hortiatis570.gr


A+ A A-

Γιώργος Ρηγόπουλος

50 χρόνια από την εκτέλεση που συγκλόνισε τη Θεσσαλονίκη

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία Κύρια

Στην ελληνική εκδοχή του American Crime Story, της ανθολογικής σειράς που ασχολείται με τις μεγαλύτερες δίκες του τελευταίου αιώνα, η υπόθεση του φερόμενου ως «Δράκου του Σέιχ Σου», Αριστείδη Παγκρατίδη, θα καθήλωνε το τηλεοπτικό κοινό με την πλοκή και τα παράδοξά της. Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την εκτέλεση του περιθωριακού Αρίστου, ενός φτωχόπαιδου από τα Λαγκαδίκια που μεγάλωσε στις αλάνες της Τούμπας και έκανε από μικρή ηλικία δουλειές του ποδαριού – πουλούσε ακόμη και ερωτική συντροφιά σε μεγαλύτερους άντρες – για ένα κομμάτι ψωμί. Ήταν 16 Φεβρουαρίου του 1968 όταν οδηγήθηκε στο δάσος, στις παρυφές του Χορτιάτη, για να εκτελεστεί. Το ρολόι έδειχνε 7.06 π.μ. και η τελευταία του φράση, μια κραυγή που έσκισε τον χειμωνιάτικο αέρα, ήταν «μανούλα μου, είμαι αθώος». Είχε καταδικαστεί τετράκις εις θάνατον για τρεις ληστείες μετά φόνου και μία απόπειρα βιασμού. Στα 28 του χρόνια έπεσε νεκρός από τις σφαίρες με τα μάτια δεμένα και λίγα λεπτά αφότου είχε καπνίσει το τελευταίο του τσιγάρο. Τα εγκλήματα που έθρεψαν έναν «Δράκο» Η γέννηση του «Δράκου του Σέιχ Σου» βασίστηκε σε τρία εγκλήματα που συγκλόνισαν τη Θεσσαλονίκη του 1959. Στις 19 Φεβρουαρίου, ένα ζευγάρι που βρισκόταν στο δάσος (Αθανάσιος Παναγιώτου, Ελεονώρα Βλάχου) δέχτηκε βάναυση επίθεση με πέτρες από ληστές. Τραυματίστηκαν βαριά, αλλά κατάφεραν να κρατηθούν στη ζωή λόγω της παγωνιάς, που σταμάτησε την αιμορραγία από τα τραύματά τους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 6 Μαρτίου, και ενώ όλοι βρίσκονταν σε αναβρασμό από το γεγονός, μια διπλή δολοφονία έκανε ακόμη πιο άγριο το σκηνικό στην πόλη. Ο ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραΐσης και η Ευδοκία Παλιογιάννη βρέθηκαν νεκροί στην περιοχή του αεροδρομίου της Μίκρας, με τα πρωτοσέλιδα της εποχής να γράφουν ότι η νεαρή γυναίκα βιάστηκε πριν χάσει τη ζωή της. Ένα μήνα μετά, στις 3 Απριλίου, ένας άγνωστος δράστης μπήκε στο Δημοτικό Νοσοκομείο, κοντά στο Σέιχ Σου και σκότωσε με πέτρα τη μοδίστρα του ιδρύματος Μελπομένη Πατρικίου, στο μικρό σπίτι που έμενε εντός της αυλής του χώρου. Το κακό είχε τριτώσει και ο φόβος είχε πια εγκατασταθεί μόνιμα πάνω από τα κεφάλια των κατοίκων της πόλης… Ένα ιδανικό θύμα του περιθωρίου Μετά από τέσσερα χρόνια χωρίς καμία πρόοδο στις έρευνες και λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς, το φάντασμα του «Δράκου» επανήλθε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1963, όταν ένας νεαρός πήδηξε τη μάντρα του ορφανοτροφείου θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος» στην Άνω Τούμπα και «επετέθη κατά παιδίσκης», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής. «Έδρασε κατά τον αυτόν τρόπον με τον εγκληματίαν του Σέιχ Σου και δεν αποκλείεται να είναι ο ίδιος», έγραφε η εφημερίδα «Μακεδονία» στο πρωτοσέλιδό της. Ο νεαρός αυτός ήταν ο Αριστείδης Παγκρατίδης. Παιδί μιας φτωχής οικογένειας από τα Λαγκαδίκια, ο Αρίστος σε ηλικία μόλις έξι ετών είδε μπροστά στα μάτια του να σφάζουν συγχωριανοί του τον πατέρα του εν μέσω εμφυλίου. Μετά από το φονικό, μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη και η μητέρα του καθάριζε σπίτια για να τα βγάλουν πέρα. Αγράμματο παιδί ακόμα, ξεκίνησε να κάνει διάφορες δουλειές: γκαρσόνι, βοηθός σε μαγειρεία, χαμάλης στο λιμάνι, στον «γύρο του θανάτου» – στα ακροβατικά με μηχανές. Για ένα πιάτο φαΐ, άφηνε μεγαλύτερους άντρες να ασελγούν πάνω του, περνώντας πια στον σκοτεινό κόσμο του περιθωρίου. Λίγες μέρες μετά τη σύλληψή του, ο φερόμενος ως «Δράκος του Σέιχ Σου» ομολόγησε την ενοχή του, αλλά γρήγορα υποστήριξε ότι βασανίστηκε σωματικά και ψυχολογικά για να καταθέσει και να πάρει πάνω του τη ρετσινιά του στυγερού δολοφόνου. Η δίκη του έγινε το 1966, και παρά τα αμφιλεγόμενα στοιχεία που παρουσιάστηκαν εις βάρος του στο δικαστήριο, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε «τετράκις εις θάνατον». Από την καταδίκη του μέχρι τη μέρα που εκτελέστηκε, ο Παγκρατίδης έμεινε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ για δύο χρόνια και εκτελέστηκε χαράματα της 6ης Φεβρουαρίου 1968, ολομόναχος χωρίς καν την παρουσία των δικών του. Ο φωτορεπόρτερ, Γιάννης Κυριακίδης, ήταν ο μόνος που απαθανάτισε με το φακό του την εκτέλεση. Ο ίδιος περιγράφει την αντίδραση του παπά που εξομολόγησε τον θανατοποινίτη λίγες στιγμές πριν φύγει από τη ζωή. «Έπεσε στην αγκαλιά μου και έκλαιγε», θυμάται, «γιατί κάθε φορά που του έλεγε να εξομολογηθεί, ο Αριστείδης απαντούσε με κλάματα: ”πούλησα το κορμί μου, έκλεψα για να ζήσω, όμως δεν σκότωσα”». Ακόμα και σήμερα, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά από κείνη την ημέρα το μυστήριο για το αν ο Αρίστος ήταν αθώος ή ένοχος παραμένει. Η φήμη που κυκλοφορεί στην πόλη πέντε δεκαετίες μιλά για την πραγματική ενοχή άλλου προσώπου, πιθανά μέλους της καλής κοινωνίας της εποχής εκείνης, που χάρη στη δύναμη του ενέπλεξε έναν αθώο ως εξιλαστήριο θύμα. Ο «Δράκος του Σέιχ Σου» στην τέχνη  Το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη με τίτλο «Ο γύρος του θανάτου» (2012, εκδ. Άγρα), που τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό έργο με θέμα την υπόθεση Παγκρατίδη. Μέσα από τις υποβλητικές αφηγήσεις εννέα προσώπων, που γνώριζαν τον ήρωα, και μέσα από τα χαρακτηριστικά τους γλωσσικά ιδιώματα και τα βιώματά τους, υφαίνεται το προφίλ του παρεξηγημένου «Δράκου». Αυτή την περίοδο, η σκηνική μεταφορά του βιβλίου παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου στην Αθήνα σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου με τους: Έλενη Ουζουνίδου, Μιχάλη Οικονόμου και Γιώργο Χριστοδούλου. Η παράσταση «Αρίστος» θα παίζεται μέχρι τις 3 Απριλίου. Από την παράσταση «Αρίστος» | εικόνα: Δομινίκη Μητροπούλου Η υπόθεση μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Αρβανίτη υπό τον τίτλο «Αθώος ή Ένοχος» (1989). Τον ρόλο του Αριστείδη Παγκρατίδη στη βραβευμένη ταινία υποδύθηκε ο Σπύρος Δρόσος ενώ το καστ συμπληρώθηκε από ονόματα όπως: Γιάννης Μπέζος, Δέσπω Διαμαντίδου, Τιτίκα Βλαχοπούλου, Όλγα Τουρνάκη, Ντίνος Καρύδης, Γιώργος Μούτσιος. Το έργο βασίστηκε στη δημοσιογραφική έρευνα του Κώστα Τσαρούχα, από την οποία προέκυψαν στοιχεία υπέρ της άποψης περί αθωότητας του  Παγκρατίδη. Από τη σκηνή της εκτέλεσης στην ταινία «Αθώος ή Ένοχος» (1989)

Read more at: http://parallaximag.gr/thessaloniki/50-chronia-apo-tin-ektelesi-pou-sygklonise-ti-thessaloniki

Πώς κινείται ιστορικά η εργατική τάξη;

Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία Κύρια

 Κομβικές εξάρσεις του εργατικού κινήματος

Διερεύνηση των όρων ανάταξης του κοινωνικού κινήματος

Τρία χρόνια μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας και την ολοσχερή μνημονιακή του μεταστροφή, την μετατόπισή του δηλαδή στο αντίπαλο στρατόπεδο της αστικής πολιτικής, διαπιστώνεται η αδρανοποίηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος στην αντιμετώπιση των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών της τελευταίας οκταετίας. Παράλληλα είναι περισσότερο από προφανές ότι η ανατροπή και ακύρωση των θεμελιωδών συνεπειών τους (υψηλή ανεργία, κατεδάφιση εργασιακών σχέσεων, μειώσεις μισθών και αποψίλωση συντάξεων, ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων κλπ.), παρόλες τις τοποθετήσεις των σχηματισμών του αριστερού κινήματος και των ταξικών εργατικών παρατάξεων, δεν μπορεί να αναδειχθεί παρά με αφετηρία και στην βάση της κίνησης του λαϊκού παράγοντα, η οποία προς ώρας δεν εμφανίζεται στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο.

