Γιώργος Ρηγόπουλος
Το κάψιμο του Χορτιάτη: 71 χρόνια μετά Γράφει ο Μπάμπης Νανακούδης
Δημοσιεύθηκε στην κατηγορία Σημαντικά Άρθρα«Κείνη τη μέρα σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι…», σημειώνει ο Μενέλαος Λουντέμης. «Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης, και ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή», γράφει στο ποίημά του «Θεσσαλονίκη» ο Νίκος Καββαδίας.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 η δρεπανοφόρος Άτροπος Μοίρα επέλεξε τον Χορτιάτη να ακοντίσει τα δικά της αιματοβαμμένα μηνύματα. Να θερίσει 149 μίσχους, να κόψει με μια απότομη κίνηση τα χρώματα της ίριδας που ρίζωναν στους πρόποδες του Χορτιάτη και να αφήσει μόνο μαύρο και κόκκινο, καπνό και αίμα.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ο Χορτιάτης πλήρωσε βαρύ τίμημα για την αντιστασιακή του δράση. Πλήρωσε με 149 αθώες ζωές και τη σχεδόν εκ βάθρων καταστροφή του, διότι δεν έσκυψε το κεφάλι στον κατοχικό ζυγό, δεν έπλευσε στα δύσκολα χρόνια κόστα - κόστα, ούτε έμεινε στα ρηχά, μα έστρεφε το ακρόπρωρό του στα ανοικτά, μπήκε στις τρικυμίες με υψωμένη την αντιστασιακή παντιέρα.
Ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη - χημικού σε μια τυχαία ένοπλη συμπλοκή στο Ρωμαϊκό Υδραγωγείο (Καμάρα), μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ, που είχαν στήσει ενέδρα για άλλο λόγο και Γερμανών, που συνόδευαν προπορευόμενο (κατά μία ώρα περίπου…) όχημα της εταιρείας Ύδρευσης και μετέβαιναν στις πηγές της Αγίας Παρασκευής για να τις απολυμάνουν, επίσπευσε την προαποφασισμένη και καλά οργανωμένη απόφαση των Γερμανών και των Σουμπερταίων Ταγματασφαλιτών να αφανίσουν τον Χορτιάτη και τους κατοίκους του.
Λίγες ώρες αργότερα από το πρωινό επεισόδιο, οι γερμανικές δυνάμεις συνεπικουρούμενες από ορδές ταγματασφαλιτών του Σούμπερτ, θα φτάσουν στο Χορτιάτη με 32 οχήματα έτοιμες να εφαρμόσουν το προμελετημένο τους σχέδιο. Ξεσπούν σε πράξεις παράφορης βίας, σκοτώνουν βρέφη, βιάζουν, εκτελούν εν ψυχρώ, καίνε και λεηλατούν. Συγκεντρώνουν όσους δεν έχουν εγκαταλείψει το χωριό στο φούρνο του Γκουραμάνη και στο σπίτι του Νταμπούδη, μετατρέποντας τους δυο χώρους σε κρεματόρια. Ο απολογισμός θα είναι τραγικός: 149 άτομα θα καούν ζωντανά ή θα εκτελεστούν, από τα οποία τα 51 κάτω των 18 ετών. Ανάμεσά τους ένα βρέφος 2 μηνών, ο Αλέξανδρος Σαρβάνης.
Η Δρακούδη Μηλίτσα, 3 μηνών. Τα μονοχρονίτικα Ανθούλα Τράϊκου και Θανάσης Αγγελινούδης. Τα διχρονίτικα Χριστίνα Ευγενούδη, Γιώργος Κουπαράνης, Χριστόδουλος Λασκαρίδης και Βαγγελίτσα Σκαραγκά. Τα τριχρονίτικα Ειρήνη Γκουραμάνη και τα δίδυμα αδέλφια Ελισάβετ και Ζαχαρίας Μπουζούδης.
