλάνε για ψίχουλα τα «κόκκινα» δάνεια σε funds, αντί να τα προσφέρουν για λίγα έσοδα παραπάνω στους δανειολήπτες. Όπως υποστήριξαν τότε μεταξύ άλλων οι υπουργοί Τσακαλώτος και Παπαδημητρίου, αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί, γιατί θα επωφελούνταν αυτοί οι περίφημοι «στρατηγικοί κακοπληρωτές». Μολονότι κανείς δεν αμφισβητεί ότι αυτή η κατηγορία όντως υπάρχει σε περιορισμένο βαθμό, φαίνεται ότι η απλή επίκληση στην ύπαρξη τους, χωρίς έναν απλό έλεγχο του πόσοι και ποιοι είναι, είναι ιδιαίτερα βολική για την ασκούμενη πολιτική.
Οι τράπεζες έχουν στόχο τους 20.000 πλειστηριασμούς μέσα στο 2018 και άλλους τόσους το 2019, με στόχο να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια τους κατά 40 περίπου δισ. μέχρι τότε. Το τρίτο μνημόνιο, προέβλεπε μεταξύ πολλών άλλων και το άνοιγμα της «δευτερογενούς αγοράς δανείων», δηλαδή την πώληση τους, έναντι εξευτελιστικών τιμίων στα funds και τη θυσία των δανειοληπτών στην κερδοσκοπία. Όλα αυτά δεν είναι κοινωνικά ωφέλιμες πολιτικές, όπως προκλητικά υποστηρίζει ο Τσακαλώτος. Είναι μια αναδιανομή του πλούτου, από τους αδύναμους που πλήρωσαν την κρίση, σε όσους έμειναν στο απυρόβλητο. Αναδιανομή, που έλαχε στην «κυβέρνηση της Αριστεράς» να την υλοποιήσει. Η μάχη των πλειστηριασμών ξεκίνησε και θα είναι κρίσιμη και «αιματηρή».
Η συζήτηση για την αναγκαιότητα του νέου κομμουνιστικού κόμματος της εποχής μας μετράει ήδη αρκετό καιρό. Επανέρχεται με μία κυκλικότητα ανάλογα με τη ευρύτερη συγκυρία, ενώ υποχωρεί ανάλογα με τη συγκυρία στο εσωτερικό της επαναστατικής αριστεράς.
Παρότι αναμφίβολα το δεύτερο στοιχείο επηρεάζεται από το πρώτο, ακολουθεί πάντοτε και μία πορεία αυτό-καθορισμού, συνήθως υποτάσσεται σε άμεσα πολιτικά καθήκοντα αλλά κυρίως σε πολιτικές επιδιώξεις και συσχετισμούς. Η τάση αυτή εκτός του ότι αναδεικνύειτις αδυναμίες αλλά και τις δυσκολίες που αντικειμενικά υπάρχουν στο εγχείρημα, αδικεί τις εργασίες που έχουν γίνει, τις οργανώσεις και τη συμβολή τους σε αυτήν την κίνηση, αλλά κυρίως το ευρύ δυναμικό που αναζητά κατά την εκτίμησή μας το πολιτικό υποκείμενο που μπορεί να εμπνεύσει και να δώσει νέες ανάσες, με πολιτικές πρωτοβουλίες και τακτικές στο δύσκολο πεδίο που διεξάγεται η ταξική σύγκρουση. Ακόμα και εάν η αναγκαιότητα του κομμουνιστικού κόμματος δεν ήταν στο κέντρο της συζήτησης, το άθροισμα και πολλαπλασιασμός των δυνάμεων που επιμένουν στην επαναστατική τομή απέναντι στις πολλές διαχειριστικές γραμμές, πρέπει να αποτελείτον πυρήνα της συζήτησης, ώστε να εξισορροπείται τουλάχιστον η τάση υποχώρησης της δυναμικής του κινήματος στο εσωτερικό των δυνάμεων του επαναστατικού δρόμου.
Η πρόταση όμως για το κομμουνιστικό κόμμα και πρόγραμμα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία αμυντική κίνηση προστασίας των επαναστατικών ρευμάτων. Αποτελεί ταυτόχρονα πολιτική αναγκαιότητα και εφαλτήριο για μετάβαση της πολιτικής παρέμβασης σε άλλο επίπεδο. Αναγκαιότητα που στηρίζεται πάνω στη συσσωρευμένη εμπειρία της κοινωνικής σύγκρουσης και υποχώρησης του κινήματος μετά τις απανωτές χρεοκοπίες του διαχειριστικού δρόμου καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και της αποτυχίας ανακούφισης των εργαζόμενων στρωμάτων. Αλλά και έχονταςεφόδιο την εμπειρία των πειραμάτων μετωπικής συγκρότησης (κυρίως ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και των αδυναμιών τους να μπολιάσουν κρίσιμα κομμάτια της κοινωνίας και να ενισχυθούν από τα υπαρκτά σε χώρους νεολαίας και εργασίας ρεύματα αμφισβήτησης του καπιταλιστικού μονόδρομου.