Η αιτιολογία αυτής της λαϊκής κινηματικής παράλυσης, που έχει ήδη αναλυθεί, συνοπτικά εντοπίζεται : Στο μείζον πολιτικό πλήγμα που έχει επιφέρει το ιστορικά πρωτοφανές γεγονός της ανάδειξης ενός αριστερού κόμματος στην κυβερνητική εξουσία και της ευθύς εξ αρχής υιοθέτησης της πολιτικής γραμμής των αντίπαλων νεοφιλελεύθερων κομμάτων (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), της ελληνικής αστικής τάξης και των υπαγορεύσεων των ευρωπαϊκών οικονομικών κέντρων. – Στη νίκη που έχει πραγματοποιήσει το κεφάλαιο επί της εργασίας, με την έκλυση της μαζικής ανεργίας που έχει προέλθει από τις εκκαθαριστικές λειτουργίες της κρίσης υπερσυσσώρευσης και τις δρακόντειες δημοσιονομικές πολιτικές. – Την σταδιακή παραφθορά μέχρις εσχάτων του εργατικού συνδικαλισμού στην καπιταλιστική παραγωγή, αλλά και την άπνοια που διακρίνει το εργατικό κίνημα στον δημόσιο τομέα, παρόλη την στοιχειώδη του φορμαλιστική υπόσταση σ’ αυτόν. – Τον κατακερματισμό των εργατικών ταυτοτήτων που απορρέει από την ουσιαστική πανσπερμία πλέον των μορφών απασχόλησης (προσωρινή και μερική απασχόληση, μαύρη εργασία κ.ά.) που εμποδίζουν την ενιαία αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων. – Την δίχως ιστορικό προηγούμενο αφερεγγυότητα και αναξιοπιστία, την «εξαφάνιση» από το προσκήνιο των μηχανισμών του θεσμικού εργοδοτικού και μνημονιακού συνδικαλισμού όπως διαμορφώνονται σε τριτοβάθμιο επίπεδο (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ), και της πλήρους απροθυμίας και αδυναμίας να τροφοδοτήσουν τη οποιαδήποτε μορφή αντίστασης της μισθωτής εργασίας. – Τον διαχωρισμό και τις ασύμπτωτες πορείες που ακολουθούνται στο επίπεδο των ταξικών εργατικών παρεμβάσεων και κινήσεων από τις δυνάμεις των αγωνιστικών κοινωνικών παρατάξεων.

 

Όλη αυτή η αναφορά δεν γίνεται για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι έχει κλείσει ο κύκλος του κινηματικού εργατικού συνδικαλισμού, όπως είχε αναδειχθεί στην πρώτη περίοδο των μνημονίων. Ούτε εξίσου γίνεται για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι εφόσον το λαϊκό κίνημα έχει παροπλισθεί, θα πρέπει να στραφούμε ολοσχερώς προς πολιτικές αριστερές διαδικασίες ανάταξης των πραγμάτων, γιατί αυτές δεν μπορούν να γίνουν χωρίς μια ενεργό κοινωνική έδραση. Και κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί κανείς, κατά τρόπο ανεκδιήγητο, και εν πολλοίς πέραν της φυσιογνωμίας της Αριστεράς και της εργατικής τάξης, να αναζητήσει διεξόδους στα συλλαλητήρια του εθνικισμού και νεοναζισμού, της ακροδεξιάς, του εκκλησιαστικού σκοταδισμού, των στρατοκρατικών αντιλήψεων κ.ά. που είναι προϊόν της ήττας του αντιμνημονιακού λαϊκού κινήματος, και σε καμία περίπτωση «στρεβλής» ανάδειξης των επιδιώξεων του λαϊκού παράγοντα. Θεμελιακή επιδίωξη είναι η διερεύνηση των σημερινών υλικών όρων, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών για την επανεμφάνιση της εργατικής λαϊκής δυναμικής, κινητήριας δύναμης για οποιαδήποτε εναλλακτική αντιμνημονιακή, ριζοσπαστική, σοσιαλιστική πορεία χειραφέτησης του εργαζόμενου λαού. Μ’ αυτή την έννοια, σ’ αυτή την σημερινή δυσχερέστατη, από την άποψη των ταξικών συσχετισμών, συγκυρία, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στην 45χρονη πορεία της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας, και να προσεγγίσουμε αυτούς τους όρους ιστορικής κίνησης της εργατικής τάξης, ως οδηγό για την σημερινή ανάταξη.

Εργατικός ριζοσπαστισμός σε σοσιαλδημοκρατική διέξοδο

Α) Η πρώτη μεταπολιτευτική μαζική ανάδειξη του κινήματος της εργατικής τάξης, και μάλιστα με μορφές εξαιρετικά πρωτοποριακές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναδείχθηκε στην δεκαετία 1975 – 85, με την φαντασμαγορική εξάπλωση των εργοστασιακών σωματείων καθώς και εκείνων των δημόσιων κοινωφελών επιχειρήσεων, που συνδέθηκαν οργανικά με την ανερχόμενη σοσιαλδημοκρατία. Το κίνημα αυτό κατόρθωσε κυρίαρχα να «νομιμοποιήσει» την συλλογική υπόσταση της μισθωτής εργασίας , κατά έναν τρόπο αντί-συντεχνιακό, δηλαδή διεπαγγελματικό (από την καθαρίστρια μέχρι τον μηχανικό), μέσα στην ίδια την καρδιά της εργοστασιακής παραγωγής. Με την μεταρρυθμιστική πολιτική «αλλαγή» του 1981 κατόρθωσε και επέβαλε μια ισχυρή βελτίωση των εργατικών αποδοχών, την πενθήμερη εβδομάδα εργασίας των 40 ωρών και τον δημοκρατικό συνδικαλιστικό νόμο (1264 / 1982) που ήρθε να αντικαταστήσει την προηγούμενη αντεργατική νομοθεσία (330 / 1976), και την εκκαθάριση του θεσμικού συνδικαλισμού από τον χουντικό μακρη-θεοδωρισμό.

Οι παράγοντες που οδήγησαν σ’ αυτή την γόνιμη εξέλιξη ήταν μεταξύ των άλλων : Το γεγονός ότι σ’ αυτή την περίοδο η εργατική ανεργία βρίσκονταν σε εντελώς χαμηλά επίπεδα (ανεργία τριβής του 3%), πράγμα που βοηθούσε στο ξεδίπλωμα της εργατικής συνδικαλιστικής συγκρότησης. – Η βιομηχανική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού που είχε προηγηθεί θέτοντας τέρμα στην θεωρία της «ψωροκώσταινας» και στην ενδημική μιζέρια ορισμένων αριστερών θεωριών της «υπανάπτυξης» και «εξάρτησης» της ελληνικής οικονομίας. – Στην απελευθέρωση ενός πολλαπλά καταπιεσμένου εργατικού δυναμικού από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας (1967 – 74), με αποτέλεσμα η εργατική τάξη μεταπολιτευτικά να αναδείξει πολυάριθμα εργοστασιακά «πολυτεχνεία» του λαϊκού ριζοσπαστισμού. – Η σύνδεση αυτής της κοινωνικής κίνησης με ένα αντι-δεξιό μεταρρυθμιστικό πολιτικό κίνημα, που λειτούργησε κάτω και από την ισχυρή πίεση της ενεργοποιημένης κινηματικά εργατικής τάξης (άλλο αν η κομμουνιστική Αριστερά εκείνης της περιόδου αδυνατούσε να τεθεί επικεφαλής αυτής της κίνησης). – Τέλος, η προβολή στο προσκήνιο μιας εκρηκτικής ιδεολογικής ριζοσπαστικοποίησης, απότοκος των Ιουλιανών και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, που έδινε ταξική αυτοπεποίθηση στις εργαζόμενες τάξεις, και το κυριότερο ανίχνευε δρόμους στρατηγικής απελευθέρωσης της μισθωτής εργασίας, δηλαδή σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Συνέτρεξαν άρα σ’ αυτή την περίπτωση ένα σύνολο «ευνοϊκών» παραγόντων που αξιοποίησε ο εργαζόμενος κόσμος για να αλλάξει τους ταξικούς συσχετισμούς προς όφελός του : Καπιταλιστική ανάπτυξη, χαμηλή ανεργία, πολιτική εκπροσώπηση του νέου εργατικού κινήματος, ανθοφορία των αριστερών ιδεολογιών διαφόρων αποχρώσεων. Το μόνο που απουσίασε και στάθηκε καθοριστικό για τις παραπέρα εξελίξεις των πραγμάτων ήταν η ανεπάρκεια διαδραμάτισης καθοριστικού και αποφασιστικού ρόλου αυτών των εργατικών συλλογικοτήτων μέσα στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο των πολιτικών μηχανισμών της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, η λειτουργία τους ως αντίβαρο στην μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική του πολιτική, ως ανάχωμα στον βαθύτερο πολιτικό του ρόλο για την επιδίωξη της «μακροπρόθεσμης σταθεροποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής». Ο πρωτογενής και νευραλγικός παράγων ( = κινητοποιημένη εργατική τάξη) μετατράπηκε σε δευτερογενή υποτελή «συγγενή» της πολιτικής, διοικητικής και κοινοβουλευτικής μορφής της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία δεν άργησε να εγκαταλείψει ατάκτως τον μεταρρυθμισμό της και να προσχωρήσει στην πορεία προς τον μονεταρισμό και το νεοφιλελευθερισμό.