Μαρτυρίες
Βασιλική Γκουραμάνη (12 χρονών τότε): «… Ήταν τόσο φρικιαστικά όσα έγιναν, που και σήμερα εξακολουθώ να τα βλέπω στον ύπνο μου ολοζώντανα… είχαμε τρελαθεί. Άρπαζαν τα μωρά και σπούσαν τα κεφαλάκια τους στους τοίχους του φούρνου (Γκουραμάνη) που μας κλείσαν και τα μυαλουδάκια τους χυμένα επάνω μας. Ήταν φρίκη… Ύστερα όπως καθόμασταν βουβοί μέσα στο φούρνο, ρίχνουν μια φορά με το πολυβόλο, γαζώνουν μερικούς και στη συνέχεια ρίχνουν επάνω μας ξερά χόρτα και βάζουν φωτιά, κλείνοντας κάθε διέξοδο διαφυγής. Μας έπνιξαν οι καπνοί. Και κείνοι έξω τραγουδούσαν και γελούσαν και ακόμα τα χαχανητά τους κουδουνίζουν στ΄ αυτιά μου. Κι ακόμα σκέφτομαι, τι άνθρωποι ήταν αυτοί, μάνες τους γέννησαν άραγε ή φίδια;…»
Μαρία Αγγελινούδη (40 χρονών τότε): «… Μας έριξαν σαν αρνιά μέσα στο φούρνο του Γκουραμάνη και έβαλαν με το πολυβόλο. Πολλοί σκοτώθηκαν και άλλοι τραυματίστηκαν. Εγώ τραυματίστηκα ελαφρά και ανέβηκα πάνω στο ζυμωτήριο. Εκεί ήταν και ο Πρόεδρος της Κοινότητας, τραυματισμένος με την οικογένειά του. Ένα παιδί του έπεσε μέσα στο καζάνι του ζυμωτηρίου και κάηκε πριν σκοτωθούν οι γονείς του. Εγώ κατέβηκα απ’ το παράθυρο που κατέβαζαν τις πινακωτές, κι επειδή πολλοί έφυγαν από κείνο το παράθυρο πριν από μένα, έστησαν απέναντι ένα πολυβόλο και θέριζαν όσους έβγαιναν.
… Δεν ξέρω πως σώθηκα. Ήμουν πίσω από μια γυναίκα μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, που δρασκελούσε το παράθυρο. Έπεσε νεκρή απ΄ τις σφαίρες που ρίχτηκαν, κι εγώ έπεσα δίπλα της. Η πλάτη μου ήταν γεμάτη μυαλά και απ’ τα χέρια μου έτρεχαν αίματα. Με πέρασαν για σκοτωμένη και δεν ξαναπυροβόλησαν. Κι εγώ έμεινα ακίνητη. Ύστερα πέσανε πάνω μου άλλοι νεκροί και με σκέπασαν, αλλά άκουγα όσα λέγανε… Λίγο πιο πέρα τραβούσαν τον Παπαδημήτρη απ’ τα γένια και τον ρωτούσαν: «εσύ τραγόπαπα από πού είσαι; Κομμουνιστής είσαι;» Άκουγα και κλάματα και ουρλιαχτά αλλά δεν ήξερα από πού έρχονταν αυτά. Όταν σταμάτησα να ακούω και τον παραμικρό θόρυβο σηκώθηκα απ’ το σωρό των νεκρών και έφυγα έξω απ΄ το χωριό…»
Πέτρος Τσαγκαλής (8 χρονών τότε): «…Σκότωσαν τη μάνα μου, αφού πρώτα έκοψαν τα δάχτυλά της με σουγιά και πήραν τα δαχτυλίδια της. Κι αν σκεφτείς πως όλη η επίδειξη της ασύλληπτης βαρβαρότητας κείνης της μέρας έγινε περισσότερο από τους Έλληνες ταγματασφαλίτες παρά από Γερμανούς, όσα χρόνια κι αν περάσουν εξακολουθείς να μένεις σαστισμένος… Εγώ έφυγα από το φούρνο του Γκουραμάνη πριν ακόμα πυροβολήσουν, πριν του βάλουν φωτιά. Έφυγα από το πίσω παράθυρο και κρύφτηκα πρώτα κάτω από ένα κάρο φορτωμένο αλεύρι απ’ το πλιάτσικο που κάναν οι ταγματασφαλίτες.