Βρισκόμαστε σε καθοριστικό, πολιτικά και χρονικά, σημείο. Όχι με την έννοια της ιστορικής δυνατότητας ή της χαμένης ευκαιρίας, καθώς το ζήτημα του επαναστατικού κομμουνιστικού φορέα και η αναγκαιότητά του αντικειμενικά εγγράφονται στον ορίζοντα των εργατικών αγώνων και της πάλης του λαού. Είναι εξαιρετική ευκαιρία όμως για τη γενιά της πολιτικοποίησης και των κινημάτων που προέκυψαν από το ‘90 και έπειτα (υπό το φάσμα της κατάρρευσης του υπαρκτού και τον βαθύ συμβιβασμό των παραδοσιακών κουμουνιστικών κομμάτων) καθώς και των ριζοσπαστικών ρευμάτων και οργανώσεων που διαμορφώθηκαν να επιχειρήσουν μία ακόμα πολιτική τομή και να περάσουν σε ένα διαφορετικό επίπεδο πολιτικής παρέμβασης, συμβάλλοντας στη δημιουργία του αναγκαίου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος καθορίζοντας τις εξελίξεις.
Είναι η ολοκλήρωση μιας πορείας των αντικαπιταλιστικών/επαναστατικών ρευμάτων που οικοδομήθηκε απέναντι στα ρεύματα ενσωμάτωσης, σε ρήξη με την αστική στρατηγική και διαχείριση. Είναι η συγκρότηση των πολιτικών και κοινωνικών όρων παρέμβασης των εργατολαϊκών στρωμάτων με όρους διεκδίκησης της εξουσίας, και η σύγκρουση με το μεταρρυθμιστικό δρόμο και την αμυντική υποχώρηση. Εν τέλει είναι η ολοκλήρωση της πορείας εκείνων των δυνάμεων που αρνήθηκαν (και αρνούνται) τη λογική της μεγάλης ομπρέλας – κόμματος ή μετώπου, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις θα αποτελούν τάση στο εσωτερικό του (λογική που οδήγησεσε αποψίλωση το κομμουνιστικό κίνημα και οργανώσεις στην Ευρώπη να αναιρούντην αναφορά τους στον Κομμουνισμό).
Είναι η αντίθεση με τις πολιτικές επιλογές του κοινοβουλευτισμού για να αποκτήσει λόγο το κίνημα, τις θεωρίες της διαπραγμάτευσης και συνεργασίας με το κράτος και την αστική τάξη για τη «σωτηρία και ανακούφιση» στο πεδίο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, με την τακτική της «σκάλας», όπου πρώτα θα σωθούμε από το €, μετά θα συγκρουστούμε με τον ιμπεριαλισμό και το διεθνή έλεγχο και κατόπιν εφόσον αυγατίσει το κίνημα και κοντά με την κυβερνητική εξουσία θα έρθει ο σοσιαλισμός.
Δε μπορεί να υπάρξει κομμουνισμός χωρίς επανάσταση, χωρίς μάχη για την εξουσία, χωρίς απόσπαση του ελέγχου της παραγωγής και της ιδιοκτησίας από τα χέρια της χρεωκοπημένης αστικής τάξης και των συμμάχων της. Η επαναστατική τομή παραμένει το κέντρο στην προσπάθεια για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
Το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα αποτελεί σήμερα όρο ανάπτυξης των μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων. Χωρίς αυτό δεν είναι εφικτή η οργανική σύνδεση όλων αυτών των τμημάτων και η ριζοσπαστικοποίησή τους, η ενοποίησή και οργάνωση της πάλης τους στο πολιτικό επίπεδο απέναντι στο κεφάλαιο, η σύγκρουση τελικά με την αστική τάξη.
Είναι η στιγμή που πρέπει να προχωρήσουμε θαρραλέα. Χωρίς μικρομεγαλισμούς και υπαναχωρήσεις για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης εντός και εκτός των δυνάμεων μας, είναι χρέος μας οι οργανωμένες δυνάμεις που βρεθήκαμε και παραμένουμε στο ίδιο μετερίζι από διαφορετικές αφετηρίες και αναφορές, ΕΚΚΕ ΝΑΡ και ΑΡΙΣ να αναλάβουμε από κοινού την ιστορική μας ευθύνη.
Μέλους ΚΣ της Αριστερής Συσπείρωσης (ΑΡΙΣ)