Ταξική αντιπαράθεση με την οικουμενική διακυβέρνηση ;

Β) Η δεύτερη έξαρση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος καταγράφεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, όπου άρχισε να υλοποιείται η μονεταριστική μεταστροφή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ως πρώτη μορφή προσχώρησης της σοσιαλδημοκρατίας στον αρχόμενο σε παγκόσμια κλίμακα νεοφιλελευθερισμό, συνέχεια των πολιτικών Μ. Θάτσερ και Ρ. Ρήγκαν. Αυτή η μεταστροφή, σε συνδυασμό με την ανάδειξη του κρίσιμου παραγωγικού ζητήματος των «προβληματικών» επιχειρήσεων (πτώση της καπιταλιστικής αποδοτικότητας εξ αιτίας της πρώτης μεταπολεμικά κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου), οδηγεί την μεγάλη πλειοψηφία της συνδικαλιστικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας (σωματεία βιομηχανίας και δημόσιων επιχειρήσεων) σε ανοιχτή ρήξη με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και καταλήγει στη δημιουργία της ΣΣΕΚ (Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Εργατοϋπαλληλική Κίνηση). Αυτή συγκροτεί συμμαχία με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις της Αριστεράς (ΕΣΑΚ με παρουσία στα κλαδικά συνδικάτα και ΑΕΜ κυρίως στο δημόσιο τομέα), και έτσι προκύπτει ταξική πλειοψηφία στο μεγαλύτερο μέρος των συνδικαλιστικών οργανώσεων της χώρας σε όλα τα επίπεδα εκπροσώπησης. Οι πολυσήμαντες πανεργατικές κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν διασφάλισαν μια δίχως προηγούμενο εργατική συμμετοχή και η δυναμική τους μπορούσε να αντιμετωπίσει ευθέως τον αρχόμενο νεοφιλελευθερισμό του ΠΑΣΟΚ και το νεοσυντηρητισμό της ΝΔ.

Ενώ λοιπόν τα πράγματα μετά το 1986 κινούνταν σε μία κατεύθυνση ισχυρής ανάπτυξης μιας ενωτικής ταξικής εργατικής δυναμικής, το κίνημα αυτό εξαντλήθηκε γιατί αντιμετώπισε την ολόπλευρη μεταστροφή της ενιαίας τότε Αριστεράς (ΚΚΕ + ΕΑΡ), προς τον κυβερνητισμό, τον εκσυγχρονισμό και την αναπτυξιολογία. Αντί η Αριστερά να αναλάβει την πολιτική εκπροσώπηση και την μαζική υποστήριξη αυτού του αντί – μονεταριστικού κινήματος, μετατράπηκε σε «αρχάγγελο της κάθαρσης» και μάλιστα συμμάχησε στο κυβερνητικό επίπεδο αρχικά με την αντιδραστική ΝΔ (κυβέρνηση Τ. Τζανετάκη) και στη συνέχεια και με το ΠΑΣΟΚ (οικουμενική κυβέρνηση Ξ. Ζολώτα). Αντί δηλαδή να αποσταθεροποιήσει την κλονιζόμενη τότε αστική δικομματική κυριαρχία, ήρθε να γίνει αρωγός της «εξυγίανσης» και αποκατάστασης της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος, συμβάλλοντας στην διάνοιξη του δρόμου για την αναρρίχηση της μετωπικής συντηρητικής παράταξης στην εξουσία το 1990, κόβοντας ταυτόχρονα τους δεσμούς με την εργατική βάση της σοσιαλδημοκρατίας που και τότε στρέφονταν προς τα «αριστερά».

Το συμπέρασμα από αυτή την δεύτερη περίπτωση έξαρσης του εργατικού κινήματος, και στη συνέχεια εκφυλισμού του, είναι ότι η ταξική εργατική κινητοποίηση δεν μπορεί να ανοίξει ευρύτερους ορίζοντες εφόσον στερείται πολιτικής διεξόδου, την οποία το μεν ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε με την υιοθέτηση του μονεταρισμού, η δε «ενωμένη» Αριστερά της γύρισε την πλάτη μια και ήθελε να δοκιμάσει την τύχη της στις συγκυβερνήσεις με τις δυνάμεις του αστικού δικομματισμού. Βέβαια σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να τεθεί το ζήτημα της ευθείας πολιτικής αντικαπιταλιστικής υποκειμενοποίησης του ίδιου του εν κινήσει εργατικού κινήματος. Ωστόσο δεν υπήρχαν πλέον τέτοιοι υποκειμενικοί όροι για ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, εφόσον οι αριστερές συνδικαλιστικές παρατάξεις «αποσύρθηκαν» χάριν του Κοινού Πορίσματος ΚΚΕ και ΕΑΡ, οι δε δυνάμεις που μαζικά είχαν αποχωρήσει από την ΠΑΣΚΕ ξαναπήραν τον δρόμο της επιστροφής στην «πατρώα γη», παίρνοντας ως ανταλλάγματα βουλευτικές έδρες, υπουργικές θέσεις και διοικητικά πόστα στον αστερισμό της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ.

Το κύκνειο άσμα του μεταρρυθμιστικού εργατικού κινήματος

Γ) Η τρίτη περίπτωση που το κίνημα της μισθωτής εργασίας ήρθε εκ των πραγμάτων στο προσκήνιο με εξαιρετικά μαζικούς όρους, πραγματοποιώντας την μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση στα σαράντα πέντε χρόνια της μεταπολιτευτικής διαδρομής της χώρας, ήταν η συγκυρία του Απριλίου 2001 με την πανεργατική κινητοποίηση όλων των συνδικαλιστικών φορέων απέναντι στην επιχειρούμενη βαθειά μετάλλαξη του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος (σχέδιο νόμου Τ. Γιαννίτση). Ήταν από τις ελάχιστες ιστορικές φορές που μια τόσο μεγάλων διαστάσεων πανελλαδική απεργία υποχρέωσε εντός της ημέρας την εκσυγχρονιστική και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του Κ. Σημίτη να ανακρούσει πρύμναν και να αποσύρει αυτή την αντί – ασφαλιστική μεταρρύθμιση (συνέχεια των προηγούμενων του 1990 – 93 του Δ. Σιούφα).

Ωστόσο όμως από ό,τι αποδείχθηκε στην συνέχεια επρόκειτο για το «κύκνειο άσμα» του εργατικού συνδικαλισμού της εποχής, στο μέτρο που οι δυνάμεις της μεταρρυθμιστικής εργατικής σοσιαλδημοκρατίας είχαν ήδη μπει στην τροχιά του μετασχηματισμού τους στον μετέπειτα ανοιχτό εργοδοτικό και συναινετικό συνδικαλισμό, η δε Αριστερά, πολιτικά και συνδικαλιστικά, δεν είχε πλέον την δυναμική να διαμορφώσει μια προοπτική διεξόδου απέναντι στον κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό. Άλλωστε, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, μέσα στην επόμενη διετία, η κυβέρνηση του εκσυγχρονισμού και της ενσωμάτωσης του ελληνικού καπιταλισμού στην ΟΝΕ (μεταίχμιο του 2000), δεν άργησε να εισάγει εκ νέου το νομοσχέδιο Δ. Ρέππα για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που και υπερψηφίστηκε, σηματοδοτώντας την απαρχή όλων των μετέπειτα αλλαγών αποψίλωσης των εργατικών ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Σε κάθε περίπτωση ήταν πλέον η εποχή μιας έντονα κερδοφόρας ανάκαμψης του ελληνικού κεφαλαίου από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι την έναρξη της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης (2008), υλοποίησης των μεγάλων τεχνικών έργων υποδομών, και του μπλοκαρίσματος των εργατικών συνδικαλιστικών διεκδικήσεων. Πλέον η μισθωτή εργασία στρέφονταν στην δεκάωρη καθημερινή και εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία, προκειμένου να βελτιώσει τους όρους ζωής της μέσα από την υπερεργασία, και όχι δια μέσου των ταξικών εργατικών κινητοποιήσεων, πράγμα που συνέβαλε σε μια ισχυρή απονεύρωση του εργατικού κινήματος. Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ήδη αρχίσει να αλώνει εργατικές συνειδήσεις και πρακτικές…

Εργατική προοπτική που μετακόμισε στο νεοφιλελευθερισμό

Δ) Η τελευταία περίπτωση σπουδαίας έξαρσης των εργατικών κινητοποιήσεων στάθηκαν οι συνεχόμενες πανελλαδικές απεργίες της περιόδου Άνοιξη 2010 – Άνοιξη 2012, απέναντι στα μέτρα του πρώτου και δεύτερου μνημονίου του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Παρόλη την μαζικότητα και τον επίμονο χαρακτήρα τους δεν κατόρθωσαν ευθέως να ακυρώσουν την ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων των δύο μνημονίων, ωστόσο προκάλεσαν την ολοσχερή απονομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, την εκλογική της καταβαράθρωση και την αναζήτηση πολιτικής διεξόδου από τον εργαζόμενο λαϊκό κόσμο «προς τα αριστερά» και εν προκειμένω στον ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα αυτός να εκτοξευθεί εκλογικά και να καταλάβει την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (27% του Ιουνίου 2012).