Ύστερα έπιασε μια φοβερή ανεμοθύελλα, σκοτείνιασε ο τόπος κι εκμεταλλεύτηκα εκείνη τη σκοτεινιά κι έφυγα προς τα χωράφια. Στο δρόμο συνάντησα την Ελένη Νανακούδη, λες και την βούτηξαν σ’ ένα καζάνι με αίμα και την έβγαλαν. Έσταζε αίμα! Προχωρήσαμε λίγο μαζί, κι ύστερα χωρίσαμε. Εκείνη τράβηξε προς το βουνό να βρει τον πατέρα της, κι εγώ στα χωράφια να βρω τον δικό μου. Η μάνα μου και τα δυο αδέλφια μου χάθηκαν κείνη τη φοβερή μέρα…»
Το σχολείο του Χορτιάτη πριν και μετά το Ολοκαύτωμα
Τάσος Ρωμούδης (7 χρονών τότε): «…Την οικογένειά μου, τη μητέρα μου Ευαγγελία 40 χρονών και τα τέσσερα παιδιά της, ο Χρήστος 12 χρονών, εγώ ο Τάσος 7 χρονών και τις αδελφούλες μου Ειρήνη και Ελένη 4 χρονών μας οδήγησαν στο Φούρνο Γκουραμάνη, που ήταν απέναντι από το σπίτι μας. Η αγωνία και ο φόβος μας έζωσαν όλους… Μετά έριξαν επάνω μας ξερά χόρτα και μια σκόνη και άρχισαν τους πυροβολισμούς και έτσι μας έβαλαν φωτιά. Και μείς μέσα στο κτίριο καιγόμασταν ζωντανοί. Έτσι, ο σώζων εαυτό σωθείτω Εγώ ξέφυγα από τη μάνα μου και επειδή ήμασταν στο ζυμωτήριο, στον επάνω όροφο, κατέβηκα από τις σκάλες στο ισόγειο και ακριβώς απέναντι υπήρχε ένα μικρό παράθυρο και μια σκαλίτσα απ΄ όπου έβαζαν τα άλευρα. Είδα λοιπόν ορισμένους να πηδάνε απ΄ το παράθυρο. Έκανα και εγώ το ίδιο: Άλλωστε ήταν η μοναδική επιλογή, αφού οι καπνοί και οι φλόγες μας έπνιγαν και μας έκαιγαν ζωντανούς… Στο δρόμο έλεγα, «που πάω μόνος μου, ο πατέρας μου δεν ξέρω που είναι, η μητέρα μου και τα αδέλφια μου έμειναν και καίγονται στο φούρνο, μόνος στον κόσμο είμαι πια, τι κάνω τώρα», και με τις σκέψεις αυτές πέρασα το νεκροταφείο και ανέβηκα προς το βουνό, όπου σ’ ένα πλάτωμα συνάντησα ένα γεροντάκι και του αφηγήθηκα το τι έζησα…». Σαν από θαύμα όπως και ο Τάσος σώθηκαν και οι δύο αδελφούλες του. Η Ειρήνη και η Ελένη – Φροσούλα.
Ελένη Νανακούδη (12 χρονών τότε): «…Μας οδήγησαν μέσα στο φούρνο… έρχεται μετά ένας ταγματασφαλίτης και στήνει ένα οπλοπολυβόλο στην πόρτα… Άρχισε να πυροβολεί επάνω μας και να μας βρίζει με χυδαία λόγια… Έριξε μετά μια εμπρηστική σκόνη και ξερά χόρτα για να καούμε καλύτερα… Γύρισα και είδα τη Μαρίκα του Θεοφάνη με τα μυαλά πεταγμένα από σφαίρα. Η μάνα μου σκοτωμένη, αλλά και η αδελφή μου, που η σφαίρα τη βρήκε στο κεφάλι, βγήκε και σφηνώθηκε στην αριστερή μου παλάμη. Δυο σφαίρες με είχανε βρει και δυο στα μου γόνατα. Αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα ακόμη… τότε είδα ζωντανή τη Σοφία, του Παναγιώτη του Αγγελινούδη τη γυναίκα, με το μωρό στην αγκαλιά να κατεβαίνει τη σκάλα. Πήγα κοντά της, πιάστηκα από τη φούστα της και κατεβήκαμε μαζί.