Ωστόσο από εκεί και πέρα και μέχρι σήμερα, τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετική τροχιά, εφόσον αυτή η αριστερή στροφή νοήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ μονοδιάστατα ως «εκλογική» έκφραση και επιλογή, μια και ο ίδιος προσανατολίστηκε στον εκλογικισμό, τον κυβερνητισμό και τον κοινοβουλευτικό δρόμο (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015). Αυτή η πολιτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να επανατροφοδοτήσει την στήριξη και ενίσχυση του εργατικού κινήματος που είχε υποστεί μια «αγωνιστική κόπωση», αντί να διαμορφώσει οργανικές (και όχι μόνον εκλογικές) σχέσεις εκπροσώπησης με την εργατική τάξη, χρησιμοποίησε την πλειοψηφική εργατική ψήφο για την υπηρέτηση των δικών του υποκειμενικών σκοπών, των σχεδιασμών της ηγεμονικής μικροαστικής εκσυγχρονιστικής τεχνοκρατίας : Η εργατική τάξη ήταν ευπρόσδεκτη για τον ΣΥΡΙΖΑ μόνον ως «εκλογική πελατεία» και όχι ως η πρωταρχική κοινωνική δύναμη ριζοσπαστικών λαϊκών μετασχηματισμών. Η παρουσία της μισθωτής εκτελεστικής εργασίας εντός της πολιτικής υποκειμενικότητας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς ήταν το λιγότερο περιθωριακή, έναντι των κυρίαρχων στρωμάτων της μικροαστικής διανοητικής εργασίας, που ως εκ της ταξικής τους φύσης διέπονταν από κατευθύνσεις αστικού εκσυγχρονισμού, ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενσωμάτωσης, τεχνοκρατικού εξορθολογισμού, εν ολίγοις ό,τι συγκροτεί μια αστική πολιτική.

Έτσι στο διάστημα αυτό επήλθε ένας «παροπλισμός» του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, η συστηματική καλλιέργεια μιας στάσης κοινοβουλευτικής «αναμονής» (από την αξιωματική αντιπολίτευση στην κοινοβουλευτική διακυβέρνηση), εξαφανίζοντας από το προσκήνιο τον θεμελιώδη παράγοντα (=κίνηση εργατικής τάξης) ακόμη και στην οπτική μιας υποτιθέμενης «αριστερής εκδοχής» του ούτως ή άλλως αναποτελεσματικού ευρωκομμουνισμού. Κι’ ακόμη περισσότερο στην επόμενη κυβερνητική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ (Ιανουάριος 2015 – Ιανουάριος 2018), η καθολική μνημονιακή μεταστροφή του (σπάνια περίπτωση κόμματος που εκλέγεται στη διακυβέρνηση μιας χώρας και αναλαμβάνει να εφαρμόσει επακριβώς την πολιτική των αντιπάλων του), επέφερε το χειρότερο πλήγμα που θα μπορούσε να δεχθεί ο εργαζόμενος και άνεργος κόσμος, από τον ίδιο τον πολιτικό σχηματισμό που είχε πλειοψηφικά ψηφίσει. Αυτή είναι η κύρια πολιτική αιτία που επέφερε όπως ήταν φυσικό την αδράνεια και παράλυση του εργατικού κινήματος στα τρία τελευταία χρόνια που σημαδεύτηκαν από την εφαρμογή του τρίτου υπέρ – μνημονίου.

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι δεν μπορεί να αναδειχθεί μια λαϊκή ριζοσπαστική εναλλακτική λύση από πολιτικές δυνάμεις που διέπονται από την μικροαστική εκσυγχρονιστική και τεχνοκρατική ηγεμονία, που εκ της ταξικής τους φύσεως είναι η «εμπροσθοφυλακή» της αστικής στρατηγικής, είναι οι «διαμεσολαβητές» της αστικής κοινωνικής εξουσίας, ακόμη και αν εκπροσωπούν «εκλογικά» τα λαϊκά εργαζόμενα στρώματα. Δεν πρόκειται για θέμα βούλησης ή προθέσεων, ούτε για «προδοσίες» και «κωλοτούμπες», αλλά για την αναπότρεπτη πολιτική συνέπεια των ταξικών δυνάμεων που κυριαρχούν στο εσωτερικό τους. Αντιμνημονιακές αλλαγές τελικά ή ακόμη περισσότερο αντικαπιταλιστικοί μετασχηματισμοί δεν μπορούν να προωθηθούν, με βάση την υπαρκτή πλέον τραγική εμπειρία, παρά από πολιτικούς σχηματισμούς που έχουν οργανικές σχέσεις με την εργατική τάξη, βασίζουν την τακτική τους στο έδαφος κινηματικών λαϊκών διαδικασιών, έχουν κατοχυρωμένο στο εσωτερικό τους τον πρωτεύοντα ρόλο ταξικών δυνάμεων των «από κάτω» και όχι μικροαστών τεχνοκρατών και εκσυγχρονιστών, και δεν εξαντλούν τη στρατηγική τους στο αστικό πολιτικό παιχνίδι, αλλά εισάγουν παράλληλα τη διάσταση του εργατικού ελέγχου και εξουσίας ως θεμελιακή παράμετρο και δικλείδα ασφαλείας της όποιας αριστερής διαδικασίας μετάβασης.

https://newreport.gr/%CE%B1%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%BF%CE%B9/120226/pos-kineitai-istorika-ergatiki-taksi/

Εργαζόμενοι – Αριστερά : Ιστορία προσδοκιών – διαψεύσεων

Από ολόκληρη αυτή την συνοπτική ιστορική κριτική αναφορά προκύπτει ότι η αναγκαία κίνηση της εργατικής τάξης δεν είναι ένα μονοδιάστατο «συνδικαλιστικό» φαινόμενο, όπως αρέσκονται να το εμφανίζουν ορισμένοι φορείς του αριστερού κινήματος, αλλά απεναντίας ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, όπου διαπλέκονται οι παράμετροι της πολιτικής, της ιδεολογίας και του κοινωνικού κινήματος. Καθοριστικό ζήτημα για μια τέτοια κίνηση είναι το επίπεδο ανεργίας της μισθωτής εργασίας, που από ό,τι προκύπτει όταν είναι χαμηλό και συνοδεύεται από μια ορισμένη καπιταλιστική ανάπτυξη καθιστά ευχερέστερη αυτή την κίνηση, ενώ όταν σκαρφαλώνει σε διψήφια νούμερα, οδηγεί σε παραλυτική επίδραση του εφεδρικού στρατού των ανέργων επί της ενεργού εργασίας. Παράλληλα οι μορφές συλλογικής υπόστασης των εργαζομένων διαδραματίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο : Εκείνες που διασφαλίζουν την ενιαία οργάνωση του συλλογικού εργάτη μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου (εργοστασιακά σωματεία και κλαδικά διεπαγγελματικά συνδικάτα) έχουν μεγαλύτερη μαζικότητα και αποτελεσματικότητα, ενώ εκείνες που βασίζονται στην ομοιοεπαγγελματική οργάνωση (χειριστών, μηχανικών, οδηγών, γιατρών, λογιστών κλπ.), διέπονται από συντεχνιακά και άρα αναποτελεσματικά, ως επί το πλείστον χαρακτηριστικά. Τέλος η ίδια η ένταση των ακολουθούμενων αστικών πολιτικών, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων και γενικευμένης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που απειλούν την ίδια την συλλογική οργάνωση των εργαζομένων και τις πλέον βασικές ελευθερίες και δικαιώματά τους.

Εντούτοις, πέραν αυτών των παραγόντων που επιδρούν σημαντικά στην κίνηση της εργατικής τάξης, καθοριστικοί είναι οι επόμενοι παράγοντες : Οι σχέσεις εκπροσώπησης των τμημάτων της μισθωτής εργασίας με τα αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, καθώς και οι όροι ιδεολογικής ηγεμονίας που κυριαρχούν σε μια ορισμένη περίοδο και συγκυρία. Αυτοί καθορίζουν και τις μορφές πολιτικής ολοκλήρωσης των εργατικών ταξικών συμφερόντων ή απεναντίας ποδηγέτησής τους σε διαφοροποιημένες κατευθύνσεις. Κύριο δεδομένο στην μέχρι σήμερα 45χρονη μεταπολιτευτική πορεία του ελληνικού εργατικού κινήματος, είναι ότι οι εργατικές εκπροσωπήσεις «χρησιμοποιήθηκαν» από τα κόμματα που επαγγέλθηκαν τη λαϊκή πολιτική, τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ακόμη περισσότερο την οικονομική απελευθέρωση, ως εργαλεία άσκησης αστικών πολιτικών, ή σε κάθε περίπτωση αποχής υλοποίησης ενός τέτοιου ρόλου.

 

Κανένας πολιτικός σχηματισμός λαϊκής εργατικής αναφοράς δεν έχει ξεφύγει από αυτή την εξέλιξη. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ σε δύο τουλάχιστον ιστορικές συγκυρίες, και παρόλο που είχε κατακτήσει την πλειονότητα των εργατικών εκπροσωπήσεων, τους γύρισε την πλάτη και προσχώρησε σε ηπιότερες ή σκληρότερες εκδοχές του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Η μία περίπτωση ήταν εκείνη των μέσων της δεκαετίας του 1980, όπου επήλθε η «διάρρηξη του συμβολαίου με το λαό», και η μεταστροφή στο μονεταρισμό που τον ακολούθησε τελικά ο νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός. Η δεύτερη περίπτωση ήταν η εκλογική αναμέτρηση του Οκτωβρίου 2009 όπου το ΠΑΣΟΚ είχε κατορθώσει εκ νέου να εξασφαλίσει την ψήφο της εργατικής πλειοψηφίας (44%), και την «χρησιμοποίησε» προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου μέσα στην εξελισσόμενη κρίση υπερσυσσώρευσης και τις εξοντωτικές μνημονιακές πολιτικές.

Αλλά και οι σχηματισμοί της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΕΑΡ – ΣΥΝ – ΣΥΡΙΖΑ) δεν έμειναν πίσω : Σε μια πρώτη περίπτωση, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, ενώ το ενωτικό ταξικό εργατικό κίνημα ΕΣΑΚ – ΣΣΕΚ – ΑΕΜ πραγματοποιούσε πολυσήμαντες απεργιακές κινητοποιήσεις απέναντι στον μονεταρισμό, οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της «ενωμένης» Αριστεράς άνοιγαν πανιά για την συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, και έτσι στη μεν ΝΔ άνοιγαν τον δρόμο στην κυβέρνηση, το δε ΠΑΣΟΚ το οδήγησαν στον «εξαγνισμό» και στη νεκρανάστασή του. Στη δεύτερη περίπτωση (Ιούνιος 2012), όταν ολόκληρη η λαϊκή βάση της σοσιαλδημοκρατίας κατευθύνθηκε «προς τα αριστερά», το ΚΚΕ όρθωσε τοίχο απροσπέλαστο για να διατηρήσει το «ερμητικά κλειστό του φρούριο», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε όλη αυτή την εκλογική μετατόπιση, θέτοντάς την όμως στη συνέχεια στην ανοιχτή υπηρεσία της αστικής μνημονιακής πολιτικής. Τέλος σε μια τρίτη περίπτωση (Ιούλιος 2015), όταν η εργατική τάξη με όλα τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα βροντοφώναξε το «όχι» στο τρίτο μνημόνιο, με τα δύο-τρίτα της εκλογικής ετυμηγορίας, το μεν ΚΚΕ προπαγάνδιζε την «αποχή – άκυρο – λευκό» ( = πολιτική αυτοκτονίας των κομμουνιστών), ο δε ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεπε το μεγαλειώδες «όχι» στο ταπεινωτικό «ναι» του τρίτου μνημονίου (Αύγουστος 2015).

Αριστερά στην υπηρεσία της εργατικής ανασύνταξης

1)Άρα καθοριστικής και κυρίαρχης σημασίας ζήτημα για την προαγωγή των τακτικών αντιμνημονιακών και στρατηγικών σοσιαλιστικών στόχων της εργατικής τάξης είναι οι σχέσεις της αντιπροσώπευσης με τα κόμματα της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, που και τα τρία κατέδειξαν την ιστορική τους αχρηστία, από τη σκοπιά βέβαια των λαϊκών συμφερόντων, για να χρησιμοποιήσουμε τον ηπιότερο δυνατό χαρακτηρισμό. Πολύ περισσότερο σήμερα όπου η κοινωνική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δυσχεραίνει τα μέγιστα την κίνηση της εργατικής τάξης : Πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και ολοσχερής αθέτηση των λαϊκών του δεσμεύσεων. – Μαζική ανεργία με παραλυτική επίδραση στους ενεργούς εργαζόμενους. – Ισχυρή νεοφιλελεύθερη ηγεμονία σε ένα μέρος των εργατικών συνειδήσεων. – Πολυμορφία των εργατικών ταυτοτήτων στους επιμέρους τομείς απασχόλησης. – Απαξίωση και αναξιοπιστία των θεσμών του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. – Εισοδηματικές μειώσεις μισθών και συντάξεων που καθιστούν το «κόστος κινητοποίησης» εξαιρετικά υψηλό κλπ. Έτσι, ενώ στις προηγούμενες περιπτώσεις η κίνηση της εργατικής τάξης προέκυπτε εγγενώς από τις ίδιες τις συνθήκες του ταξικού ανταγωνισμού, στη σημερινή συγκυρία οι εγγενείς ροπές προς την εργατική υποκειμενοποίηση τείνουν να ακυρώνονται στην γέννησή τους, εξ αιτίας της επίδρασης όλων των παραγόντων που έχουν καταγραφεί.

Γι’ αυτό πρόκειται για μία περίοδο όπου η Αριστερά, εάν επιθυμεί να συμβάλει στη διάνοιξη οδών για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, χρειάζεται, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά να κινηθεί πρωτίστως στην κατεύθυνση υποστήριξης αυτής της εργατικής ανάταξης, αν θέλει βέβαια να έχει ένα πρόσφορο έδαφος για την διασφάλιση ουσιαστικών πολιτικών εκπροσωπήσεων, διαφορετικά ο πολιτικός της λόγος (αντιμνημονιακός, ριζοσπαστικός, αντικαπιταλιστικός) θα πέφτει στο «κενό». Κατά συνέπεια, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι σήμερα, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους της μεταπολίτευσης, που οι εργατικές κινητοποιήσεις έρχονταν από μόνες τους στο προσκήνιο, και η Αριστερά επιχειρούσε να τις «εκπροσωπήσει» με τους όρους που η κάθε της έκφραση θεωρούσε προσφορότερους, η Αριστερά οφείλει να ανταποκριθεί σε ένα πολύ δυσκολότερο έργο, να διαμορφώσει δηλαδή το κοινωνικό έδαφος στο οποίο να μπορούν να βλαστήσουν αυτές οι πολιτικές «εκπροσωπήσεις».

Μεταβατική μορφή υποκειμενοποίησης της εργατικής τάξης

2)Το δεύτερο μείζον ζήτημα που προκύπτει από όλη την προηγούμενη ιστορική αναδρομή είναι οι όροι διαμόρφωσης των σχέσεων κοινωνικού κινήματος και αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, που σε όλες τις περιπτώσεις λειτούργησαν σε βάρος της πραγμάτωσης των εργατικών ταξικών συμφερόντων. Είναι δηλαδή καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση ανάδειξης στο πολιτικό επίκεντρο του εργατικού κινήματος, αυτό, μετά από τις κινητοποιήσεις του, εξαντλούσε την δυναμική του στις κοινοβουλευτικές εκπροσωπήσεις της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς, στις οποίες και εναπόθετε τον ρόλο του κυβερνητικού φορέα πραγμάτωσης των επιδιώξεών του. Εντούτοις σε όλες τις περιπτώσεις, αυτοί οι φορείς λειτούργησαν ως εργαλεία ουσιαστικά αστικής ενσωμάτωσης και σε τελική ανάλυση ματαίωσης των εργατικών προσδοκιών. Βέβαια, η ασφαλέστερη περίπτωση για την υλοποίηση των λαϊκών κοινωνικών αναγκών σε μια φάση έξαρσης του κοινωνικού κινήματος, θα μπορούσε να υπηρετηθεί από μορφές πολιτικής υποκειμενοποίησης της ίδιας της εργατικής τάξης, στη λογική ότι η χειραφέτησή της είναι έργο της ίδιας.

Παρόλα αυτά δεν καταγράφηκαν τέτοιας μορφής διαδικασίες στα 45 χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου, με εξαίρεση εκείνην των μέσων της δεκαετίας του 1980 με την περίπτωση της ΣΣΕΚ, που επιχείρησε να συγκροτήσει ευρύτερο Μέτωπο Εργαζομένων και Κόμμα Εργαζομένων, πράγμα όμως που δεν ευδοκίμησε, αν και κατατέθηκε ως μια πολιτική υποθήκη. Οι αιτίες για την αδυναμία μέχρι σήμερα του κόσμου της μισθωτής εργασίας να αναδειχθεί αυτή φορέας υλοποίησης των επιδιώξεών της, αντί της επένδυσης των εργατικών κινητοποιήσεων σε σοσιαλδημοκρατικούς ή αριστερούς σχηματισμούς είναι πολλαπλές, μεταξύ των οποίων μπορεί να διακρίνει κανείς : Το γεγονός ότι η εργατική τάξη εξ ορισμού και από την ίδια της την ταξική φύση συγκροτείται πλειοψηφικά από τα στρώματα της εκτελεστικής / χειρωνακτικής εργασίας, τα οποία στερούνται του γνωστικού επιστημονικού εκείνου μορφωτικού κεφαλαίου, που είναι αναγκαίο για την ταξική αυτοπεποίθηση και την διαχειριστική πολιτική ικανότητα. Αυτό με δεδομένο ότι οι δυνάμεις της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας τοποθετούνται ως επί το πλείστον στον πόλο της διευθυντικής εξουσίας του κεφαλαίου, και εκ των πραγμάτων λειτουργούν στην κατεύθυνση υπηρέτησης της καπιταλιστικής στρατηγικής, ανεξαρτήτως ενδεχόμενων υποκειμενικών προθέσεων.

Από την άλλη πλευρά η εργατική τάξη είναι εκ των πραγμάτων υποταγμένη στην εργοδοτική εξουσία και δεσμευμένη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, δηλαδή είναι θεσμικά αποκομμένη από οποιαδήποτε διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής διεύθυνσης. Μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αυτός ο ρόλος απονέμεται στα πολιτικά κόμματα εκπροσώπησης των κοινωνικών τάξεων, τα οποία, ακόμη και στην μεταρρυθμιστική, λαϊκή, ριζοσπαστική τους εκδοχή καταλήγουν στην υπηρέτηση των πολιτικών του αστικού κράτους, χωρίς σπουδαίες δυνατότητες διαφυγής από αυτό τον ρόλο. Τέτοιες υπήρξαν οι περιπτώσεις της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά, καθώς και από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 και στη συνέχεια, τέτοια υπήρξε και η περίπτωση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία τριετία 2015 – 18.

Πρώτα από όλα εργατική εξουσία εντός της Αριστεράς

3) Επιπρόσθετα δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς το υπαρκτό γεγονός ότι εξ αυτών των λόγων, οι πολιτικοί μηχανισμοί των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς (κοινοβουλευτικοί, διοικητικοί, κυβερνητικοί), συγκροτούνται σχεδόν αποκλειστικά από εκπροσώπους των μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας (μηχανικούς, δικηγόρους, οικονομολόγους, πανεπιστημιακούς, γιατρούς κλπ.), που αναλαμβάνουν τον ρόλο της «διαμεσολάβησης» των λαϊκών συμφερόντων στο πεδίο της αστικής κρατικής διαχείρισης. Φυσικά η ίδια σύνθεση και ρόλος αναδεικνύονται και στις περιπτώσεις αριστερών κομμάτων του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, των οποίων οι μηχανισμοί απαρτίζονται από πολιτικές γραφειοκρατίες μακροχρόνιου χαρακτήρα, οι οποίες εκ των πραγμάτων λειτουργούν κατά έναν αντίστοιχο τρόπο με τα προηγούμενα στρώματα της μικροαστικής διανοητικής εργασίας.