Ο φούρνος καιγότανε από παντού… Κάτω ήταν όλες σκοτωμένες και πατούσαμε στα πτώματα. Είχαμε βουτηχτεί στο αίμα! Ακόμα δεν είχα πάρει είδηση ότι είχα τραυματισθεί στα πόδια και στο χέρι. Ο τρόμος γύρω μου δεν με άφηνε να σκεφτώ τίποτα. Δεν προλάβαμε να κατεβούμε κάτω και εμφανίστηκε στην εξώπορτα ένας ταγματασφαλίτης και με μαχαίρι έκοψε το λαιμό της Σοφίας. Εγώ ήμουνα πίσω της και έτσι και έτσι χωρίς να με πάρει είδηση τρύπωσα κάτω από έναν πάγκο… Σε λίγο βγήκα έξω, η φωτιά έκαιγε τα πάντα. Εκεί είδα καμιά δεκαριά σκοτωμένους. Έπεσα επάνω τους. Εκεί ήταν και η Τερψιχόρη, η γυναίκα του Γρηγόρη του Λασκαρίδη σκοτωμένη και θήλαζε το παιδί της! Το αίμα της πεταγότανε σαν βρύση και με έλουζε ολόκληρη. Το μωρό βύζαινε και έκλαιγε μαζί. Όμως δεν τολμούσα να το ησυχάσω. Έπρεπε να κάνω κι εγώ τη σκοτωμένη. Σε λίγο πλησίασαν 3 – 4 ταγματασφαλίτες και γελάγανε με το μωρό που βύζαινε και έκλαιγε. Εγώ μπρούμυτα. Μου ρίχνουνε μια κλωτσιά στα πλευρά να δουν αν ζούσα. Εγώ τσιμουδιά… Μπορεί στη στοίβα να ήταν και άλλοι ζωντανοί και να κάνανε το ίδιο με μένα. Δεν ξέρω…»
Τα Ολοκαυτώματα στον κόσμο συνεχίζονται
Ο Χορτιάτης θα ζήσει ένα Ολοκαύτωμα, θα γραφεί για πάντα στις σελίδες της ιστορίας ως ένας μαρτυρικός τόπος, που μπορεί να γνώρισε τη φρίκη, την καταστροφή και το θάνατο, αλλά δεν έσκυψε. Θα γίνει ένα διαχρονικό σύμβολο αντίστασης, αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία, ιδεών και ιδανικών.
Αλίμονο όμως 70 χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Ολοκαυτώματα στον κόσμο συνεχίζονται. Όπως στην πολύπαθη Μέση Ανατολή. Όπου κι εκεί παιδιά μονοχρονίτικα, διχρονίτικα, τριχρονίτικα δολοφονούνται χωρίς έλεος. «Παράπλευρες απώλειες» χαρακτηρίζονται. Και οι ισχυροί του κόσμου εκφράζουν τη λύπη τους και τον αποτροπιασμό τους...
Απόλυτος φαρισαϊσμός!
Και δυστυχώς 70 χρόνια μετά, ο νεοναζισμός στη χώρα μας και στην Ευρώπη, αυξάνει ανησυχητικά. Θλίψη, ντροπή και οργή συνάμα τα συναισθήματά μας.
Τέλος, 70 χρόνια μετά «… τι υπόσχεση να δώσουμε στους νεκρούς μας ότι θα κάνουμε τον κόσμο καλύτερο, χωρίς πολέμους και Ολοκαυτώματα; Δυστυχώ ς δεν είναι στο χέρι μας. Ούτε φαίνεται δυνατό κάτι τέτοιο στο ορατό μέλλον. Το μόνο που μπορούμε να υποσχεθούμε από αυτόν εδώ τον μαρτυρικό τόπο είναι να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας. Να καταγγείλουμε τη βαρβαρότητα απ’ όπου και αν προέρχεται και να καλλιεργούμε με πάθος τα στοιχεία εκείνα που κάνουν τον άνθρωπο πραγματικό ΑΝΘΡΩΠΟ και τον απομακρύνουν από την κατάσταση του ζώου…» Λόγια - σκέψεις του αείμνηστου Γιάννη Μανωλεδάκη.
Ιστορική έδρα-Κέντρο Μνήμης της Ναζιστικής θηριωδίας
Να λοιπόν γιατί είναι απόλυτα αναγκαίο και πάντα επίκαιρο το αίτημά μας να γίνει ο Χορτιάτης το Κέντρο Μνήμης της Ναζιστικής θηριωδίας στη Βόρεια Ελλάδα. Να γίνει διαχρονικό σύμβολο για την ανάδειξη της ανθρώπινης ζωής σαν υπέρτατη αξία, σε αντιδιαστολή με τις ιδεολογίες που την υποτιμούν εν ονόματι «ιερών» και «μεγάλων» σκοπών. Να γίνει χώρος-ύμνος για τη δίψα του ανθρώπου για ζωή και δημιουργικότητα με μόνιμες εκδηλώσεις και δράσεις που θα υπηρετούν τούτους τους στόχους.
Για να πάρει σάρκα και οστά και η διάταξη του «Καλλικράτιου» νόμου που θεσπίζει τον Μαρτυρικό Χορτιάτη ως την Ιστορική Έδρα του Δήμου Πυλαίας - Χορτιάτη.
Ιστορική έδρα, που στη μνήμη των 149 Μαρτύρων ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ από όλους να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο, με τη δημιουργία όλων εκείνων των αναγκαίων και οφειλόμενων χρόνια τώρα υποδομών, όπως Μουσείο Ολοκαυτώματα και νέο Μνημείο - Μαυσωλείο στους χώρους μαρτυρίου του «Φούρνου Γκουραμάνη» και της «Οικίας Νταμπούδη» χώροι φοβερής και τρομακτικής συλλογικής ιστορικής μνήμης. Που οφείλουμε με κάθε τρόπο να προστατεύσουμε και να αναδείξουμε.
Γιατί η Μνήμη αρμόζει στο Ολοκαύτωμα!
Γιατί η Λησμονιά είναι συνενοχή!
από http://tvxs.gr/news/taksidia-sto-xrono/71-xronia-meta-sygklonistikes-martyries-apo-kapsimo-toy-xortiati
Ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944 γερμανική στρατιωτική φάλαγγα των Ες-Ες ξεκίνησε από τη Λιβαδειά για την Αράχωβα, με σκοπό την εκκαθάριση της περιοχής από τις αντάρτικες δυνάμεις. Στο Δίστομο ενώθηκε με άλλη γερμανική ομάδα που είχε ξεκινήσει από την Άμφισσα και προχώρησαν προς το Στείρι. Οι κάτοικοι έλαβαν εντολή να μην απομακρυνθούν από το χωριό, μέχρι την επιστροφή των γερμανικών δυνάμεων.
Στη θέση Καταβόθρα οι Γερμανοί δέχθηκαν επίθεση από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Μετά από σύντομη, αλλά σφοδρή μάχη, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 15 νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες. Οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν σε 6 νεκρούς και 15 τραυματίες.
Οι Γερμανοί απέδωσαν την επίθεση του ΕΛΑΣ σε ειδοποίηση των κατοίκων του Διστόμου και επέστρεψαν στο χωριό για να εκδικηθούν. Με διαταγή του διοικητή τους, υπολοχαγού Χανς Ζάμπελ, το Δίστομο πυρπολήθηκε και 218 κάτοικοι (114 γυναίκες και 104 άνδρες) εκτελέστηκαν απάνθρωπα. Μεταξύ των νεκρών, 45 παιδιά και έφηβοι και 20 βρέφη.
Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή μέσω του BBC στο εξωτερικό και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης. Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, το Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου μπόρεσε να ανακαλύψει τον υπεύθυνο της Σφαγής, Χανς Ζάμπελ, ο οποίος είχε καταφύγει στο Παρίσι και είχε συλληφθεί. Οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στις ελληνικές, οι οποίες τον προφυλάκισαν.
Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του.
Ένιωθα μια περίεργη αίσθηση πλησιάζοντας αμήχανος και προεξοφλητικά συντετριμμένος στο μαρτυρικό αλώνι του Διστόμου. Σαν το σκληρό προαίσθημα που σε μουδιάζει όταν κινείς να χαιρετήσεις έναν αγαπημένο φίλο στο ύστατο και ανεπίστροφο ταξίδι του.
απο http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/proskynima-sto-distomo
Δεν έχουν άδικο όσοι λένε ότι η πρώτη εντύπωση καθορίζει την εικόνα που διαμορφώνεις για τα πράγματα. Και η πρώτη εντύπωση ήταν η είσπραξη μιας βαθυστέναχτης σιωπής που με το μαύρο ριχτάρι της υπομονής πάσχιζε να μετριάσει τον πνιχτό αντίλαλο μιας οιμωγής βγαλμένης από τα σωθικά του χρόνου. Πότε-πότε τον υπόκωφο θρήνο, που κρατά εβδομήντα ολάκερα χρόνια στο χωριό, τον διέκοπτε η μηχανή κάποιου τρακτέρ που τραβούσε για τα χωράφια. Στην πλατεία ένιωθες την ανάσα του ήσυχου μεσημεριού που πρόσμενε νωχελικά το λιόγερμα. Παρόμοια ήσυχο πρέπει να ήταν, σκέφτηκα, το μεσημέρι της 10ης μέρας του Θεριστή του 1944 όταν εισέβαλαν οι εραστές του Βάγκνερ και της κλασικής παιδείας σε τούτη τη βοιωτική πολίχνη για να σκορπίσουν φρίκη και θάνατο, να πλύνουν τις μπότες τους στο αίμα αβάπτιστων παιδιών, να χορτάσουν τις πεινασμένες λόγχες τους στη σάρκα βιασμένων γυναικών και ασπρομάλληδων γερόντων, να ημερέψουν το μάτι τους στη θέα χυμένων σπλάχνων.