Οι πολιτικοί αυτοί μηχανισμοί είναι «αποξενωμένοι» από την εργατική τάξη, ενώ ταυτόχρονα ανήκουν στην κορυφή της πυραμίδας του αστικού ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, κατέχοντας ακριβώς τη δεύτερη θέση αμέσως μετά την τάξη των καπιταλιστών. Φυσιολογικό επακόλουθο είναι ότι όταν αυτοί οι μηχανισμοί αυτών των στρωμάτων εισέλθουν στο πεδίο της διαχείρισης του αστικού κράτους, να κάνουν εγγενώς αυτό που γνωρίζουν από την ίδια τους την ταξική φύση, δηλαδή να επιτελούν λειτουργίες διεύθυνσης, διαχείρισης, ιεραρχικής οργάνωσης, εξορθολογισμού, ανάπτυξης κλπ. Ακόμη και αν είναι φορείς μιας ορισμένης ακαδημαϊκής ανάγνωσης ενός ορισμένου μαρξισμού, τον χρησιμοποιούν για την «νομιμοποίηση» των αστικών κρατικών πρακτικών τους : Ο αστερισμός του σημερινού κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ είναι το πλέον εύγλωτο παράδειγμα όπου οι μαρξίζοντες αριστεροί χρησιμοποιούν την αριστεροσύνη τους για να «νομιμοποιήσουν» την μνημονιακή και νεοφιλελεύθερη πολιτική τους διαχείριση.

Συμπερασματικά, ένας πολιτικός σχηματισμός λαϊκής αναφοράς, πέραν των αυτόκλητων προσδιορισμών του (κομμουνιστικός, αντικαπιταλιστικός, αριστερός, ριζοσπαστικός), δεν μπορεί να συντίθεται παρά από τμήματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, των ανέργων, της νεολαίας, των αυτοαπασχολουμένων, των συνταξιούχων κλπ., ωστόσο δεν μπορεί να έχει στο επίκεντρό του τις μικροαστικές τάξεις και τα μικρομεσαία στρώματα. Αυτά τα τελευταία διαθέτουν επαρκέστατες εκπροσωπήσεις στο πολιτικό φάσμα των αστικών κομμάτων (ΝΔ, ΔΗΣΥ, Ποτάμι, ΣΥΡΙΖΑ), και δεν χρειάζεται η Αριστερά να αποτελεί γι’ αυτά μια νέα μορφή πολιτικής εκπροσώπησης. Άλλωστε τα λαϊκά στρώματα αυτής της αναφοράς είναι ήδη επαρκέστατα στην ταξική δομή της ελληνικής κοινωνίας, και στο πολιτικό επίπεδο καθαρά αποτυπώθηκαν στην μεγάλη πλειοψηφία του 62% του αντιμνημονιακού δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015.

Η Αριστερά δεν μπορεί να «καθοδηγεί», να «εκπροσωπεί», να «αναφέρεται» σ’ αυτά τα υποτελή κοινωνικά στρώματα, αλλά να αποτελεί «σάρκα από τη σάρκα» τους, να συντίθεται και να επικαθορίζεται από αυτά. Προφανέστατα συνεκτικός ιστός αυτών των λαϊκών κατηγοριών δεν μπορεί παρά να είναι αφενός οι πρακτικές της ταξικής διαπάλης σε όλα τα επίπεδα, καθώς και οι οργανικές σχέσεις με τα ρεύματα της προλεταριακής μαρξιστικής διανόησης, εντούτοις μακράν των εκπροσώπων ενός ορισμένου ακαδημαϊκού μαρξισμού, που έχει χρησιμεύσει κατά κόρον στις τελευταίες δεκαετίες ως σκαλοπάτι για την πανεπιστημιακή και κοινωνική ανέλιξη των φορέων του. Η προλεταριακή μαρξιστική διανόηση δεν είναι μια επιστήμη όπως η αστική ιστορία, η φιλολογία ή φιλοσοφία, η οικονομία και κοινωνιολογία, των οποίων η γνώση παρέχει στους φορείς τους πλεονεκτικές θέσεις στον αστικό καταμερισμό εργασίας. Αντίθετα είναι η θεραπαινίδα του εργατικού εκπαιδευτικού και πολιτιστικού διαφωτισμού, ο υπηρέτης της γενικευμένης εργατικής χειραφέτησης, πάντοτε στο καμίνι των ίδιων των ταξικών ανταγωνισμών.

Ο εργαζόμενος κόσμος δεν μπορεί να κατέχει παρά πρωταρχική θέση εντός των αριστερών πολιτικών δομών με αποφασιστική γνώμη και αρμοδιότητες, πράγμα που δεν μπορεί να εκχωρείται τόσο σε γραφειοκρατικούς φορείς που συνήθως προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά μονιμότητας, όσο και σε μικροαστούς τεχνοκράτες οι οποίοι αναπαράγουν τον αστισμό εντός της Αριστεράς. Είναι τέτοιου είδους χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν έναν πολιτικό σχηματισμό ως αντικαπιταλιστικό ή ριζοσπαστικό κλπ., και όχι η αναπαραγωγή του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας του καπιταλισμού μέσα στις εργατικές λαϊκές συγκροτήσεις. Για να καταλήξεις να επιτύχεις την καθολική εργατική χειραφέτηση, χρειάζεται πρώτα να την πραγματώνεις μέσα στα ίδια σου τα πλαίσια, γιατί διαφορετικά η αναξιοπιστία και η αφερεγγυότητα σε περιμένει στη γωνία.

Οργανική σύζευξη αντιπροσωπευτικής και λαϊκής εξουσίας

4) Τέλος, η σχέση εργατικού κινήματος και αστικού κοινοβουλευτισμού παραμένει νευραλγικής σημασίας για τη τύχη των κάθε φορά λαϊκών επιδιώξεων και προσδοκιών. Είναι αναγκαίο βέβαια να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και της εμπεδωμένης λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτισμού, η διεκδίκηση της κατάκτησης της σχετικής πλειοψηφίας και της κυβερνητικής εξουσίας, αντιπροσωπεύει θεμελιώδη διάσταση της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, που ωστόσο είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος του αντιμνημονιακού και ριζοσπαστικού μετασχηματισμού. Μ’ αυτή την έννοια η παράκαμψη αυτής της διάστασης, και η παραπομπή της αριστερής στρατηγικής στο μελλοντικό «υπερπέραν», όταν θα έχει εγκαθιδρυθεί κατά έναν ανεξήγητο τρόπο η εργατική και λαϊκή εξουσία, που θα βάζει στην άκρη τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πάσχει από δύο απόψεις : Αφενός αντιπροσωπεύει μια πολιτική φαντασίωση ως ένα είδος θρησκευτικής «δευτέρας παρουσίας» που όλο και απομακρύνεται από τον χρονικό ορίζοντα. – Αφετέρου δεν δίνει καμία ορατή μεταβατική διέξοδο για την απαρχή πραγμάτωσης των λαϊκών επιδιώξεων στο ορατό ιστορικό παρόν.
Εντούτοις, παράλληλα όπως έχει περίτρανα αποδειχθεί, από μόνη της μια κοινοβουλευτική πολιτική αλλαγή, ακόμη και αν διαθέτει μια λαϊκή πλειοψηφία (π.χ. 36% στις βουλευτικές εκλογές και 62% στο δημοψήφισμα του 2015), είναι απαραίτητη αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την κυβερνητική πραγμάτωση των λαϊκών συμφερόντων. Αυτό τελικά προϋποθέτει την πλήρωση τουλάχιστον τριών προϋποθέσεων : Από τη μια πλευρά τον εργατικό χαρακτήρα της Αριστεράς, όχι μόνον σε διακηρυκτικό πολιτικό επίπεδο, αλλά και στην ίδια τη σύστασή της : Π.χ. την ίδια τη σύνθεση των κοινοβουλευτικών της εκπροσωπήσεων από αντιπροσώπους των εργατικών και λαϊκών εκφράσεών της, μακράν των μικροαστών εκσυγχρονιστών και τεχνοκρατών, καθώς και την κατοχύρωση στο εσωτερικό της την επιβολή της καθοριστικής παρουσίας των λαϊκών τάξεων, κατά έναν υποχρεωτικό καταστατικό τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, τον συνδυασμό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και πολιτικής διακυβέρνησης με μορφές εργατικής δημοκρατίας «σοβιετικού» τύπου, δηλαδή καθοριστικών εξουσιών στα εκλεγμένα θεσμικά όργανα των εργαζομένων, των ανέργων, της νεολαίας, των αυτοαπασχολουμένων αγροτών κλπ., εξουσιών τουλάχιστον ισότιμης βαρύτητας με αυτές της εθνικής αντιπροσωπείας. Αυτό το πρότυπο μεταβατικής εργατικής εξουσίας ουδόλως έχει αποτύχει ιστορικά, γιατί ακριβώς δεν εφαρμόστηκε καν στην περίπτωση της οκτωβριανής επανάστασης: Από τη μια πλευρά τα λαϊκά «σοβιέτ» τάχιστα αποστερήθηκαν των εξουσιών και νομοθετικών τους αρμοδιοτήτων και απονευρώθηκαν εξολοκλήρου, και από την άλλη πλευρά ολόκληρη η εξουσία (εκτελεστική + νομοθετική) συγκεντρώθηκε στα χέρια του «σοβναρκόμ», στερώντας την εργατική τάξη και τους αγρότες από τις δικές τους αντιπροσωπευτικές αποφασιστικές αρμοδιότητες και εξουσίες. Πολύ περισσότερο που αυτή η συγκεντρωτική διαδικασία συνδυάστηκε με την κατάργηση της συντακτικής εθνοσυνέλευσης, όπου μάλιστα σε κάθε περίπτωση πλειοψηφούσαν δημοκρατικά, σοσιαλιστικά, προοδευτικά ρεύματα και σχηματισμοί.