Σαν η ματιά σου συναντηθεί με βλέμμα Διστομίτη, αμέσως δένει, καθώς λένε, το πικρό προζύμι μιας συζήτησης που έχει ήδη προαναγγελθεί. Στον ιερό αυτό τόπο, όπου «πονά η σιωπή και η πέτρα κάθε δρόμου», όπου ακόμα πλανάται η μυρωδιά της καμένης σάρκας, το κάθε σπιτικό μετρά τον δικό του άνθρωπο που πέρασε από ναζιστική ρομφαία. Ακούω έναν γέροντα να λέει σε τόνο λυγμικό ότι σε κάποια σπίτια το ξύλινο πάτωμα φέρει ακόμη τα αιμάσσοντα ίχνη του θανατικού. Τέτοιο αίμα λένε δεν πλένεται. Ένας άλλος είχε την τύχη να επιζήσει. Μόνο με ένα πράγμα μπορεί να συγκριθεί αυτό που είδαν τα μάτια του και άκουσαν τα αυτιά του: με το σπαρακτικό βέλασμα των προβάτων που σε κάνει να ριγείς σύγκορμα. Οι παλιές γυναίκες στο Δίστομο δεν έβγαλαν τα μαύρα. Τα φορούν ισοβίως όπως ο παπάς φορά τα τιμημένα ράσα του. Για πολλά χρόνια οι κοπέλες που παντρεύονταν δεν φορούσαν άσπρο νυφικό. Σε κάποιες οικογένειες το συνηθίζουν ακόμα. Δεν είναι έθιμο που το έμπηξε σαν άσειστο πάσαλο ο χρόνος στο χώμα της ζωής. Είναι ανάγκη μνημόσυνη, είναι οφειλή ιερή, είναι στάση ανώτερης υπαρξιακής και μεταφυσικής συνθήκης που δεν ερμηνεύεται με τα μέτρα της τρέχουσας ηθικής και λογικής μιας κοινωνίας που αρέσκεται στη λήθη και στη βολική ή βολεμένη αδιαφορία.
Με το που διαβαίνεις το κατώφλι στο «Μουσείο Θυμάτων του Ναζισμού», το μάτι σου πέφτει πάνω στο θυροκολλημένο ιδιόχειρο ποίημα του Ρίτσου για το Δίστομο. Η Χρυσούλα, υπάλληλος του Μουσείου, μας ξεναγεί και καταβάλλει προσπάθεια να διηγηθεί φρικώδεις λεπτομέρειες της ημέρας του φονικού. Η φωνή της πλοίο που προσκρούει σε σκοπέλους πηγαίας συγκίνησης. Στην αίθουσα προβολών το ημίωρο βίντεο συγκλονίζει με την αμεσότητα και την αυθεντικότητα των πρωτογενών μαρτυριών που συμπερικλείει. Στον επάνω όροφο οι τοίχοι είναι ολόσωμα ντυμένοι με τις φωτογραφίες των σφαγιασθέντων. Ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών που η μοίρα έγραψε να μεγαλώσουν με τους παππούδες τους. Σε ένα δώμα που κηρύχθηκε ιερός χώρος μια άσβεστη φλόγα σε γυάλινη τοξωτή βάση συντροφεύει τη γιγάντια φωτογραφία των οστών των θυμάτων. Δέος, σιωπή, πένθος. Η φρίκη, λέει ο ποιητής, δεν κουβεντιάζεται.
Στο βιβλίο επισκεπτών διαβάζω συγχαρητήριες αναφορές για την προσπάθεια των φορέων να διασώσουν την ιστορική μνήμη. Έπιασα την πένα. Το χέρι μου μπόρεσε να γράψει τρεις μόνο λέξεις: Ποτέ πια φασισμός.
Πηγή: reportit