 

Τέλος τρίτη προϋπόθεση μιας τέτοιας διαδικασίας μετάβασης που συνδυάζει την αντιπροσωπευτική (όχι κατ’ ανάγκην αστική) κοινοβουλευτική δημοκρατία με την άμεση εργατική δημοκρατία, δεν μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα σε τελική ανάλυση, χωρίς την ευθύς εξ αρχής κοινωνικοποίηση των στρατιωτικών, αστυνομικών και δικαστικών μηχανισμών, και την αντικατάστασή τους από αντίστοιχους θεσμούς λαϊκής σύστασης και ελέγχου. Όλες οι υπαρκτές ιστορικές εμπειρίες μετάβασης καταδεικνύουν αυτή την αναγκαιότητα, τουλάχιστον στο επίπεδο αυτών των τριών κρατικών μηχανισμών (αφετηριακή συντριβή του αστικού κράτους), μακράν των γλυκανάλατων θεωριών περί «εκδημοκρατισμού» τους : Η μαρξιστική αντίληψη της «δικτατορίας του προλεταριάτου» σηματοδοτεί πρωταρχικά και αποκλειστικά τον μαρασμό των κρατικών μηχανισμών καθώς και την κοινωνική κυριαρχία της εργατικής τάξης, και ουδεμία σχέση έχει με την κατάπνιξη των πολιτικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, που αποτελούν θεμελιακή παράμετρο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, και μάλιστα στην πιο ολόπλευρη ανάπτυξή τους.

από την εφημερίδα Προλεταριακή Σημαία 

Κατά 5 τρισεκατομμύρια δολάρια ξεφούσκωσαν οι «φούσκες» των χρηματοπιστωτικών αγορών μέσα σε λίγες μόνο μέρες, στο πρόσφατο παγκόσμιο ξεπούλημα! Μέγεθος ενδεικτικό του χρηματοπιστωτικού τέρατος, δηλαδή του κυρίαρχου παρασιτικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Που όσο και αν εντείνει την εκμετάλλευση των εργατών, τη ληστεία λαών και χωρών, αδυνατεί εξαιτίας των δικών του εγγενών χαρακτηριστικών, εξαιτίας των αξεπέραστων και οξυνόμενων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, να βάλει την κλεμμένη του λεία στην πραγματική οικονομία. Οι φούσκες του τρίζουν λοιπόν ξανά και προειδοποιούν για νέα κραχ και νέα αδιέξοδα.

Και δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε πως αυτά τα τριξίματα «επικοινωνούν» με τα χτυπήματα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ανά τον πλανήτη και με τα εμπόδια που συναντά από τους ανταγωνιστές του. Όπως, για παράδειγμα, με την επιχείρηση «διόρθωσης των Δυτικών Βαλκανίων» που είναι σε πλήρη εξέλιξη και τμήμα της αποτελεί η λεγόμενη επίλυση του ζητήματος της πΓΔΜ και των σχέσεών της με την Ελλάδα.

Όπως επίσης δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η μπόχα του FBI που μύρισε έντονα στη χώρα τις τελευταίες μέρες είναι κι αυτή ένα μέρος μόνο της επιχείρησης διάταξης και συμμόρφωσης του πολιτικού προσωπικού κατά τις ανάγκες των ΗΠΑ. Όχι γιατί δεν πιστεύουμε στα «σκάνδαλα». Αλλά γιατί θεωρούμε πως αυτά είναι αναπόσπαστο συστατικό του συστήματος της μόνιμης και νόμιμης ληστείας, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών. Ως εκ τούτου δεν πιστεύουμε στην «κάθαρση» και στην «εξυγίανσή» του. Και άρα, όταν γίνονται καταγγελίες και δικογραφίες για μίζες και δωροδοκίες, δεν θεωρούμε ότι εμφανίζονται τάσεις… αυτοκατάργησης του συστήματος και των κέντρων εξουσίας του. Αλλά ότι αυτοί που έχουν το πάνω χέρι μεταξύ των από πάνω κάπου αλλού και αλλιώς θέλουν να πάνε τα πράγματα.

Στη χώρα μας λοιπόν, που η κυβέρνηση έχει κιόλας αναλάβει ένα σωρό αμερικάνικες «αποστολές» μιας και βρίσκεται στη θερμή ζώνη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, στην Ελλάδα των πολλών αφεντάδων που ετοιμάζεται να περάσει σε μια νέα φάση της επιτροπείας της, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να μη θεωρούμε ότι «εξυγιαίνεται το κύκλωμα του φαρμάκου» και ότι η υπόθεση Novartis είναι ιμπεριαλιστικός μοχλός εκβιασμών και πολιτικών διαμορφώσεων…

 
Κυβερνητικές χαρές


Είναι μάλλον περιττό να επισημάνουμε ότι τα κέρδη των πολλών δισ. που έχουν οι εταιρείες όπως η Novartis δεν πραγματοποιούνται μέσα σε ένα πλαίσιο «υγιούς ανταγωνισμού». Τέτοιος δεν υπάρχει στο καπιταλιστικό σύστημα και ακόμα περισσότερο για εταιρείες παγκόσμιας εμβέλειας σε ένα χώρο (φάρμακο-εμβόλια) με πολλές διαστάσεις και συνυφάνσεις με ευρύτερες ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Σε κάθε περίπτωση οι τιμές της «αγοράς» και τα δίκτυα για τον έλεγχό της και την απόσπαση του μεγαλύτερου μεριδίου της διαμορφώνονται με τη δύναμη του χρήματος και τους όρους εξαγοράς που διαθέτει η κάθε εταιρεία. Εξαγορά που ξεκινά από τις κορυφές του πολιτικού συστήματος και φτάνει αρκετά πιο κάτω, στα… αρμόδια κυκλώματα! Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι τα πράγματα στα πλαίσια αυτού του συστήματος όπου η υγεία είναι εμπόρευμα και το δικαίωμα στην περίθαλψη των λαϊκών μαζών τσαλαπατιέται με τον πιο βάρβαρο τρόπο.

Με άλλα λόγια, η υπόθεση Novartis καθόλου δεν αφορά –από την άποψη της αντιμετώπισής της ή έστω του περιορισμού της- αυτή την κατάσταση. Το σύστημα έχει στη σημερινή φάση τη δυνατότητα να «ανοίγει» τέτοια -κρίσιμα για το λαό- ζητήματα και να τα «κλείνει» όταν τελειώσει (ή μπλοκάρει) η χρήση τους, χωρίς παρενέργειες για τα δικά του συμφέροντα.

Ποιο ζήτημα έχει τεθεί λοιπόν σήμερα με την υπόθεση αυτή; Η κυβέρνηση περιχαρής εμφανίζεται να προωθεί (μετά το «τέλος των μνημονίων») το δεύτερο στόχο της: την «πάταξη της διαφθοράς»! Με υλικό τις μαρτυρίες τριών ανώνυμων παραγόντων που βρίσκονται σε καθεστώς «ειδικής προστασίας» και βρέθηκαν από τις έρευνες του FBI, οι οποίοι, σύμφωνα με τον υπουργό της Πολάκη, είναι στελέχη της ίδιας της Novartis, παρουσιάζει δικογραφία σε βάρος 2 πρώην πρωθυπουργών και 8 πρώην υπουργών του «παλιού πολιτικού συστήματος»! Σαμαράς, Στουρνάρας, Βενιζέλος και άλλοι βρίσκονται λοιπόν υπόλογοι και η κυβέρνηση σείει τη ρομφαία της κάθαρσης, ενώ ιδιαίτερα η ΝΔ αλλά και το ΠΑΣΟΚ βρίσκονται πολιτικά στριμωγμένοι.

Όλα αυτά με ένα υλικό που οι πηγές του είναι αμερικάνικες (στις ΗΠΑ ξεκίνησε η έρευνα για τη Novartis), με τον ευρωβουλευτή Κούλογλου να σπεύδει να θέσει «θέμα Στουρνάρα» στην ΕΚΤ, και βέβαια σε μια πολύ συγκεκριμένη και καθόλου «ανύποπτη» πολιτική συγκυρία. Τη συγκυρία δηλαδή στην οποία η κυβέρνηση έχει αναλάβει την «επίλυση» του ζητήματος του ονόματος της πΓΔΜ σύμφωνα με τις αμερικάνικες επιδιώξεις. Τη συγκυρία στην οποία το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό δείχνει να δυσκολεύεται να στηρίξει αυτή την κυβερνητική αποστολή.

Ιδιαίτερα η ΝΔ παρουσιάζει πολλές ταλαντεύσεις και αρνήσεις, τόσο που χρειάστηκε συνάντηση του Μητσοτάκη με τον αμερικάνο πρέσβη για να πάει τελικά ο πρώτος στην ενημέρωση για το ζήτημα που έκανε ο Τσίπρας στους πολιτικούς αρχηγούς. Ενώ βέβαια δεν είναι χωρίς σημασία ότι ο πρώην πρωθυπουργός της ΝΔ παρέστη στο συλλαλητήριο της Αθήνας της 4/2 (ημέρα που ολοκληρώθηκε και η δικογραφία της υπόθεσης!) δηλώνοντας την ολόθερμη συμπαράστασή του σε αυτό.

Το προφανές πολιτικό συμπέρασμα που μπορεί να προκύψει από αυτά τα δεδομένα δεν είναι άλλο από το ότι πρόκειται για μια επιχείρηση εκβιασμού και στοίχισης των βασικών πολιτικών δυνάμεων –και οπωσδήποτε της ΝΔ- στην αμερικάνικη γραμμή. Αν αναλογιστούμε ότι στο Μαυροβούνιο τον περασμένο Ιούνιο οι Αμερικάνοι χρειάστηκαν ένα «ήπιο πραξικόπημα» για να πετύχουν την ένταξή του στο ΝΑΤΟ, δεν φαίνεται και τόσο «υπερβολική» η επιχείρηση αυτή! Ωστόσο είναι αλήθεια ότι το «μέγεθος» των ονομάτων που εκτίθενται είναι δυνατόν να προκαλέσει παρενέργειες και να προβληματίσει για το «μέχρι πού» πάνε οι στόχοι αυτής της επιχείρησης. Για το αν συνδέονται με συνολικότερους στόχους αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού ενόψει μιας νέας συμφωνίας–συμβιβασμού των αμερικάνων και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών για το «ελληνικό ζήτημα», αφού η προηγούμενη, όπως διαμορφώθηκε τον Ιούλιο του 2015, «λήγει» τους επόμενους μήνες. Με αυτό το ζήτημα συνδέονται αντικειμενικά και το ζήτημα των εκλογών και οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για αυτές.

Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι περιχαρείς για την «ευκαιρία» που τους δόθηκε να συνεχίσουν με αναβαθμισμένους όρους την προσπάθεια εδραίωσής του ως δύναμης του συστήματος. Αλλά με δεδομένο ότι τα κέντρα εξουσίας έχουν κάθε λόγο να διαφυλάξουν τη ΝΔ ως βασική τους πολιτική δύναμη, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τις μανούβρες με τις οποίες η όλη υπόθεση θα μαζευτεί όταν αυτό θα κριθεί αναγκαίο.

Οι ΗΠΑ επιμένουν


Με όλα αυτά είναι φανερό πως οι ΗΠΑ επιμένουν σε σχέση με αυτή καθαυτή την επιδίωξή τους για την άμεση ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ ως ένα σημαντικό για τις ίδιες βήμα στο στόχο της απόκρουσης-αποδυνάμωσης της ρώσικης παρουσίας στα Βαλκάνια. Η αποφασιστικότητα Τσίπρα-Κοτζιά στην Ελλάδα αλλά και τα αντίστοιχα βήματα που επιχειρεί ο Ζάεφ στην πΓΔΜ αυτή την αμερικάνικη επιμονή έχουν πίσω τους, παρά και ενάντια στις παλινωδίες και τις δυσκολίες που εκφράζονται μέσα στο πολιτικό σύστημα και των δύο χωρών.

Εξάλλου ο αμερικάνος πρέσβης έφτασε στο σημείο να προειδοποιήσει ακόμα και για «κίνδυνο στο Αιγαίο» για να κάνει σαφές το πόσο αποφασιστικά επιμένουν οι ΗΠΑ στο στόχο τους για την πΓΔΜ. Παραμένει λοιπόν ως κυρίαρχη κατεύθυνση η επιδίωξη του αντιδραστικού και αμερικανόπνευστου συμβιβασμού, αν και τα εμπόδια στην πραγματοποίησή του δεν αφορούν μόνο τις δυσκολίες εντός των δύο χωρών. Εμπόδια εγείρονται και από τις γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Αλβανία), είτε εκφράζοντας σε ένα βαθμό τη ρώσικη αντίθεση είτε τις ανησυχίες-φιλοδοξίες των κυρίαρχων σε αυτές δυνάμεων.

Ακόμα πιο σαφείς είναι οι «αντιρρήσεις» της Τουρκίας, που βρίσκεται εκτός του επιδιωκόμενου συμβιβασμού και –αν πάρουμε υπόψη μας την επιχείρηση στο Αφρίν- εκτός ορίων και στην οποία σπεύδουν το επόμενο διάστημα ο σύμβουλος ασφάλειας του Τραμπ και ο Τίλερσον, επιδιώκοντας συνεννόηση. Το βαλκανικό τοπίο λοιπόν συνεχίζει να είναι … βαλκανικό και η επίτευξη του συμβιβασμού που επιδιώκουν οι Αμερικάνοι προϋποθέτει όχι μόνο τη –δοσμένη- διαθεσιμότητα των Τσίπρα-Κοτζιά αλλά και την με κάποιο τρόπο προσπέλαση των υπόλοιπων εμποδίων. Εξάλλου, και με δεδομένη πια τη διαμόρφωση κυβερνητικής λύσης στη Γερμανία, μένει να δούμε αν εκ μέρους των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών η επίσκεψη Γιούνκερ στην πΓΔΜ έχει ως στόχο να ενθαρρύνει ή να επιβραδύνει τον επιδιωκόμενο από τις ΗΠΑ συμβιβασμό.

Περισσεύουν οι κριτές, λείπουν οι υπηρέτες του λαού!


Στο συλλαλητήριο της 4/2 στην Αθήνα και σύμφωνα με τη δικιά μας προσέγγιση αναδείχθηκαν και επιβεβαιώθηκαν ορισμένα βασικά δεδομένα που χαρακτηρίζουν την πολιτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο λαός. Πρώτον, το έλλειμμα μιας Αριστεράς που δεν θα «ξεχνάει» και δεν θα «ξορκίζει» τον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση, αλλά θα τα βάζει στην πρώτη γραμμή της λαϊκής πάλης. Όσο το έλλειμμα αυτό παραμένει και μεγαλώνει τόσο θα αυξάνει η δυνατότητα του συστήματος και των πιο αντιδραστικών-ακροδεξιών-εθνικιστικών και φασιστικών δυνάμεών του να εμπορεύονται και να χειρίζονται σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και επιδιώξεις λαϊκά τμήματα. Και αν πάρουμε υπόψη μας την πολιτική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, που ευθυγραμμίζεται με την καθεστωτική γραμμή και έχει αναδείξει τον «αλυτρωτισμό των Σκοπίων» στο βασικό προς επίλυση ζήτημα, ή την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, των υποτιθέμενων διεθνιστών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και της αναρχίας, που «απαντούν» στο σοβινισμό της ελληνικής πλευράς με το σοβινισμό της αστικής τάξης της πΓΔΜ, δεν θα βρούμε καμιά «δικαιολογία» στην ευκολία της κριτικής που παρουσιάζουν ορισμένοι από αυτούς απέναντι στο λαό. Μια κριτική που είναι προκλητική γιατί, αν μη τι άλλο, προσπερνά το στοιχειώδες, την πολιτική ευθύνη της κάθε δύναμης να παλέψει μέσα στο λαό με μια γραμμή που να δίνει διέξοδο στις ανησυχίες του και στις αγωνίες του.

Μια κριτική που είναι όψιμη και λαθεμένη ακόμα και αν βάζει σωστούς στόχους προς κρίση. Μια κριτική που θυμήθηκε να τα βάλει με τον Θεοδωράκη τώρα που αυτός τα βάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά που δεν υπήρξε όταν ο ίδιος ο Θεοδωράκης στην «πάνω πλατεία», μαζί και τότε με τον Κασιμάτη, «επικοινωνούσε» με την «κάτω πλατεία» των ριζοσπαστών στο σύνθημα «έξω τα κόμματα και οι οργανώσεις»! Δεύτερο και βασικό, είναι για μας δεδομένα τα όρια που έχουν τα μεσοστρώματα, η τάση τους στην αναζήτηση «εύκολων λύσεων», και σε αυτή τη βάση και η ευκολία τους να αναζητούν διέξοδο σε λάθος, ακόμα και αντιδραστικές κατευθύνσεις που «προσφέρονται» από το σύστημα και τις πιο μαύρες δυνάμεις του.

Αυτοί όμως που τώρα το ανακαλύπτουν οφείλουν να αναρωτηθούν σε δύο ζητήματα. Από τη μια στο πόσο έχουν τροφοδοτήσει αυτές τις «ευκολίες» με τα κάθε λογής μεταβατικά τους προγράμματα που υπόσχονται εδώ και τώρα έναν καπιταλισμό με τα μεσοστρώματα (που τα ονομάζουν εργατική τάξη) σε σχεδόν κυρίαρχο ρόλο! Από την άλλη, και αυτό είναι το πιο κρίσιμο, υπάρχει ένας και μόνο δρόμος για να περιοριστούν οι αστάθειες και οι αρνητικές στάσεις των μικρών και μεσαίων στρωμάτων: Να παλέψουμε για να συγκροτηθεί η εργατική τάξη, να δώσουμε πολιτικά όπλα και στηρίγματα στον κόσμο της δουλειάς, για να διαμορφωθεί η βάση ενός άλλου συσχετισμού, που θα δείχνει έμπρακτα στις ταλαντευόμενες κοινωνικές δυνάμεις το συμφέρον τους και την προοπτική τους. Αυτή η πάλη όμως είναι ασύμβατη με τη συμμόρφωση στη γραμμή και στα πλαίσια του συστήματος και καθόλου δεν συνάδει με σχέδια εκλογικών εκτινάξεων. Είναι μια πάλη με αντιιμπεριαλιστική-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, μια πάλη που έχει κόψει όλες τις γέφυρες με τη γραμμή και την πρακτική της συνδιαχείρισης.

Αυτό είναι το πλαίσιο της πάλης που εμείς θεωρούμε ότι έχουμε μπροστά μας. Και γι’ αυτό δεν είμαστε καθόλου πρόθυμοι να «καταδικάσουμε» το λαό που στις σημερινές συνθήκες βρίσκεται χωρίς πολιτικά στηρίγματα, χωρίς τις αναγκαίες πολιτικές δυνάμεις απέναντι σε πολλαπλούς εκβιασμούς και συγχύσεις. Είμαστε πρόθυμοι και αποφασισμένοι να παλέψουμε μέσα στο λαό και με το λαό απέναντι στους εκβιασμούς που τίθενται, κόντρα στην αντιδραστική πορεία που δρομολογούν οι εξελίξεις. Για να αναδείξουμε τα μέτωπα πάλης στα οποία πρέπει να συγκροτηθεί η μαζική δυσαρέσκεια και οργή. Για να αναδείξουμε τους πραγματικούς εχθρούς, την ανάγκη της κοινής αντιιμπεριαλιστικής, αντιπολεμικής πάλης με όλους τους λαούς της περιοχής, την ανάγκη της συγκρότησης της πάλης απέναντι στην επίθεση του συστήματος.

hortiatis570.gr | 2008 - 2012 | Διαχείριση ιστοσελίδας: Κώστας Παράδας, kaparadas@hortiatis570.gr | Γιώργος Ρηγόπουλος, rigopolulos@hortiatis570.gr | Σωτήρης Τοκαλατσίδης, admin@hortiatis570.gr